ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΜΟΥ




Παραμύθια..
Κάποιοι μεγάλωσαν με αυτά και κάποιοι άλλοι συνεχίζουν να μεγαλώνουν διαβάζοντάς τα, αρνούμενοι κατά πως λένε πολλοί, να ωριμάσουν..
Αυτοί οι λίγοι ή μπορεί και πολλοί,ανήκουν στην κατηγορία των μεγάλων παιδιών που βρίσκουν ευκαιρία να ταξιδέψουν σε κόσμους ονειρικούς ,πότε διαβάζοντας στα δικά τους παιδιά τις περιπέτειες του Πινόκιο και της Χιονάτης και άλλοτε μόνοι τους και στα κρυφά την Πεντάμορφη και το τέρας ή τον Τζακ και τη φασολιά.
 Στα πεταχτά πάντα γιατί υπάρχει και ο φόβος μήπως τυχόν και κάποιος ανακαλύψει την αδυναμία τους και ντροπιαστούν,θεωρηθούν αθεράπευτα ονειροπόλοι,άνθρωποι που δεν κατάφεραν να προσαρμοστούν στην πραγματικότητα ,να συμβιβαστούν σύμφωνα με τις ανάγκες της ηλικίας τους.
Νομίζω όμως πως υπάρχουν και ορισμένοι που δεν δίνουν δεκάρα για τους χαρακτηρισμούς που πιθανόν ορισμένοι θα θελήσουν να τους προσάψουν.
Κάποιοι που χωρίς να νοιάζονται αν θα πιαστούν καθώς λένε στα πράσα, απολαμβάνουν τα ταξίδια τους στις χώρες των Παραμυθιών και κρατούν ζωντανή μέσα τους την αθωότητα, την αφέλεια και την τρυφερότητα των παιδικών τους χρόνων.
Κάποιοι που επιμένουν να διαβάζουν παραμύθια  στα παιδιά και τα εγγόνια τους ή γράφουν παραμύθια για αυτά..
Όποιοι από σας νιώθετε ακόμα την ανάγκη να επισκέπτεστε μόνοι ή συντροφιά με τα παιδιά σας τις Χώρες των σκανδαλιάρικων  ξωτικών,τα δάση με τις Νεράιδες που λούζουν τα χρυσαφένια τους μαλλιά στις όχθες των ποταμών και τους Πύργους των μεγάλων και ξακουστών Βασιλείων, ελάτε να βρεθούμε εδώ και να ταξιδέψουμε μαζί προς τη Ζώνη του Ήλιου που δεν δύει ποτέ..
Κάθε εβδομάδα και από ένα Παραμύθι μου,κάθε εβδομάδα και από ένα ταξίδι..

ΟΛΑ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙΩΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΟΧΥΡΩΜΕΝΑ.
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΑΝΑΤΥΠΩΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΣΕ ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ ΜΟΡΦΗ.

         ΟΤΑΝ ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ
           
Εκείνα τα πρώτα χρόνια τα παλιά, που ο κόσμος μόλις είχε αρχίσει να αποκτάει γνώση, να φτιάχνει τα σπίτια του και να κατοικεί σε διάφορα μέρη πάνω στη γη, δεν υπήρχαν παραμύθια.
Οι άνθρωποι δεν τα γνώριζαν γιατί ποτέ τους δεν είχαν συναντήσει κανένα και ποτέ κανείς δεν τους είχε μιλήσει γι’ αυτά.
Το παραμύθι ζούσε μόνο του, πάνω από τα σύννεφα, σε ένα τεράστιο πύργο, σε μια χώρα που δεν την ήξερε κανείς.
Στη χώρα αυτή, όλα ήταν πανέμορφα με τις απέραντες και καταπράσινες πεδιάδες, με τα ήσυχα ποτάμια που τις διέσχιζαν, με τα απέραντα δάση και λίμνες και με τα όμορφα ζώα και πουλιά που ζούσαν εκεί.
Εκεί ήταν και η χώρα των ξωτικών, εκεί ζούσαν και οι νάνοι, οι νεράιδες και οι γίγαντες,
 οι μάγισσες και τα ιπτάμενα χαλιά, οι πύργοι και τα κάστρα…!!
Οι άνθρωποι φορούσαν όμορφα ρούχα και οι κοπέλες λαμπερές τουαλέτες,
οι ιππότες καβαλούσαν τα λευκά άλογά τους και άστραφταν με τις πανοπλίες τους καθώς έτρεχαν σαν τον άνεμο.
Και όλα όσα γινόντουσαν εκεί πάνω, στον άγνωστο εκείνο τόπο, αμέσως με ένα μαγικό τρόπο γραφόντουσαν σε ένα τεράστιο βιβλίο που κρατούσε το παραμύθι, στο μαγικό του πύργο.

Το βιβλίο αυτό, βρισκόταν σε ένα δωμάτιο του πύργου, που όλοι του οι τοίχοι ήταν βιβλιοθήκες
 με ράφια και πάνω τους χιλιάδες ίδια βιβλία σαν αυτό.
Ήταν πάντα ανοιχτό πάνω σε ένα τραπέζι και πάντα γυρισμένο σε μια λευκή σελίδα και δίπλα του ένα μελανοδοχείο και μια μεγάλη πέννα από ολόλευκο φτερό χήνας στεκόταν όρθια σε μια κρυστάλλινη βάση.
Μόλις λοιπόν, τελείωνε κάποια ιστορία στη χώρα αυτή, η μαγική πέννα βουτούσε στο μελάνι και αμέσως την έγραφε μέσα στο βιβλίο.
Και όταν η πέννα σταματούσε να γράφει, αμέσως το μαγικό βιβλίο γύριζε σε καινούργια σελίδα περιμένοντας άλλο παραμύθι…
Έτσι γινότανε χρόνια και χρόνια στη χώρα αυτή και στο μαγικό βιβλίο γραφόντουσαν ιστορίες, στον πύργο του παραμυθιού.
Το παραμύθι κρατούσε όλες τις ιστορίες που ήτανε παιδιά του για να τα δώσει στους ανθρώπους όταν θα έφτανε η ώρα.
Και αυτά έλεγαν κάθε μέρα στο παραμύθι: «Πότε θα πάμε στους ανθρώπους, να μας γνωρίσουν να μας μάθουν και να μιλάνε για εμάς;»
«Μη βιάζεστε, μη βιάζεστε παιδιά μου…» έλεγε το παραμύθι.
«Δεν έφτασε ακόμα η ώρα... Πρέπει οι άνθρωποι να κάνουν παιδιά και τα παιδιά τους να κάνουν και αυτά παιδιά για να υπάρχουν παππούδες και γιαγιάδες που θα λένε παραμύθια στα εγγόνια.
Τότε θα κατεβούμε στη γη και θα μπούμε στο μυαλό τους για να μας γνωρίσουν και να ζεστάνουμε τις καρδιές τους και τα αισθήματά τους.
Και τότε αυτοί με τη σειρά τους, θα μας λένε στα εγγόνια τους, θα γλυκαίνουμε τα όνειρά τους
και θα ομορφαίνουμε τα παιδικά τους χρόνια…!!!»

Έτσι πέρασαν λίγα χρόνια ακόμα, ώσπου έφτασε η ώρα να κατέβουν στους ανθρώπους !!
Διάλεξαν ένα χειμωνιάτικο βράδυ, με πολύ κρύο και χιονιά, σ’ ένα όμορφο χωριό χτισμένο μέσα  στο δάσος, στις πλαγιές ενός βουνού...
Κατέβηκαν λοιπόν και διάλεξαν ένα σπίτι, που μέσα ζούσαν δυο παιδάκια, οι γονείς και οι παππούδες.
Το τζάκι ήταν αναμμένο και μια μεγάλη φωτιά ζέσταινε όλη την οικογένεια που καθότανε μπροστά του.
«Εδώ θα μπείτε παιδιά μου» είπε το παραμύθι.
«Ένα στον παππού και ένα στη γιαγιά !! είναι κατάλληλη η ώρα να μας μάθουν…Ας ξεκινήσουμε απόψε…!!!»ψιθύρισε στα παιδιά του και αμέσως έδωσε μια σπρωξιά και ουουουπππςςςςς…δυο από αυτά  πήδησαν το ένα μέσα στο μυαλό του παππού και το άλλο στο μυαλό της γιαγιάς.
Και τότε, έτσι ξαφνικά, αρχίνησε η μαγεία…!!!
«Ακούστε όλοι, ακούστε με παιδιά μου και σεις εγγονάκια μου καλά…
 έχω να σας πω μια όμορφη ιστορία, που μόλις τώρα ξαφνικά βγήκε από το μυαλό μου…!!!»
 ήταν τα πρώτα λόγια που ακουστήκαν από το στόμα των ανθρώπων για το πρώτο παραμύθι !!
«Ναι, ναι…και εγώ έχω να σας πω άλλη μια, σαν τελειώσει ο παππούς…!!» ήταν και τα λόγια της γιαγιάς !!!
Έτσι, εκείνη τη χειμωνιάτικη νύχτα, στο μικρό, ζεστό σπιτάκι, ένας παππούς και μια γιαγιά,
 άρχισαν να ξετυλίγουν το κουβάρι του παραμυθιού…!!!
«Ήτανε μια φορά και ένα καιρό…» και γέννησαν το πρώτο παραμύθι…
Και ήταν μεγάλο το κουβάρι, ατελείωτο, όσο ξετύλιγαν τόσο και μεγάλωνε και πήγαινε από στόμα σε στόμα και από γενιά σε γενιά και γέμιζε με όμορφες, χαρούμενες εικόνες τις ψυχές των παιδιών
 που όλο ζητούσαν παραμύθια και όλο οι παππούδες έλεγαν καινούργια.
Και όταν τελείωναν αυτά, δεν σταματούσαν…
Τα παιδάκια ζητούσαν άλλα και άλλα και δεν χόρταιναν ν’ ακούνε και να γεμίζουν τις ψυχές τους,
 να γλυκαίνουν τις καρδιές τους και να ομορφαίνουν τις νύχτες και τις μέρες της ζωής τους.

Στη χώρα του παραμυθιού, στον μαγικό τον πύργο, ο άρχοντας των παραμυθιών ετοίμασε στρατό ολόκληρο και όσο άδειαζαν τα ράφια στο μαγικό δωμάτιο, τόσο και ξαναγέμιζαν με άλλες ιστορίες
 και η μαγική πέννα δεν πρόφταινε να γράφει.
Από τότε η χώρα του παραμυθιού ζούσε σε παντοτινή γιορτή και ζάλη, ενώ ο άρχοντας παραμύθι,
 οργάνωσε τη χώρα του ακόμα καλύτερα για να μπορέσει να ικανοποιήσει όλα τα παιδιά αλλά και τους μεγάλους που κάθε μέρα και κάθε ώρα ζητούσαν νέες περιπέτειες.
Για να προλάβει λοιπόν όλα τα παιδιά του κόσμου, διόρισε υπουργό παραμυθιού και αξιωματικούς
και στρατιώτες και γραφιάδες πολλούς για να βάλουν τάξη.
Και κάθε νύχτα, κατέβαιναν στη γη κουβαλώντας τη νέα τους σοδειά που έριχναν στα όνειρα των μεγάλων για να γίνουν παραμύθια.
Από τότε οι άνθρωποι αγάπησαν τα παραμύθια και αυτά έγιναν κομμάτι της ζωής τους αφού ζούσαν πια με τους ανθρώπους.
Η χώρα του παραμυθιού από εκείνη τη στιγμή, άνοιξε τις πύλες, και τα παραμύθια μπήκαν στις καρδιές των ανθρώπων μένοντας εκεί για πάντα, όσο σ΄ αυτή τη γη θα υπάρχουνε παιδιά…

                                             ΤΕΛΟΣ


ΟΛΑ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙΩΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΟΧΥΡΩΜΕΝΑ.
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΑΝΑΤΥΠΩΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΣΕ ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ ΜΟΡΦΗ.



Η ΠΕΡΗΦΑΝΗ ΚΛΩΣΤΗ

 Ήτανε κάποτε ένα κουβάρι από ολόλευκη κλωστή που κατοικούσε σε ένα συρτάρι μαζί
με πολλές άλλες αδερφές της με λογιών λογιών χρώματα, στο σπίτι μιας προκομμένης νοικοκυράς.
Η κυρία του σπιτιού, τελειώνοντας τις δουλειές της,
καθότανε σε μια μεγάλη πολυθρόνα πλάι στο παραθύρι και έπιανε τις κλωστές της.
Το ίδιο έκανε και τα βράδια του χειμώνα, πλάι στο αναμμένο τζάκι,
φτιάχνοντας πολλά και όμορφα κεντήματα. 
Η κλωστή λοιπόν αυτή, ήταν πολύ περήφανη και όλο έλεγε στις αδερφές της:
«Κοιτάξτε με πόσο όμορφη και λαμπερή είμαι αδερφές μου !!
Είμαι ολόλευκη σαν χιόνι και τόσο μεγάλη που δεν τελειώνω ποτέ.
Εμένα με χρειάζεται περισσότερο από όλες σας για τα κεντήματά της, η καλή κυρία.
Μπορεί εσείς να κάνετε τα δένδρα,
τα λουλούδια και τη φύση όλη, αλλά εγώ κάνω τα αφρισμένα κύματα,
 κάνω το πάλλευκο χιόνι που σκεπάζει τους κάμπους, τα δάση και τις ψηλές βουνοκορφές,
 αλλά κάνω και τα λευκά σα βαμβάκι σύννεφα του ουρανού !!!
Καμιά σας δεν μπορεί να φτάσει τόσο ψηλά όπως εγώ !!» έλεγε και ξαναέλεγε η περήφανη κλωστή.
Οι αδερφές της που την άκουγαν να μιλάει με τόση περηφάνια,
προσπαθούσαν να τη λογικέψουν και της έλεγαν πως καμιά τους δεν είναι κατώτερη
 και όλες τους ήταν χρήσιμες στα χέρια της νοικοκυράς.
«Αδερφή μας, μην κάνεις έτσι και μη λες αυτά τα λόγια γιατί καμιά από εμάς δεν είναι κατώτερη
 και όλες μας κάποτε θα τελειώσουμε.
Ας βοηθήσουμε η μια την άλλη για να γίνει ένας ωραίος πίνακας που θα στολίζει τον τοίχο του σπιτιού και να μείνουμε για πάντα εκεί, σε ένα όμορφο τοπίο»
 της έλεγαν προσπαθώντας να τη λογικέψουν.
Αυτή όμως δεν άκουγε τα λόγια τους και ήθελε να κάνει κάτι που θα ξεχωρίσει,
για να τις δείξει πως έχει δίκιο και είναι ανώτερη απ’ αυτές.
«Εγώ δεν σκοπεύω να περάσω όλη τη ζωή μου σαν εσάς αδερφές μου.
Εξ άλλου φτάνω και περισσεύω όχι μόνο για να γεμίσω τους πίνακες,
 αλλά και να δέσω γύρω γύρω ολόκληρη την πόλη !!
Πολύ σύντομα θα σας το αποδείξω και θα τρίβετε τα μάτια σας»
 έλεγε στις αδερφές της, η περήφανη κλωστή.
Μια μέρα λοιπόν που η νοικοκυρά άνοιξε το συρτάρι που μέσα εκεί βρισκόντουσαν όλες για να πάρει ένα ψαλίδι, στη βιασύνη της έφυγε και το ξέχασε ανοιχτό.
Σαν πέρασε λίγη ώρα και το συρτάρι δεν έκλεισε ξανά, η περήφανη κλωστή είπε στις αδερφές της:
«Ήρθε η ευκαιρία που ζητούσα για να φύγω από εδώ που κάθομαι κλεισμένη.
Τώρα θα μπορέσω ν’ απλωθώ και να κάνω το γύρω της πόλης, να δέσω όλα μαζί τα σπίτια,
 να περάσω μέσα από τις αυλές, να καθίσω πάνω στα όμορφα λουλούδια,
να ανεβώ στις σκεπές των σπιτιών και από εκεί να δω τον κόσμο όλο και να με θαυμάσουν
 και οι άνθρωποι επίσης βλέποντάς με πόσο μεγάλη είμαι και λευκή και αστραφτερή…!!»
 και δίνει μια και νταααπ, πηδάει από το συρτάρι και βρίσκεται στο πάτωμα του σπιτιού.
Από εκεί και ύστερα δεν ήταν δύσκολο να περάσει την πόρτα και να βρεθεί για πρώτη φορά στη ζωή της, έξω στο μεγάλο δρόμο.
Όταν μάλιστα έπεσε πάνω της το φως του ήλιου, κοιτάχτηκε και είπε:
«Που είναι τώρα οι αδερφές μου να με δουν πως λάμπω με τη λευκή μου φορεσιά σαν με χτυπά ο ήλιος !!!»
και ευθύς άρχισε να ξετυλίγεται και όλο να ξεμακραίνει και ν’ απλώνεται και σαν βρήκε κατηφόρα, τότε δεν τη σταματούσε τίποτα…
Με τη φόρα που είχε πάρει, τινάχτηκε στον αέρα, πήδησε ένα φράχτη και βρέθηκε στον κήπο ενός σπιτιού.
«Πωπωπω !!! τι ομορφιά είναι ετούτη…!! Και τι αρώματα μεθυστικά που βγάζουν τα λουλούδια !!!
Και αυτά τα πετούμενα τι είναι; Πωωω…πωωω !!! πεταλούδες είναι !!
Και τι ωραία χρώματα !!! είναι πανέμορφες !!!
Θα πιαστώ από τα φτερά τους και θ’ ανέβω ακόμα πιο ψηλά…» και αμέσως μπλέχτηκε σε μια απ’ αυτές και ωωωωπ, άρχισε να πετάει και να σηκώνεται στον αέρα
 και δεν άργησε να βρεθεί στη στέγη του σπιτιού.
«Όλα φαίνονται πιο όμορφα από εδώ ψηλά…
Που να με έβλεπαν οι αδερφές μου να με καμαρώσουν !!!
Έτσι όπως πάω, σε λίγο θα βρεθώ στα σύννεφα, θα δεθώ σε ένα απ’ αυτά και θα μείνω για πάντα εκεί να με βλέπουν όλοι» σκέφτηκε η ανόητη κλωστή και γύρευε τον τρόπο για να φτάσει ως εκεί.
Ξάφνου κάτι ένοιωσε να την τραβάει από πίσω και γύρισε να δει.
«Τι είναι τούτο πάλι Θεούλη μου;» φώναξε με τρόμο.
«Πωπωπω, θα με κατεβάσει κάτω από τη στέγη έτσι που κάνει και εγώ δεν θέλω να κατέβω,
 να ανεβώ ακόμα πιο ψηλά θέλω, όχι να σέρνομαι στη γη» είπε και προσπάθησε να ξεφύγει.
Ένα φτερό είχε μπλεχτεί στο μακρύ κορμί της και ένα μικρό γατάκι ορμούσε κατά πάνω του,
 το έπιανε και το άφηνε ξανά και ξανά, έπαιζε ώσπου να κουραστεί και όλο την τραβούσε προς τα κάτω.
Μέχρι που το φτερό ξεπιάστηκε και έτσι το γατάκι σταμάτησε να παίζει.
«Ουουουφφφ, επί τέλους, ξεκουμπίστηκε το ανόητο από πάνω μου.
Τώρα θέλω να φτάσω εκεί ψηλά και εκεί να μείνω, όπως στους πίνακες που κεντάει η κυρά μου !!!» είπε η περήφανη κλωστή και κοίταξε ψηλά στον ουρανό.
«Όλα καλά ως εδώ, αλλά εκεί πάνω πως θα φτάσω;» ξανασκέφτηκε.
Δεν άργησε να φανεί ο τρόπος από μόνος του και έδωσε τη λύση…
Ένα ελαφρύ αεράκι άρχισε να φυσάει και αμέσως η κλωστή κατάλαβε πως σηκώνεται στον αέρα και πετάει και όλο ανέβαινε ψηλότερα και όλο μίκραιναν τα σπίτια από κάτω και τα δένδρα και οι άνθρωποι…
Όλα τώρα έμοιαζαν με μικρά μυρμήγκια στα μάτια της απ’ αυτό το ύψος !!
Ανέβαινε και ανέβαινε, μέχρι που ξετυλίχτηκε ολόκληρη και τότε πια, ελεύθερη, δίχως να πατάει στη γη, πετούσε σαν τα πουλιά !!!
«Πουλιά; Αυτό δεν μου φαίνεται και πολύ καλό…τι θέλουν όλα αυτά τα πουλιά ξαφνικά μπροστά μου; δεν μου αρέσει καθόλου…!!!»
 είπε η κλωστή και δεν είχε άδικο για το φόβο της.
Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη σκέψη της και δυο απ’ αυτά, όρμισαν σαν αστραπή και χραααπ, 
την άρπαξαν με τη σκληρή τους μύτη και πέταξαν για τη φωλιά τους.
Τα πουλιά, πάντα μαζεύουν ξερά χόρτα και κλωστές όταν χτίζουν τις φωλιές τους. Το ίδιο έκαναν και τώρα !!!
Μόνο που αυτό δεν ήταν το όνειρο της κλωστής, δηλαδή να βοηθήσει στο χτίσιμο μιας φωλιάς πουλιών, αλλά να ζήσει στα σύννεφα ψηλά !!!
Η τύχη όμως τη βοήθησε και εκεί που τα πουλιά την τραβούσαν στον αέρα, κάνει μια, 
πιάνεται στα κλαδιά ενός κυπαρισσιού και έτσι ξέφυγε από τις μύτες των πουλιών και άρχισε πάλι να πετάει.
Μόνο που τότε, ο αέρας έγινε δυνατότερος και όλο δυνάμωνε περισσότερο και άρχισε να στροβιλίζει και να τραβά μαζί του την περήφανη κλωστή.
Και μια την ανέβαζε ψηλά και μια την έσερνε στη γη μέχρι που στο τέλος βρέθηκε η καημένη να κολυμπάει μέσα σε λασπόνερα.
Πάει η λευκή φορεσιά της, πάει και η περηφάνια της, πάνε και τα σύννεφα που αναζητούσε.
Τι καλά που ήτανε μέσα στο συρτάρι της κυράς και πόσο ευτυχισμένα θα ζούσε στα σύννεφα που εκείνη θα κεντούσε !!!
«Καλά να πάθω αφού αναζητούσα μεγαλεία και δεν έβλεπα την ευτυχία που είχα μεσ’ τα χέρια μου…» είπε λυπημένη και συνέχισε το ταξίδι της στα βρώμικα νερά…


No comments:

Post a Comment

Έντονα χρώματα, δυνατές αποχρώσεις, η κυριαρχία του μπλε, η δυναμική παρέμβαση του κίτρινου και του κόκκινου..

The end of summer,acrylic on canvas 50X70. Έντονα χρώματα, δυνατές αποχρώσεις, η κυριαρχία του μπλε, η δυναμική παρέμβαση του κίτρινο...