Ήταν λένε κάποτε μια πικροδάφνη ριζωμένη σε μιαν έρημη ακτή, σ΄έναν τόπο που η γης του από την αρμύρα της θάλασσας είχε ροκανιστεί ,από τους Νότιους άνεμους είχε ξεραθεί και από τους λιγοστούς του ανθρώπους είχε εγκαταλειφθεί..
Ήταν λένε κάποτε μια τόση δα πικροδάφνη που αντιστεκόταν στα ζεστά και άνυδρα καλοκαίρια και στους υγρούς και κρύους χειμώνες εκείνου του τόπου..
Αντιστεκόταν στη μοναξιά και στη μελαγχολία των φθινοπωρινών δειλινών, στα θλιμμένα τραγούδια του Οκτώβρη, στην επίμονη σκοτεινιά του Νοέμβρη.
Κάθε χρόνο συνομιλούσε στα κλεφτά με τη ζωογόνο άνοιξη που απρόθυμα επισκεπτόταν εκείνα τα μέρη,και την εκλιπαρούσε να παρατείνει τη διαμονή της μήπως κι'έτσι κατάφερνε να αναστήσει τα ξεραμένα κλαριά των δέντρων, τα μαραμένα άνθη των λουλουδιών, το ξερό και άγονο χώμα και τις γυμνές πλαγιές των γύρω λόφων.
Μήπως κι΄έτσι δελέαζε τους κατόχους των μισογκρεμισμένων σπιτιών να επιστρέψουν στις εστίες τους, να ξαναστήσουν τα νοικοκυριά τους και να αφήσουν τα μικρά τους παιδιά να παίξουν τα γνώριμα παιχνίδια τους στις αυλές του ,στα στενά δρομάκια και τις αλάνες.
Μα η Άνοιξη αρνιόταν να της κάνει τούτη τη χάρη..
Αχάριστοι οι άνθρωποι της έλεγε με πίκρα..
Δεν αξίζει τον κόπο να ασχολείσαι μαζί τους..
Ότι και να τους χαρίσεις το πετούν στα σκουπίδια,όσα αγαθά και να τους προσφέρεις αρνούνται να κατανοήσουν τη αξία τους.
Για λίγο μόνο δείχνουν ενδιαφέρον για λίγο μόνο ασχολούνται με αυτά θαρρείς και είναι καινούργια παιχνίδια που σιγά σιγά όμως χάνουν το ενδιαφέρον τους, μπαίνουν στην άκρη και μετά από ένα διάστημα για να μην πιάνουν χώρο πετιούνται στο σωρό μαζί με τόσα άλλα...
Ήταν λένε κάποτε μια πικροδάφνη ριζωμένη σε μιαν έρημη ακτή μέχρι που ένα χάραμα ανοίγοντας τα μάτια της αντίκρισε απέναντί της δυο μικρές βάρκες...
Στην αρχή ξαφνιάστηκε και μετά ταράχτηκε, αναστατώθηκε και βαριανασαίνοντας άρχισε να κουνά τα κλαράκια της πέρα δώθε προσπαθώντας να τραβήξει την προσοχή τους.
Προσπαθώντας να επικοινωνήσει μαζί τους ,να μιλήσει,να ρωτήσει να μάθει πως βρέθηκαν εκεί..
Και ξανά τα κλαριά της πάνω κάτω με την αγωνία της να μεγαλώνει, την αδημονία να την πνίγει και μια χαρά ασυγκράτητη να πλημμυρίζει τα πανέμορφα άνθη της.
Κι'επιτέλους την είδαν..!!
Και γυρνώντας αργά προς το μέρος της χαμογέλασαν δειλά και την καλησπέρισαν.
=Καλωσορίσατε στα μέρη μας.. τους έκανε εκείνη προσπαθώντας να κρατήσει σταθερό τον τόνο στη φωνή της.
Ποιος καλός άνεμος σας έφερε κατά δώθε;
=Τα αφεντικά μας αποφάσισαν να γυρίσουν στα μέρη τους..
Δεν θέλουν λένε να αφήσουν τα σπίτια τους να ρημάξουν..πήρε το λόγο η πιο μικρή βαρκούλα.
=Καλά τώρα βιάστηκε να τη διακόψει η μεγαλύτερη..
Τα μάθαμε τα παραμύθια τους...όλο λόγια λόγια...
Θα γυρίσουν σιγά σιγά πολλοί και θα βαλθούν να ξαναφτιάξουν το χωριό τους..Θα δουλέψουν για ένα διάστημα με ζήλο μέχρι να τα κάνουν όλα κατά πως το επιθυμούν.
Και μετά όπως ξαφνικά αρχίνησαν έτσι ξαφνικά θα τελειώσουν!
Για ακόμα φορά και χωρίς καλά καλά να το καταλάβουμε όλα θα έχουν διαλυθεί..
Ήταν μια μικρή πικροδάφνη ριζωμένη σε μιαν έρημο τόπο..
Για λίγο πίστεψε πως η περίοδος της ατέλειωτης μοναξιάς της τέλειωσε και χάρηκε, πανηγύρισε, τραγούδησε και χόρεψε.
Και μετά έμεινε μόνη ξανά στο μέρος που γεννήθηκε, μεγάλωσε κι'ωρίμασε να περιμένει κάθε χρόνο μάταια τον ερχομό της Άνοιξης και να συνομιλεί με τα φύκια που η θάλασσα ξέβραζε στην ακτή,με τα κύματα που έσκαγαν στα βράχια και με τους γλάρους που αραιά και που εμφανίζονταν στο μεσοπέλαγο και για λίγο επισκέπτονταν την άδεια εκείνη παραλία για να ξαποστάσουν...
No comments:
Post a Comment