ΜΕ ΘΕΑ ΤΗ ΛΙΜΝΗ.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΑΤΑΡΑΓΚΑ,όλα τα δικαιώματα του μυθιστορήματος είναι κατοχυρωμένα.
Απαγορεύται η ανατύπωση και αναδημοσίευση σε οποιαδήποτε μορφή.
Μυθιστόρημα σε εβδομαδιαίες συνέχειες.
Μέσα από αυτή τη σελίδα κάθε Παρασκευή θα δημοσιεύω και από ένα απόσπασμα το βιβλίου μου.
Θα με χαροποιούσε ιδιαίτερα αν επιλέγατε κάποια ώρα της ημέρας σας να την αφιερώσετε για την ανάγνωσή του..
Λίγα λόγια για την υπόθεση..
Η Ναταλί, γεννημένη και μεγαλωμένη στη
Νυρεμβέργη, κουβαλάει μέσα της, από τη μεριά του πατέρα της το νησί της
Λευκάδας και από τη μητέρα της τη χρυσαφένια ζώνη και τα βόρια παράλια της
Βρετάνης.
Πάνω της κυριαρχεί πότε η γαλάζια
ηρεμία του Ιονίου, άλλοτε η ορμητικότητα των πελώριων κυμάτων
του Ατλαντικού και κάποιες άλλες φορές η μελαγχολία των δρόμων της πόλης που πέρασε τα παιδικά της χρόνια..
Δεν ήταν ποτέ της αυτό που οι άλλοι
λένε καλό παιδί..
Και φυσικά δεν είχε μα ούτε έχει σκοπό να γίνει..
Άλλωστε όπως συχνά λέει και η φίλη της
η Ναντίν, τα κακά παιδιά είναι αυτά που έχουν ενδιαφέρον..
Η γνωριμία της με έναν καταξιωμένο
δημοσιογράφο και συγγραφέα και λίγο αργότερα η συνάντησή της με τον αδελφό του,
θα παίξει καταλυτικό ρόλο στην μετέπειτα πορεία της..
Όπως επίσης καθοριστικό ρόλο θα
παίξουν και τα γαλάζια νερά μιας λίμνης σ’ένα μικρό χωριό της Βαυαρίας, που θα
αναγκάσουν την ίδια μα και τους υπόλοιπους της παρέας να πάρουν την πιο
ουσιαστική απόφαση της ζωής τους..
Σήμερα Παρασκευή και πρώτη του μήνα..
Με θέα τη λίμνη αναρτώ το πρώτο μέρος του μυθιστορήματός μου και την επόμενη Παρασκευή θα ακολουθήσει η συνέχεια..
Ελπίζω να τραβήξει το ενδιαφέρον σας..!
Καλό μήνα και καλή ανάγνωση..!!
ΜΕ ΘΕΑ ΤΗ ΛΙΜΝΗ
Πηγαίνω στα παράθυρα, ανοίγω τις
κουρτίνες και αφήνω τις αχτίδες ενός ασθενικού ήλιου να μπουν μέσα σε αυτόν το
χώρο.
= Κρυώνεις; ακούω τον Ούλριχ να με ρωτάει και ευθύς επιστρέφω στο παρόν.
ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ ΜΟΥ ΜΕ ΤΙΤΛΟ <ΜΕ ΘΕΑ ΤΗ ΛΙΜΝΗ>
=Παραξενεύτηκα σαν βρέθηκα κλεισμένη στους τέσσερις τοίχους ενός διαμερίσματος, στο κέντρο της Νυρεμβέργης.
ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΤΟΥ ΦΛΕΒΑΡΗ ΚΑΙ ΗΜΕΡΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΑΝΑΡΤΩ ΤΗΝ ΤΡΙΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΜΟΥ ΜΕ ΤΙΤΛΟ: ΜΕ ΘΕΑ ΤΗ ΛΙΜΝΗ..
ΚΑΛΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ..!!
Σήμερα Παρασκευή και πρώτη του μήνα..
Με θέα τη λίμνη αναρτώ το πρώτο μέρος του μυθιστορήματός μου και την επόμενη Παρασκευή θα ακολουθήσει η συνέχεια..
Ελπίζω να τραβήξει το ενδιαφέρον σας..!
Καλό μήνα και καλή ανάγνωση..!!
ΜΕ ΘΕΑ ΤΗ ΛΙΜΝΗ
=Ξέρω ότι
περιμένει να
ακούσει τα βήματά του καθώς κατεβαίνει τις σκάλες.
Την πόρτα που κλείνει πίσω του, το
θόρυβο της μηχανής του αυτοκινήτου που ξεκινάει...και μετά βγαίνει στο διάδρομο
και δισταχτικά χτυπά το κουδούνι του διαμερίσματος που βρίσκεται αντικριστά στο
δικό του.
Συνειδητοποιώ τότε πως άλλη μια νύχτα
πέρασε.
Δεν έχει σημασία πως. Αρκεί που
πέρασε...
Ακούω τότε το δεύτερο ήχο του
κουδουνιού. Βιάζομαι να τρέξω στον καθρέφτη, θέλω να βεβαιωθώ για το αν το
χαμόγελο που θα φορέσω και η έκφραση που θα πάρω, θα μπορέσουν να καλύψουν τα
σημάδια ενός ακόμα βραδινού εφιάλτη.
Τις περισσότερες φορές παίζω καλά το
ρόλο μου.
Δείχνει να πείθεται ή μάλλον πιέζει
τον εαυτό του για να δείξει ότι πείθεται.
Αποφεύγει να ρωτήσει κάτι παραπάνω.
Περιορίζεται στις εξηγήσεις που εγώ
του δίνω.
Είναι και η ώρα τέτοια που δεν μας
επιτρέπει να ανταλλάξουμε και πολλές κουβέντες.
Πρέπει και οι δυο να πάμε στις
δουλειές μας χωρίς αργοπορία.
Σήμερα όμως το πρωί άλλαξε λίγο τούτο
το σενάριο. Μετά από δέκα μήνες και για πρώτη ίσως φορά, τροποποιήθηκαν
ορισμένα από τα σημεία του.
Όλα
καλά; με
ρώτησε μόλις άνοιξα την πόρτα.
Μελαγχολικό όπως πάντα το πρόσωπο του,
προσπαθεί να μου χαμογελάσει.
Ξέρω πως αυτή τη φορά δεν θα το
καταφέρει.
Μέρα με τη μέρα η ανησυχία στα μάτια
του είναι ακόμα πιο έντονη και το τρέμουλο στα χέρια του πιο επίμονο.
Τον κοιτάζω…δεν έχω σκοπό σήμερα να
παίξω το γνωστό μας παιχνίδι.
Βαρέθηκα κάθε φορά να τον καθησυχάζω
διαβεβαιώνοντάς τον πως δεν υπάρχει κανένα απολύτως πρόβλημα.
Να του λέω δήθεν αδιάφορα: Λίγος εκνευρισμός από τη μεριά του Τέτλεφ
δεν είναι λόγος ανησυχίας.
Έχει
κολλήσει σε αυτό το αναθεματισμένο πέμπτο κεφάλαιο.
Του στοιχίζει που δεν μπορεί να πάει παρακάτω.
Να με κοιτάζει τότε εκείνος βαθιά μέσα
στα μάτια, να κάνει να έρθει κοντά μου και ευθύς να το μετανιώνει.
Παροδικό
είναι –να
μου λέει κομπιάζοντας-Θα συνέλθει.
Ναι,
και εγώ είμαι σίγουρη πως θα συνέλθει... συμφωνώ μαζί του και όπως πάντα
να αδυνατώ να τραβήξω το βλέμμα μου από το περίεργο χρώμα των ματιών του.
Όλα
εντάξει; τον
ακούω ξανά να με ρωτά και εγώ τούτη τη φορά ξεσπάω σε γέλια και ενώ εκείνος
έχει μείνει άναυδος να με κοιτάζει, εγώ για κάμποσα λεπτά συνεχίζω να γελάω χωρίς σταματημό.
Μέχρι που τα μάτια μου δακρύζουν και
εγώ βάζω επιτέλους ένα τέλος σε αυτά τα νευρικά χάχανα.
Παίρνω τότε δυο τρεις βαθιές ανάσες
και καθώς ένας άγριος θυμός αρχίζει σιγά σιγά να θεριεύει μέσα μου, του φωνάζω:
Τίποτα δεν πάει καλά και το ξέρεις!!
Μήνες
τώρα το ξέρεις, τι στο διάβολο λοιπόν με ρωτάς;
Τον διέλυσαν ετούτες οι κουβέντες μου.
Κάνει ένα δυο βήματα πίσω, κοιτάζει
για λίγο γύρω του χαμένα και μετά μου γυρνά την πλάτη και ακουμπώντας τα δυο
του χέρια πάνω στη λευκή ανάγλυφη επιφάνεια του τοίχου, σκύβει το κεφάλι του
και καρφώνει τα μάτια του στα πλακάκια του δαπέδου.
Από
την ημέρα που ήρθες –συνεχίζω
τότε εγώ να λέω έξαλλη- από την πρώτη
κιόλας μέρα που επέστρεψες στο όμορφο διαμερισματάκι σου, ξέρεις πολύ καλά τι
συμβαίνει!!
Και
το μόνο που κάνεις είναι να ρωτάς κάθε πρωί και όταν αυτός φεύγει αν είμαι
καλά!!
Με ξαφνιάζει η αντίδρασή του.
Στη διάρκεια των μηνών που τον
γνωρίζω, είναι η πρώτη φορά που τον βλέπω να οργίζεται.
Χτυπά τη γροθιά του στον τοίχο, πετάει
μια χυδαία βρισιά και ξανά το χέρι του βάζει στόχο τη σαγρέ αυτή επιφάνεια.
Ματώνουν τα δάχτυλά του, συνεχίζει να
βρίζει και να βγάζει ασυγκράτητα το θυμό του χτυπώντας μανιασμένα έναν απαθή, κρύο,
άψυχο αντίπαλο.
Δεν καταλαβαίνω για ποιο λόγο τον
προκάλεσα.
Τι κάνω τάχα;
Προσπαθώ να τον μπλέξω σε μιαν ιστορία,
στην οποία είναι δεδομένο πως οφείλει να μείνει αμέτοχος.
Πηγαίνω κοντά του και μπαίνοντας
ανάμεσα σε εκείνον και τον στόχο του, πιάνω και τα δυο του τα χέρια και αγωνίζομαι
να τα συγκρατήσω σφίγγοντάς τα μέσα στα δικά μου.
Και καθώς κηλίδες από αίμα χρωματίζουν
τα ανοιχτόχρωμα πλακάκια του διαδρόμου, κάποιες άλλες κηλίδες αυλακώνουν το
πρόσωπό του.
Σ’
αγαπάω. τον
ακούω να μου λέει και είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που βλέπω να κυλάει από τα
μάτια ενός άντρα, ένας ποταμός από δάκρυα.
Δεν
αντέχω άλλο!
μου κάνει απελπισμένα.
Σ
’αγαπάω…δεν μπορείς να νιώσεις πόσο!!>>
Έχει δίκιο. Δεν μπορώ να νιώσω πόσο ή
ίσως δεν θέλω γιατί φοβάμαι.
Πάμε
μέσα. μου
λέει τρέμοντας.
Δεν του το αρνούμαι. Βιάζομαι να
κλείσω την πόρτα του διαμερίσματος που μήνες με φιλοξενεί και τον ακολουθώ στο
δικό του.
= Μπορεί
από λεπτό σε λεπτό να επιστρέψει.. είναι το μόνο που βρίσκω να πω, καθώς
λίγο αργότερα περιποιούμαι τα πληγωμένα
του δάχτυλα.
Άσε
τον να επιστρέψει. μου
πετάει ξερά και τραβώντας απότομα τα χέρια του, μου δίνει να καταλάβω πως δεν
έχει καμία διάθεση να με αφήσει να παίξω άλλο το ρόλο της νοσοκόμας.
Καθόμαστε και οι δυο δίπλα δίπλα στη
άκρη του ξέστρωτου κρεβατιού του.
Πεταμένο το πάπλωμα στο πάτωμα, ζαρωμένα
τα σεντόνια, το μαξιλάρι, θαρρείς και όλη τη νύχτα πάλευε στον ύπνο του.
Έτσι
κοιμάσαι κάθε βράδυ; προσπαθώ
να αστειευτώ, θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να κρύψω την αμηχανία που μου προκάλεσε
το αιφνίδιο αγκάλιασμά του.
Κάποια
βράδια κοιμάμαι και έτσι…μου απαντά σφίγγοντάς με πάνω του.
Καθώς πάει να με φιλήσει κάνω να
τραβηχτώ. Όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά απλά για να έχω να λέω ότι έστω και
αδύναμα προσπάθησα να το αποφύγω.
Με κοιτάζει τότε στα μάτια και με αυτό
το μόνιμα μελαγχολικό χαμόγελο στα χείλη με ρωτάει: Γιατί;
Και επειδή ξέρω πως απάντηση σε τούτο το
ερώτημα δεν είμαι σε θέση να δώσω, βάζω κατά μέρους τους υποτιθέμενους
ενδοιασμούς μου και απλά κολλάω το στόμα μου στο δικό του.
Από εκεί και πέρα κλείνω τα μάτια και
αφήνομαι.
Κάμποση ώρα αργότερα και όταν κάνω να
σηκωθώ από το κρεβάτι, τυλίγει τα χέρια του γύρω από τη μέση μου και με τραβάει
ξανά μέσα στην αγκαλιά του.
Όλους
αυτούς τους μήνες μονάχα εσύ στο μυαλό μου…μου ψιθυρίζει.
Πρωί,
μεσημέρι, βράδυ, εσύ!
Δεν
άγγιξα - συνεχίζει
να λέει κομπιάζοντας – δεν διανοήθηκα να
ξαπλώσω με άλλη γυναίκα.
Δέκα
μήνες περίμενα…
Με εκπλήσσει η ομολογία του. Δυσκολεύομαι
να πιστέψω τούτες τις κουβέντες του.
Δεν
παίζω Ναταλί. Θα το διαπιστώσεις πως δεν παίζω…
Κανείς
από τους δυο μας δεν παίζει. του αντιγυρίζω σταθερά.
Και είναι εκείνη τη στιγμή που θα
χτυπήσει το τηλέφωνο….
=Μία ώρα αργότερα έχουμε ήδη φτάσει
στο νοσοκομείο όπου μεταφέρθηκε ο αδελφός του βαριά τραυματισμένος, όταν το
αυτοκίνητο που οδηγούσε με μεγάλη ταχύτητα, συγκρούστηκε στην εθνική οδό
μετωπικά με αυτοκίνητο της αντίθετης λουρίδας.
Γαντζώνομαι πάνω στο γιατρό.
Είναι
εκτός κινδύνου;
Πείτε μου πως είναι εκτός κινδύνου… τον ικετεύω
πανικόβλητη.
Πολύ
νωρίς για να σας διαβεβαιώσω για κάτι τέτοιο.. μου λέει
εκείνος χωρίς περιστροφές.
Ας
αφήσουμε καλύτερα να περάσει το πρώτο κρίσιμο εικοσιτετράωρο και μετά τα
ξαναλέμε... συμπληρώνει
χωρίς να δίνει σημασία στα δάκρυά μου.
Μένω άφωνη.
Οι
συνάδελφοί μου και εγώ θα σας κρατάμε ενήμερους για την πορεία της κατάστασής
του...απευθύνεται αυτή τη φορά και στους δυο μας και μετά
βιάζεται να περάσει και πάλι τις πύλες του άδυτου σε μας χώρου του.
Ενός χώρου που υπάγεται στη δικιά του
και μόνο δικαιοδοσία.
Εμείς μένουμε σε μιαν αίθουσα αναμονής
και απλά κοιτάζουμε τους δείχτες του ρολογιού που κρέμεται στον τοίχο.
= Όλα
θα πάνε καλά... ακούω γύρω στα μεσάνυχτα τον Ούλριχ να μου λέει.
Και
εσύ πώς το ξέρεις; του
κάνω θυμωμένα.
Το
ξέρω…απλά το ξέρω... μου
απαντά ήσυχα.
Μου είναι αδύνατον να εξηγήσω αυτή την
αταραξία του.
Από την ώρα που ειδοποιήθηκε για το
ατύχημα του αδελφού του και μέχρι ετούτη τη στιγμή, δεν έχασε ούτε για ένα
κλάσμα δευτερολέπτου την ψυχραιμία του.
Αντιμετώπισε και εξακολουθεί να
αντιμετωπίζει την κατάσταση με μιαν εξοργιστική ηρεμία.
Μιαν ηρεμία που αγγίζει θαρρώ τα όρια
της αδιαφορίας.
Πώς
μπορείς; του
κάνω κοιτάζοντάς τον οργισμένη.
Πώς
μπορώ τι; ρωτά
και ευθύς πιάνει το χέρι μου και σφίγγοντάς το, το ακουμπά πάνω στο στήθος του.
Πώς μπορώ τι; ρωτά και πάλι
καθώς εγώ νιώθω την καρδιά του να πάλλεται από απανωτούς δυνατούς χτύπους.
Πόσα λεπτά ακόμα θα αντέξει να
δουλεύει σε τέτοιο ρυθμό;
Θα σπάσει, θα διαλυθεί, θα γίνει χίλια
κομμάτια!!
Όλα
θα πάνε καλά... βιάζομαι
τότε να τον διαβεβαιώσω και εγώ με τη σειρά μου.
Πώς
το ξέρεις; με
ρωτά και αυτή τη φορά αφήνει να βγει στην επιφάνεια μια αγωνία και ένας πανικός,
που παραμορφώνει τα χαρακτηριστικά του προσώπου του.
Το
ξέρω….του
απαντάω ήρεμα. Απλά το ξέρω..
=Ξημέρωσε..
Καμιά ενθαρρυντική κουβέντα, έστω ένα
καθησυχαστικό χαμόγελο.
Σκυθρωπά τα πρόσωπα των γιατρών.
Μαζεύτηκαν και κάποιοι φίλοι του…είναι
και η Ναντίν εδώ.
Πόσο γρήγορα διαδίδονται τα κακά
μαντάτα…
Την βλέπω να έρχεται προς το μέρος
μας.
Περίεργα παιχνίδια που παίζει η ζωή…
Μετά από ένα χρόνο και βάλε, να
συναντιόμαστε ξανά κάτω από αυτές τις συνθήκες.
Είχα
υποσχεθεί στον εαυτό μου -απευθύνεται ψυχρά σε εμένα μόλις φτάσει κοντά μας
–πως αν σε έβρισκα κάποια μέρα και πάλι
μπροστά μου, θα σε χαστούκιζα με όση δύναμη διέθετα. Δεν μου μιλά στα
γαλλικά.
Από τις λίγες φορές που δεν μου μιλά
σε αυτή τη γλώσσα, τη γλώσσα μας.
Ρίχνει μια ματιά στον Ούλριχ που
σαστισμένος από τις κουβέντες της μένει να κοιτάζει πότε εκείνη και πότε εμένα.
Εσύ
είσαι ο μικρός; τον
ρωτάει.
Προτού όμως αυτός προλάβει να αρθρώσει
μια λέξη, εκείνη έχει ήδη καταλήξει: Ναι,
σίγουρα είσαι ο μικρός. Του μοιάζεις αρκετά.>
Παρατηρεί το πρόσωπό του. Ναι, του μοιάζεις… ξαναλέει.
Μόνο
που σε σένα λείπει αυτό το κάτι στο βλέμμα που κάνει τους άλλους να παγώνουν.
Δεν
του το πήρες αυτό ή δεν έχεις μεγαλώσει ακόμα αρκετά για να του το πάρεις.
Ναι,
έχεις δίκιο. Εγώ προς το παρόν βρίσκομαι στο εμβρυακό στάδιο...σαρκάζει αυτός
και μετά στρέφοντας το βλέμμα του προς το μέρος μου, μου δίνει να καταλάβω ότι
γυρεύει κάποια εξήγηση για την ταυτότητά της.
Η
Ναντίν είναι η καλύτερη φίλη του Τέτλεφ…του λέω στα γρήγορα.
Γνωρίζονται
πολλά χρόνια. Από τότε που εκείνος έμενε στο Παρίσι.
Η
Ναντίν –παίρνει
τότε το λόγο εκείνη κοιτάζοντάς με προκλητικά –ήταν η καλύτερη φίλη του Τέτλεφ.
Κάποτε
ήταν!!
Με πληγώνουν τούτες οι κουβέντες της.
Γιατί
ήρθες; ξεσπάω
με τα μάτια βουρκωμένα.
Γιατί
με ρωτάς, αφού ξέρεις..μου λέει τότε αυτή και κάθε διάθεση από μεριάς της
για περαιτέρω επιθέσεις και προκλήσεις με μιας εξανεμίζεται.
Το
αγαπώ το καθήκι…κάνει
αδύναμα.
Δεν
θέλω, δεν μπορώ να σκεφτώ ότι θα τολμήσει να φύγει σαν κλέφτης.
Θέλω να την αγκαλιάσω μα όπως κάθε
φορά με προλαβαίνει εκείνη.
Μη
φοβάσαι….μου
ψιθυρίζει.
Δεν
είναι από αυτούς που τα παρατάνε τόσο εύκολα.
Έχει
πείσμα..
Ξέρουμε
καλά εμείς οι δυο πόσο πείσμα διαθέτει.
Έτσι
δεν είναι;
Έτσι
είναι. συμφωνώ
εγώ μαζί της.
=Αργά το απόγευμα της ίδιας μέρας
επικοινώνησα τηλεφωνικώς και με τη Σιμόν.
Δεν θέλησα να της πω τι έχει συμβεί.
Απλά τη φωνή της ήθελα να ακούσω, αυτό
είχα ανάγκη.
Μου
λείπεις, μα δεν πειράζει. Αρκεί που περνάς καλά. μου είπε
τρυφερά.
Γλυκιά όπως πάντα.
Την λατρεύω, κάποιες φορές πραγματικά
τη λατρεύω, άλλες πάλι φορές….δεν ξέρω.
Θα
έρθω…της
υποσχέθηκα.
Τον
άλλο μήνα θα έρθω να κάτσω λίγες μέρες και μετά θα πάω στη Λευκάδα.
Τον
τελευταίο καιρό μου λείπει πολύ η Λευκάδα…
Θα
σε περιμένω αγάπη μου.μου έκανε γελώντας.
Και ξάφνου η φωνή του Φλοριάν, ο
οποίος είχε πάρει το ακουστικό.
Ξέρεις
πόσο καιρό έχω να σε ακούσω; με ρώτησε παραπονιάρικα.
Σε
σκέφτομαι Φλοριάν και αλήθεια μου λείπεις... βιάστηκα να τον διαβεβαιώσω.
Κλείνοντας το τηλέφωνο ένιωσα ένα χέρι να ακουμπά στον ώμο μου.
Έμεινα τότε ακίνητη.
Δεν γύρισα να τον κοιτάξω γιατί
φοβήθηκα γι’ αυτό που ίσως στα μάτια του να διάβαζα.
Νομίζω
πως ξεπέρασε τον κίνδυνο... άκουσα τον Ούλριχ να μου λέει καθώς με
αγκάλιαζε.
Έκλεισα τα μάτια μου.
Αλήθεια;
τον
ρώτησα δύσπιστα.
Αλήθεια...με
διαβεβαίωσε.
=Δεύτερη νύχτα στο νοσοκομείο….
Και εμείς περιμένουμε να κυλίσουν οι
ώρες για να βεβαιωθούμε ότι εκείνος αντιδρά έτσι ακριβώς ισχυρίζονται οι
γιατροί: Θετικά!
Παίζει πότε πότε η Ναντίν με τα
δάχτυλα των χεριών μου.
Καταπολεμά ίσως με αυτόν τον τρόπο την
ταραχή και την αγωνία της.
Τα γαντζώνει μέσα στα δικά της, τα
σφίγγει για λίγο και μετά τα αφήνει ελεύθερα.
Merde... βρίζει σιγανά
και πιάνοντάς μου ξανά το χέρι αρχίζει να μετρά και πάλι τα δάχτυλα μου... un, deux, trois… χαχανίζει με το παιχνίδι που βρήκε
μέχρι που κάποια στιγμή βαριέται και γέρνοντας το κεφάλι της στον ώμο μου, μου
ψιθυρίζει:
Είκοσι
χρόνια τον ξέρω, πρώτη φορά μου κάνει τέτοια νίλα…
Βιάζεται να σκουπίσει τα δάκρυά της.
Όταν
συνέλθει θα μου το πληρώσει πολύ ακριβά!! συμπληρώνει έτοιμη να ξεσπάσει
σε κλάματα.
Ξάφνου μου έρχεται στο νου το βράδυ
εκείνο που του φώναξε, πως τα είκοσι χρόνια της γνωριμίας τους τα πετάει στα
σκατά!
Αδιαφόρησε ο Τέτλεφ.
Απαθέστατος έσβησε το άφιλτρο τσιγάρο
του στο σταχτοδοχείο και γυρνώντας προς το μέρος μου, με ρώτησε ψυχρά: Είσαι έτοιμη;
Μα
πώς;
έκανα χαμένα.
Μέσα
σε ένα λεπτό δεν γίνεται…
Είσαι
έτοιμη; επανέλαβε
εκείνος και το παγωμένο του βλέμμα με καθήλωσε.
Στεκόταν η Ναντίν λίγο πιο πέρα, έκανα
εγώ να την κοιτάξω και τότε εκείνος με άρπαξε από το χέρι.
Είσαι
έτοιμη λοιπόν.. συμπέρανε
άγρια-
Φεύγουμε,
χωρίς άλλη καθυστέρηση φεύγουμε!
Είχα την αίσθηση πως ήμουν ένα
τσουβάλι που με τραβούσε, με έσερνε πίσω του.
Άνοιξε με ορμή την πόρτα και τότε ήταν
που άκουσα τη Ναντίν να μου υποβάλει την ίδια ερώτηση: Είσαι έτοιμη;
Δεν πρόλαβα να της απαντήσω, κατέβαινα
ήδη μαζί του δυο δυο τις σκάλες του κτιρίου και σε λίγα λεπτά βρισκόμουν κιόλας
στο δρόμο.
Δεν
θέλω να την ξαναδείς! μου φώναξε τότε άγρια ο Τέτλεφ και με μια νευρική
κίνηση άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου και μου έκανε νόημα να περάσω στη θέση
του συνοδηγού.
Δεν
θέλεις ΕΣΥ! του
αντέτεινα χωρίς να κουνιέμαι από τη θέση μου.
Ναι,
δεν θέλω εγώ.. μου
έκανε στεγνά.
Ζήλευε, ήταν πασιφανές!!
Μου άρεσε αυτό που διαπίστωνα.
Θαρρείς και ήμουν κανά δεκαοχτάχρονο
κοριτσόπουλο που τρελαίνεται από τη χαρά του μόλις καταλαβαίνει πως ο καλός της
τη ζηλεύει αγιάτρευτα.
Και
αν θελήσω να την ξαναδώ -τον προκάλεσα –τότε τι γίνεται;
Με
μένα Ναταλί μην τολμήσεις να παίξεις!!
Μου
αρέσεις.. έκανα
συνεπαρμένη από τούτη του την αντίδραση.
Δεν
μου φτάνει αυτό...τον
άκουσα να μου λέει και ο τόνος στη φωνή του άλλαξε, έγινε πιο ήπιος.
Μου
αρέσεις πολύ... διόρθωσα
εγώ.
Παρακάτω
-έκανε
ανυπόμονα- προχώρα παρακάτω!
Μα δεν ήξερα αν θα έπρεπε να προσθέσω
κάτι περισσότερο…
Παρακάτω!
επέμενε.
Σ’
αγαπάω... του
είπα τότε και χαμηλώνοντας το βλέμμα μου βιάστηκα να μπω στο αμάξι.
Ακούμπησε εκείνος τα χέρια του στον
ουρανό του αυτοκινήτου και για λίγα λεπτά έμεινε ακίνητος.
Εγώ είχα ήδη καθίσει στη θέση του συνοδηγού και ανάβοντας
ένα τσιγάρο περίμενα πότε τελικά θα αποφασίσει να πάει από την άλλη μεριά για
να ανοίξει την πόρτα και μπαίνοντας μέσα να καθίσει και αυτός στη δικιά του
θέση.
Και όταν επιτέλους το έκανε, εγώ το
μόνο που ένιωσα ήταν μια αβάσταχτη παγωνιά να τυλίγει
ολόκληρο το κορμί μου.
Και δεν ήταν χαμηλή θερμοκρασία της
χειμωνιάτικης εκείνης της νύχτας που μου προκάλεσε τα ρίγη.
Ήταν απλά αυτή η ψυχρή μάσκα που
αντίκριζα στο πρόσωπο εκείνου που επίμονα με παρατηρούσε.
Δεν
προχώρησες παρακάτω.. μου είπε παγερά.
Μα
ναι, προχώρησα... του
αντιγύρισα μουδιασμένα.
Δεν
είναι αλήθεια και το ξέρεις... είπε κοφτά και γυρνώντας τη μίζα του
αυτοκινήτου, έβαλε ταχύτητα και ξεκίνησε.
= Κρυώνεις; ακούω τον Ούλριχ να με ρωτάει και ευθύς επιστρέφω στο παρόν.
Καρφώνω τα μάτια μου στο ρολόι που
κρέμεται στον τοίχο.
Πέντε η ώρα…
Σε λίγο θα ξημερώσει, σκέφτομαι
ανακουφισμένη.
Παίρνει εκείνος το μπουφάν του και μου
το ρίχνει στους ώμους.
Τρέμεις..
μου
ψιθυρίζει και αγκαλιάζοντάς με, γέρνει το κεφάλι του στο δικό μου και απαλά με
φιλά στα μαλλιά.
Βλέπω με την άκρη του ματιού μου τη
Ναντίν που έχοντας στραφεί προς το μέρος μας, μας κοιτάζει.
Μια υποψία χαμόγελου χαράζεται στα
χείλη της καθώς απευθύνεται σε αυτόν και με μια ελαφριά δόση ειρωνείας να
χρωματίζει τη φωνή της του λέει: Την
έχεις πατήσει από χέρι μικρέ! Πίστεψε με την έχεις πατήσει!
Δικό
μου είναι το πρόβλημα.. της πετάει εκείνος ξερά και εγώ νιώθω το
αγκάλιασμά του να γίνεται ακόμα πιο σφιχτό.
Ξέρω
τον αδελφό σου πολύ καλύτερα από ότι τον ξέρεις εσύ…επιμένει η
Ναντίν ατάραχη.
Δεν του
αρέσει να τον προκαλούν….
Θυμώνει…θυμώνει
πολύ!!
Μπορεί
όπως λες αυτόν να τον ξέρει -της αντιγυρίζει τότε ο Ούλριχ –για μένα όμως δεν είσαι σε θέση να
ισχυριστείς το ίδιο.
Γι’
αυτό καλά θα κάνεις να κλείσεις το στόμα σου.
Ξερές οι κουβέντες του, με ταράζουν.
Απειλητικό το βλέμμα του, αυτόματα
κάνω να τραβηχτώ από την αγκαλιά του.
Αυτός όμως δεν θα με αφήσει και εγώ θα
προτιμήσω να μην κάνω μια δεύτερη απόπειρα για να ξεφύγω από το αγκάλιασμά του.
Εσύ
φταις για όλα όσα έγιναν.. ακούω τότε την Ναντίν να μου λέει αργά, σχεδόν
συλλαβιστά.
Εσύ
θα φταις και για όλα αυτά που θα ακολουθήσουν.
Ριγώ…έχω την αίσθηση πως ένας υψηλός
πυρετός μου προκαλεί αλλεπάλληλους σπασμούς και δυνατά ρίγη.
Ναταλί
- μου
κάνει ο Ούλριχ ταραγμένος από την αντίδραση μου - είσαι καλά; και ευθύς γυρνάει εξοργισμένος προς τη μεριά εκείνης
που αδιάφορα παρακολουθεί αυτή τη σκηνή.
Κάτι πάει να της πει, το μετανιώνει
όμως σαν νιώθει το χέρι μου να σφίγγεται πάνω στο μηρό του.
Ακολουθεί ένα μικρό διάστημα σιωπής
και μετά εξακολουθώντας να τρέμω, τη ρωτάω απλά το γιατί.
Και αυτή χωρίς να χάσει χρόνο μου
απαντά: Δεν ήσουν έτοιμη τότε.
Το ξέρεις πως δεν ήσουν κι’ όμως αν θυμάσαι έφυγες.
Το ξέρεις πως δεν ήσουν κι’ όμως αν θυμάσαι έφυγες.
Ούτε
τώρα είσαι.. για πού λοιπόν τραβάς;
=Έχω
προσπαθήσει πολλές φορές στη διάρκεια των τριάντα επτά χρόνων της ζωής μου
να ξεκαθαρίσω, ποια ακριβώς είμαι και που τελικά ανήκω.
Για ποια πατρίδα θα πρέπει να μιλάω, για
ποια γλώσσα και ποια θρησκεία.
Ο πατέρας μου Έλληνας μετανάστης.
Ήρθε στη Γερμανία με την προοπτική να
δουλέψει μια πενταετία στις φάμπρικες με σκοπό να συγκεντρώσει το ποσό που
χρειαζόταν, για να ανοίξει μια δικιά του δουλειά στη γενέτειρά του τη Λευκάδα.
Μετά από σαράντα χρόνια δουλεύει ακόμα
εδώ και εξακολουθεί να αναθεματίζει την ώρα και τη στιγμή που πάτησε το πόδι
του σε αυτή τη χώρα.
Του έκλεψε – τον ακούω συχνά να λέει –
τα καλύτερα χρόνια του, του στέρησε την πατρίδα του, τους συγγενείς και τους
φίλους του.
Γέρασε και ακόμα δεν κατάφερε να
γυρίσει στο νησί του.
Μόλις όμως βγει στη σύνταξη θα επιστρέψει
στον τόπο του, προσπαθεί να μας πείσει ή μάλλον για να ακριβολογούμε προσπαθεί
να πείσει τον ίδιο του τον εαυτό.
Κάθε που τον επισκεπτόμουν
αναρωτιόμουν γιατί θα έπρεπε να ακούω συνέχεια τα ίδια και τα ίδια.
Εδώ θα πεθάνει και το ξέρει.
Σε κάποια διαδρομή ίσως από το
καλοστημένο του σπιτικό στο ελληνικό ρεστοράν, που τα τελευταία δέκα χρόνια
διατηρεί σε έναν από τους κεντρικούς δρόμους της Νυρεμβέργης.
Η σύζυγός του, που σε κάποια από τις
συνοικίες τούτης της πόλης γεννήθηκε, τον βοήθησε πολύ σε αυτό που λέμε
<δημόσιες σχέσεις>.
Η πελατεία του ήταν εξασφαλισμένη.
Η Γερμανίδα, όπως συχνά αποκαλούσε η
γιαγιά μου τη νύφη της, φρόντιζε και φροντίζει να πηγαίνουν όλα ρολόι.
Σε όλους τους τομείς….το ομολογώ
απερίφραστα.
Η Σιμόν πάλι – αυτή είναι η μητέρα μου
– γεννήθηκε στη Βρετάνη.
Από νωρίς γνώρισε τη χρυσαφένια της
ζώνη, τα Βόρεια παράλια της.
Αντίκρισε το φάρο του Ouessant,τα
πελώρια κύματα του Ατλαντικού και τα σκούρα νερά της Μάγχης.
Πόσες φορές δεν περπάτησα και εγώ μαζί
της κατά μήκος των βράχων της δυτικής πλευράς, με τη βροχή και τον αέρα να μου
πληγώνει το πρόσωπο.
Την αγάπησα και την αγαπώ τη Βρετάνη.
Θυμάμαι να μπαίνω χαρούμενη στο μικρό
D.C.V της μητέρας
μου και να τραβάμε κατά τη Βρέστη και μετά στο Douarnener
και όλο πιο κάτω.
Ατέλειωτα λιμάνια και γραφικά
χωριουδάκια, άγρια σε ομορφιά τοπία και εκατοντάδες ψαροκάικα να πλέουν στα
νερά του Ατλαντικού.
Οδηγούσε η Σιμόν ακούραστη.
Σε αυτές τις λίγες μέρες που θα έμενα
κοντά της, βιαζόταν να μου δείξει τα πάντα και γυρνώντας με από το ένα μέρος
στο άλλο, με ξεναγούσε πότε στο Saint-Malo
και πότε στο Saint-Pol de Leon, χωρίς
ποτέ να παραλείπει να μου διηγείται την ιστορία της κάθε περιοχής που
επισκεπτόμασταν.
Περήφανη η Σιμόν για τη γενέτειρα του
Σατομπριάν και του Ιουλίου Βερν.
Η
καρδιά σου θα είναι πάντα εδώ.. Η Βρετάνη είναι η πατρίδα της μάνας σου και η
δική σου πατρίδα...μου
έλεγε και ακόμα μου λέει.
Τον πατέρα μου τον γνώρισε ένα
καλοκαίρι στη Λευκάδα.
Περνούσε τις διακοπές της στην παραλία
του Αϊ-Νικήτα παρέα με κάμποσους άλλους φίλους και φίλες της.
Ωραίος
άντρας….μου
λέει μέχρι σήμερα.
Με
την πρώτη ματιά τον ερωτεύτηκα.
Ο
πιο γλυκός και τρυφερός άντρας που γνώρισα ποτέ μου…
Είκοσι
μέρες αφότου γνωριστήκαμε μου ζήτησε να τον ακολουθήσω στη Γερμανία.
Δεν
δίστασα ούτε για ένα λεπτό.. και έμεινα τέσσερα χρόνια εκεί.
Σε
αυτή τη χώρα σε είδα να κάνεις τα πρώτα σου βήματα!
Τέσσερα
χρόνια, υπέροχα χρόνια!!
Και
μετά τι έγινε; τη
ρώτησα ένα βράδυ.
Μετά
απλά τελείωσε και εγώ έφυγα για να μην προλάβω να γευτώ οτιδήποτε άσχημο.
Πάντα έτσι κάνει η Σιμόν.
Φεύγει πριν αρχίσει να ξεθωριάζει η
λάμψη…
Κατά καιρούς γνώρισα κάποιους από τους
συντρόφους της.
Ακτινοβολούσε το πρόσωπό της όσο
διάστημα κρατούσε ο δεσμός της με τον καθένα από αυτούς.
Δεν έπαυε να ακτινοβολεί και όταν για
άλλη μια φορά έπαιρνε την απόφαση να μείνει και πάλι μόνη.
Δεν μετάνιωσε ποτέ για τις επιλογές
της.
Πάντα όταν αναφέρεται σε κάποιον από
αυτούς, θα έρθουν στο νου της οι πιο όμορφες και γλυκές αναμνήσεις.
Στάθηκα
τυχερή στη ζωή μου…την
ακούω συχνά να μου λέει.
Αγάπησα!
Ορισμένες κιόλας φορές, παράφορα!
Στην ιδέα και μόνο του γάμου
αρρώσταινε.
Δεν παντρεύτηκε ποτέ της.
Προτιμώ
να κόψω τα δάχτυλά μου παρά να επιτρέψω σε κάποιον, να μου περάσει σε ένα από
αυτά, το δαχτυλίδι μιας πλασματικής επισφράγισης συναισθημάτων.. επιμένει μέχρι
σήμερα.
Στον επαγγελματικό τομέα η Σιμόν δεν
έδωσε ποτέ ιδιαίτερη σημασία και αυτός ήταν ένας από τους βασικούς λόγους που
στα έξη μου χρόνια αποχαιρέτησα τη Βρετάνη και εκείνην….
ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ ΜΟΥ ΜΕ ΤΙΤΛΟ <ΜΕ ΘΕΑ ΤΗ ΛΙΜΝΗ>
=Παραξενεύτηκα σαν βρέθηκα κλεισμένη στους τέσσερις τοίχους ενός διαμερίσματος, στο κέντρο της Νυρεμβέργης.
Στεκόμουν με τι ώρες θυμάμαι μπρος στο
παράθυρο, αναζητώντας με τα μάτια μου τα κύματα μιας θάλασσας που όσο και αν
προσπάθησα, δεν μπόρεσα ποτέ να διακρίνω στο βάθος του ορίζοντα.
Ο πατέρας μου έκρινε πως το καλύτερο
για μένα θα ήταν να φοιτήσω σε γερμανικό σχολείο.
Το ότι ελάχιστα καταλάβαινα από αυτά
που εκείνος συζητούσε με τη μητριά μου, δεν τον απασχόλησε καθόλου.
Θα
σε βοηθήσει η Χέλγκα... μου είπε και το θέμα έκλεισε εκεί.
Πραγματικά με βοήθησε η Χέλγκα.
Όχι μόνο στη αρχή αλλά και σε όλη τη
διάρκεια των χρόνων που πέρασα στα θρανία.
Προσαρμόστηκα γρήγορα στα νέα
δεδομένα.
Δεν δυσκολεύτηκα να αποκτήσω παρέες, να
μάθω την καινούργια μου γλώσσα, να αφομοιωθώ σε ένα άλλο τρόπο ζωής.
Να γίνω όπως συχνά έλεγε η Χέλγκα
γελώντας: <Γερμανιδούλα>.
Δεν θυμάμαι να δημιουργήθηκε ποτέ
μεταξύ μας ένα πρόβλημα, μια ένταση, ένας κάποιος εκνευρισμός.
Την δέχτηκα και με δέχτηκε ομαλά.
Δεν προσπάθησε ποτέ να παίξει το ρόλο
της μητέρας.
Ήταν και θα είναι για μένα η πιστή, καλή
μου φίλη.
Με τη Σιμόν επικοινωνούσα συχνά
τηλεφωνικώς.
Θυμάμαι ακόμα τη Χέλγκα να μπαίνει στο
δωμάτιό μου και χαμογελώντας μου τρυφερά να μου λέει: Είναι η μανούλα Ναταλί στο τηλέφωνο…θέλει μωρούλι μου να σου μιλήσει.
Έβγαινα τότε σαν σίφουνας από την
κάμαρά μου και πήγαινα τρέχοντας στο σαλόνι για να πάρω στα χέρια μου το
ακουστικό και να ακούσω τη φωνή της.
Και τι δεν μου έλεγε…
Για τη νέα της δουλειά που της έκανε
περισσότερο κέφι από την προηγούμενη.
Για τους καινούργιους γείτονες που ο
σκύλος τους έκανε παρέα με τη δική μου σκυλίτσα τη Μαργκότ, που την άφησα
κουταβάκι και είχε γίνει πια ολόκληρο
κορίτσι, όπως χαρακτηριστικά μου έλεγε κάθε που μιλούσαμε, η Σιμόν.
Δεν ξεχνούσε βέβαια ποτέ να μην
αναφερθεί και στις τριανταφυλλιές της που είχαν
θεριέψει και για τα κύματα του Ατλαντικού που οργισμένα χτυπούσαν πάνω
στα βράχια.
Και καθώς εκείνη μιλούσε, θαρρείς και
εγώ ότι μου έλεγε τα έβλεπα μπροστά μου.
Και τότε κυριευόμουν από μια τρελή
ανυπομονησία για το πότε θα ’ρθει το καλοκαίρι και εγώ έστω και για λίγες μέρες
θα βρεθώ στην αγκαλιά της Βρετάνης και στη δική της αγκαλιά.
Γιατί υπήρχε και η Λευκάδα….
Κάθε καλοκαίρι θα έπρεπε ο μπαμπάς, η Χέλγκα
και εγώ να περάσουμε κανά δυο βδομάδες και σε τούτο το νησί.
Ήταν και η γιαγιά που ανυπομονούσε να
δει το γιό της, να καμαρώσει την εγγονή της και να κάνει για άλλη μια φορά ότι
περνά από το χέρι της, για να δείξει στη νύφη της ότι δεν έτρεφε καμιά ιδιαίτερη
συμπάθεια για το άτομό της.
Ευτυχώς που η Χέλγκα δεν έμαθε ποτέ
ελληνικά.
Έτσι όσο και αν μουρμούριζε η γιαγιά
για τη <Βόρεια> που της κουβάλησε ο γιος της, αυτή περιοριζόταν απλά στο
να της χαμογελά.
Όχι βέβαια ότι από το ύφος της δεν
καταλάβαινε τη διάθεση της πεθεράς της απέναντί της.
Και με το παραπάνω μάλιστα!
Δεν έδειχνε όμως διατεθειμένη να
χαλάσει τις διακοπές της επειδή η γιαγιά δεν μπορούσε να συμβιβαστεί στην ιδέα,
ότι ο γιος της θέλησε να παντρευτεί γυναίκα από άλλη χώρα.
Άφησέ
την Αλέκο…κάποια στιγμή θα το πάρει απόφαση... έλεγε στον
πατέρα μου, όταν εκείνος κάποιες φορές θύμωνε με τη συμπεριφορά της μάνας του.
Ποτέ της δεν το πήρε απόφαση η γιαγιά…
Μέχρι που πέθανε η στάση της απέναντι
στη νύφη της δεν άλλαξε.
Μα και εκείνος ο φόβος της…
Ο αιώνιος φόβος και η αγωνία της μήπως
και ξεχάσω πως είμαι Ελληνίδα!
Συχνά με ξεμονάχιαζε τα μεσημέρια στην
κουζίνα και σιγανά με συμβούλευε για το τι θα έπρεπε να κάνω μόλις τελειώσω το
σχολείο.
Στην
Ελλάδα θα έρθεις…μου
έλεγε κοιτάζοντάς με ίσια στα μάτια.
Θα
κοιτάξεις εδώ στον τόπο σου να βρεις μια δουλίτσα και ένα καλό παιδί για να
παντρευτείς.
Και
τα ελληνικά θα πρέπει να μάθεις να τα μιλάς φαρσί!
Να
πηγαίνει ροδάνι η γλώσσα σου!
Όχι
να κομπιάζεις έτσι, κάθε που πας να πεις μια λέξη…
Ξεφυσούσε αγαναχτισμένη και μετά
συνέχιζε: Αυτός ο πατέρας σου δεν σου
μιλάει ποτέ ελληνικά;
Κάποιες
φορές… απαντούσα
αόριστα.
Τι
πάει να πει κάποιες φορές;
Όλες τις φορές πρέπει!
Από
το πρωί μέχρι το βράδυ πρέπει να μιλάει στη γλώσσα του.
Αυτό
είναι το σωστό!
Του
πήραν όμως τα μυαλά οι ξένες.
Ευτυχώς
που δεν ζει ο πατέρας του για να δει τα χάλια του…κατέληγε
φουρκισμένη.
=Δεν ακολούθησα τις συμβουλές της
γιαγιάς μου.
Δεν γύρισα στην Ελλάδα, ούτε κατάφερα
ποτέ να μάθω να μιλάω σωστά τα ελληνικά.
Και το πιο σημαντικό, δεν παντρεύτηκα
κανένα <καλό παιδί>.
Τελειώνοντας το Λύκειο και καθώς ένα
βράδυ καθόμουν με τη Χέλγκα στην τραπεζαρία, της ανακοίνωσα ότι δεν επιθυμούσα
να συνεχίσω τις σπουδές μου.
Ο διακαής πόθος του πατέρα μου να γίνω
επιστήμονας, δεν ήταν και δικός μου πόθος.
Θέλω
να γυρίσω στη Βρετάνη... της ψιθύρισα και εκείνη αφού έριξε μια κλεφτή
ματιά προς τη μεριά του άντρα της, που μισοξαπλωμένος στον καναπέ
παρακολουθούσε έναν ποδοσφαιρικό αγώνα, μου είπε σιγανά: Αύριο κιόλας θα του μιλήσω. Μην ανησυχείς, θα καταλάβει και θα
συμφωνήσει.
Μια βδομάδα αργότερα αντίκριζα και
πάλι τον Ατλαντικό.
Σιμόν…έκανα
εκστασιασμένη σε εκείνην που στεκόταν στο πλάι μου.
Είμαι
ευτυχισμένη!!
=Ανοίγω τα μάτια μου και με μιας
κοιτάζω το ρολόι.
Εφτά η ώρα…νομίζω πως αποκοιμήθηκα.
Είσαι
καλύτερα; με
ρωτά ο Ούλριχ.
Βρίσκομαι ακόμα στην αγκαλιά του. Ρίχνω
μια ματιά προς τη μεριά που καθόταν η Ναντίν και διαπιστώνω πως η θέση της
είναι άδεια.
Πού
πήγε; του
κάνω σαστισμένη.
Να
πιει καφέ.. μου
απαντά εκείνος και χαϊδεύοντάς μου τα μαλλιά συμπληρώνει με ειρωνεία: Μας λυπήθηκε φαίνεται και αποφάσισε να μας
αφήσει για λίγο στην ησυχία μας.
Στον πρώτο που επιτρέπουν οι γιατροί
το μεσημέρι να δει τον Τέτλεφ, είναι φυσικά ο αδελφός του.
Το
ξεπέρασε ο φίλος μας! λέει στη Ναντίν και σε μένα, ένας από το επιτελείο
των γιατρών που τον παρακολουθεί.
Πέφτω τότε στην αγκαλιά της και εκείνη
με σφίγγει πάνω της γελώντας και κλαίγοντας συγχρόνως.
Παρά τις παρακλήσεις μας οι γιατροί
δεν επιτρέπουν στον ασθενή τους να
δεχτεί καμία άλλη επίσκεψη.
Γύρω στις οχτώ το βράδυ φεύγουμε οι
δυο μας από το νοσοκομείο, αφήνοντας τον Ούρλιχ να περάσει ακόμα ένα βράδυ-το
τρίτο του βράδυ-έξω από το δωμάτιο που νοσηλεύεται ο αδελφός του.
Νιώθω περίεργα τη στιγμή που βρίσκομαι
έξω από εκείνο το χώρο.
Ο καθαρός αέρας θαρρείς και
χαστουκίζει το πρόσωπό μου, με αποτέλεσμα για δευτερόλεπτα να μου κοπεί η
ανάσα.
Έλα
μωρό μου, πάμε. μου
λέει η Ναντίν και πιάνοντάς με από το χέρι αρχίζουμε να περπατάμε.
Δεν υπάρχει μεγάλη κίνηση στους
δρόμους.
Είναι ίσως το κρύο που αποθαρρύνει και
τους πλέον τολμηρούς να επιχειρήσουν ένα βραδινό περίπατο.
Σπίτι
μου; με
ρωτάει καθώς κατεβαίνουμε τις κυλιόμενες σκάλες του Ubahn.
Σπίτι
σου.. της λέω σηκώνοντας το γιακά από το γιάκετ μου.
Κάποτε
ήταν και δικό σου σπίτι... σχολιάζει καθώς στεκόμαστε στην αποβάθρα και
περιμένουμε να έρθει το τρένο.
Προσπαθώ να προσπεράσω το σχόλιό της.
Έχει
καθυστέρηση μάλλον..της
λέω ρίχνοντας μια ματιά στο ρολόι μου.
Δυο
χρόνια και κάτι ήταν και δικό σου σπίτι... επιμένει εκείνη.
Δυόμιση
για την ακρίβεια... της
λέω τότε ήρεμα και με μιας στρέφομαι προς τη μεριά της και την κοιτάω κατάματα.
Ναι,
δυόμιση... επαναλαμβάνει
σαν υπνωτισμένη.
Δύσκολα θα περάσει τούτο το βράδυ.
Το ξέρουμε και οι δυο μας.
= Στρώνει να κοιμηθεί στον καναπέ και μου παραχωρεί το
κρεβάτι της.
Όχι
–της
λέω –εσύ θα κοιμηθείς εκεί που κοιμάσαι
κάθε βράδυ.
Εγώ
θα ξαπλώσω εδώ.
Κόψε
τις αηδίες και τράβα να κοιμηθείς. μου κάνει κοφτά.
Αποκλείεται
– πεισμώνω-
Εγώ θα ξαπλώσω στον καναπέ!
Εσύ
να σηκωθείς και να πας στο υπνοδωμάτιό σου!
Έχει ήδη κουκουλωθεί κάτω από το
πάπλωμα…
Ναντίν
– επιμένω
– σε παρακαλώ πήγαινε στο δωμάτιό σου.
Θέλεις
δηλαδή να κοιμηθείς οπωσδήποτε στον καναπέ; με ρωτάει τότε ανέκφραστη.
Ναι,
αυτό θέλω.
Ωραία
λοιπόν, έλα... μου
προτείνει καθώς παραμερίζει το πάπλωμα και μου κάνει χώρο για να ξαπλώσω μαζί
της.
Και όταν εγώ μετά από λίγα λεπτά
δισταγμού δεχτώ την πρόσκλησή της, εκείνη χαμογελώντας μου τρυφερά θα με
αγκαλιάσει.
Αχ
Ναντίν, λυπάμαι….ξεσπάω
τότε κλαίγοντας.
Δεν
ήθελα να έρθουν έτσι τα πράγματα…
Αλήθεια
στο λέω…λυπάμαι...
=Θυμάμαι πως το
πρώτο πράγμα που τη ρώτησα όταν γνωριστήκαμε, ήταν το πως βρέθηκε στη Γερμανία.
Ένα
βράδυ – άρχισε
τότε να μου εξηγεί κεφάτα – και καθώς
έπινα μαζί με ένα φιλαράκι ένα ακόμα ποτήρι κονιάκ σε κάποιο μπιστρό της
Μονμάρτης, δέχτηκα την πρότασή του, να περάσω τους μήνες του καλοκαιριού στο Gasthaus, που η φαμίλια του είχε στην ιδιοκτησία της εδώ
και διακόσια χρόνια.
Τον
ακολούθησα λοιπόν σε ένα γραφικό χωριουδάκι έξω από το Μόναχο.
Πάντα
τον ακολουθώ….
Περίεργος,
ιδιόρρυθμος, λίγο τρελός, μα εμένα μου αρέσει.
Δεν
βαριέμαι ποτέ μαζί του.
Και
τι έγινε μετά; τη
ρώτησα δίχως να κρύβω την περιέργειά μου.
Μετά
αποφάσισε εκείνος να μην γυρίσει ξανά στο Παρίσι, στην πόλη όπου έμενε τα τελευταία οχτώ χρόνια.
Δεν γύρισα και εγώ….Τι
νόημα τάχα θα είχε να γυρνούσα
πίσω δίχως τον Τέτλεφ;
Το
ξέρω πως εκείνη η πόλη θα μου φαινόταν πια ξένη…
Τον αγαπούσε τον Τέτλεφ, τον λάτρευε.
Ο μοναδικός άντρας στη ζωή της που
εμπιστευόταν.
Μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο η Ναντίν.
Στα εφτά της χρόνια υιοθετήθηκε από
ένα ζευγάρι αρτοποιών και για κάμποσα χρόνια παρατηρούσε αδιάφορα τους πελάτες
που μπαινόβγαιναν στο μαγαζί του θετού της πατέρα και προσπαθούσε να μετριάσει
την ανία της μετρώντας τις μπαγκέτες και τα κρουασάν που αυτός πουλούσε.
Μέχρι που έκλεισε τα δεκαεφτά, όλος
της ο κόσμος ήταν εκείνο το τετράγωνο στο οποίο βρισκόταν το αρτοποιείο.
Όταν όμως αρραβωνιάστηκε με το γιο
ενός επιστήθιου φίλου του πατέρα της, άλλαξαν κάπως τα πράγματα.
Συνειδητοποίησε τότε ότι λίγο πιο πέρα
βρισκόταν και η Μονμάρτη, το Καρτιέ Λατέν, το Τυλερί και το Σανζ-Ελυζέ.
Υπήρχε και η αριστερή όχθη του
Σηκουάνα που την προκαλούσε, την περίμενε.
Παραμονές του γάμου της έφυγε κρυφά
από το σπίτι της και δεν γύρισε ποτέ ξανά πίσω…..
Είχε κλείσει πια τα δεκαοχτώ και η
πρώτη της ομοφυλοφιλική σχέση της άνοιξε κάποιους άλλους δρόμους, άγνωστους
μέχρι τότε για αυτήν.
Η παρτενέρ της είχε ήδη κάνει το
ντεμπούτο της σε κάποια μικρά θεατράκια του Παρισιού.
Την συνάρπασε ο χώρος, θέλησε να εισχωρήσει
στα άδυτά του….
Και ήταν τότε που αποφάσισε να
σπουδάσει σκηνογραφία.
Στα είκοσι πέντε της έμενε σε μια
σοφίτα στο Καρτιέ Λατέν και κέρδιζε χρήματα εξασκώντας επαγγέλματα που καμιά
σχέση δεν είχαν με το χώρο του θεάτρου.
Με τον Τέτλεφ γνωρίστηκε ένα βράδυ σε
κάποιο μπαράκι της αριστερής όχθης.
Είχαν την ίδια ηλικία και όπως συχνά
μου έλεγε και την ίδια τρέλα.
Αυτός ήρθε γύρω στα είκοσι στο Παρίσι
για να σπουδάσει δημοσιογραφία και στα είκοσι πέντε του είχε ήδη γράψει το
πρώτο του μυθιστόρημα.
Το θέμα του για τα μέχρι τότε δεδομένα
ήταν ασυνήθιστο, προκλητικό και αφάνταστα ενδιαφέρον.
Της το έδωσε να το διαβάσει και ήταν
εκείνη που τον παρότρυνε να απευθυνθεί σε κάποιους Παρισινούς οίκους.
Ήταν σίγουρη πως θα κατάφερνε να
προσελκύσει την προσοχή των εκδοτών και τελικά δεν έπεσε έξω.
Λίγους μήνες αργότερα το βιβλίο
τυπώθηκε και η πρώτη έκδοση πούλησε χιλιάδες αντίτυπα.
Τα επόμενα χρόνια ο Τέτλεφ γνώρισε
μεγάλη επιτυχία σαν συγγραφέας και παράλληλα καταξιώθηκε στο χώρο της
δημοσιογραφίας.
Περνούσε τους περισσότερους μήνες στο
Παρίσι και κάποια μικρά χρονικά διαστήματα στη γενέτειρά του.
Η Ναντίν παρέμεινε η πιο πιστή φίλη και σύμβουλός του.
Ήταν πάντα εκείνη που διάβαζε πρώτη τα
έργα του πριν παραδοθούν στα χέρια των εκδοτών.
Ήταν εκείνη που συζητούσε μαζί του για
τους χαρακτήρες των ηρώων του, τη ροή και τις εξελίξεις του εκάστοτε
μυθιστορήματός του.
Εμπιστευόταν αυτός την κρίση της, δεχόταν
τα σχόλια και τις παρεμβάσεις της.
Δεν δίσταζε να σκίσει τις σελίδες από
ένα ολόκληρο κεφάλαιο, αν αυτή σε ορισμένα σημεία του επεσήμανε αδυναμίες.
=Δεν κατάφερε η Ναντίν να κάνει καριέρα σαν
σκηνογράφος.
Όλες της οι προσπάθειες να εισχωρήσει
σε αυτόν το χώρο έπεσαν στο κενό και όταν πια κουράστηκε από τις αλλεπάλληλες
αποτυχίες της, κατέληξε να εργάζεται στον εκδοτικό οίκο με τον οποίο
συνεργαζόταν ο φίλος της.
Απορούσαν
όλοι για τη φιλία που μας έδενε…μου είπε ένα βράδυ.
Ο
Τέτλεφ δεν ήταν από τους ανθρώπους που επεδίωκε σχέσεις φιλίας..
Ήταν
απρόσιτος κα ψυχρός, υπερόπτης και αλαζόνας.
Δεκάρα
δεν έδινε για το αν αυτή η συμπεριφορά του έκοβε κάθε δίαυλο επικοινωνίας με
τους υπόλοιπους ανθρώπους.
Δεν
ήθελε…δεν αποζητούσε κανέναν δίαυλο.
Μεταξύ
μας όμως, δεν ξέρω πως και γιατί, υπήρξε από την πρώτη στιγμή μια ζεστασιά και
τρυφερότητα που μας κράτησε και μας κρατάει τόσα χρόνια δεμένους.
Αλήτεψαν παρέα στα πιο
<περίεργα> σημεία του Παρισιού.
Γνώρισαν όλες τις όψεις ετούτης της
πόλης και αποκομίζοντας καλές και κακές εμπειρίες, προχώρησαν πιο πέρα.
Τράβηξαν για τα παράλια της Σαρδηνίας
και της Κορσικής.
Έψαχνε ο Τέτλεφ, χρειαζόταν νέα
ερεθίσματα.
Μια ακόμα ιστορία άρχιζε να πλάθει στο
μυαλό του και αυτές οι αποδράσεις καθώς και η παρέα της, τον βοηθούσαν πολύ.
Δεν ξάπλωσε ποτέ η Ναντίν μαζί του.
Όλα αυτά τα χρόνια που πέρασαν δεν
επιδίωξε κανείς από τους δυο τους κάτι τέτοιο.
Άλλωστε οι προτιμήσεις της Ναντίν ήταν
γνωστές και δεν προσπάθησε ποτέ να κρατήσει κάποια σχέση της κρυφή από το φίλο
της.
Του ζητούσε κιόλας ορισμένες φορές
γελώντας, να της πει τη γνώμη του για τις παρτενέρ που κατά καιρούς είχε.
Έλα
τώρα Ναντίν…της
έκανε τότε εκείνος βαριεστημένα.
Την
ξέρεις τη γνώμη μου για τις γυναίκες…Πέρα από σένα όλες οι άλλες σκατά!
Χωρίς
τα σκατά όμως δεν κάνεις! του αντιγύριζε άλλοτε διασκεδάζοντας και άλλοτε
πάλι θυμώνοντας για τις φαλλοκρατικές του αντιλήψεις.
Ναι,
εντάξει….παραδεχόταν
ο Τέτλεφ κυνικά.
Τι
να κάνω όμως;
Είναι
προτιμότερο να το κάνω με μια από αυτές, παρά μόνος μου.
Υπάρχει
και η άλλη πλευρά…τον
προκάλεσε μια μέρα η Ναντίν.
Γιατί
λοιπόν δεν πας κατά κει μπας και βρεις καμιάν άκρη;
Το
δοκίμασα και αυτό, μα δυστυχώς δεν μου λέει και πολλά...της είπε
εκείνος αδιάφορα.
=Τι
θα γίνει τώρα Ναντίν; τη ρωτάω όταν
μετά από τα χάδια της και τις τρυφερές της κουβέντες έχω πια ηρεμήσει.
Θα
κοιμηθούμε και οι δυο πάνω στον καναπέ…αστειεύεται εκείνη.
Θα
θυμηθούμε έτσι για λίγο και κάποιες παλιές μας συνήθειες..
Είχες
δίκιο…δεν ήμουν έτοιμη για να φύγω... της κάνω καθώς σκουπίζω για άλλη μια
φορά τη μύτη μου.
Δυο πακέτα χαρτομάντιλα κατανάλωσα σε
λιγότερο από μισή ώρα!
Ξέχνα
τι σου είπα…μου
αντιγυρίζει κοφτά.
Δεν
το εννοούσα….
Αυτό
το κωλόπαιδο φταίει, μου δίνει στα νεύρα και δεν ξέρω τι λέω.
Δεν
είναι κωλόπαιδο Ναντίν….υποστηρίζω τότε εγώ με θέρμη.
Είναι
η πρώτη φορά που ένας άντρας μου φέρεται τόσο καλά!
Δυσκολεύομαι
και εγώ η ίδια να το πιστέψω.
Είναι
επικίνδυνος….μου
λέει εκείνη ανήσυχη.
Δεν
κάνει πίσω, τα παίζει όλα για όλα.
Προτιμώ να μη δώσω συνέχεια στη συζήτηση.
Κλείνω απλά τα μάτια και σε λίγα λεπτά
αποκοιμιέμαι.
=Ξημερώνοντας, την αφήνω να κοιμάται
πάνω στον καναπέ και εγώ φεύγω από το διαμέρισμα, κλείνοντας όσο πιο αθόρυβα
μπορώ, την πόρτα πίσω μου.
Περπατάω για λίγο στα χαμένα στους
δρόμους μιας πόλης, που το πρωινό της ξύπνημα δεν θα μπορέσω ποτέ να συνηθίσω.
Αγαπώ περισσότερο τις πόλεις όταν
κοιμούνται.
Νιώθω πιο ήρεμη τις ώρες που οι δρόμοι
αδειάζουν και οι φωτεινές επιγραφές σβήνουν.
Μου αρέσουν οι ψίθυροι της νύχτας, οι
ψίθυροι που διαδέχονται τη βοή, το θόρυβο και το συνονθύλευμα χιλιάδων
εκατοντάδων φωνών.
Παρόλα αυτά, χρόνια τώρα γεύομαι το
νευρικό και βίαιο κάποιες φορές ξύπνημα τους.
Δεν μπορώ να κάνω και αλλιώς…
Αποφασίζω πριν πάω στο νοσοκομείο να
κάνω πρώτα μια στάση σε ένα café.
Στριμώχνομαι με κάμποσους άλλους
<πρωινούς ιερομάρτυρες> για να πιω στα γρήγορα ένα φλιτζάνι εσπρέσο.
Καμία γεύση…
Άλλες φορές τρελαινόμουν με τη γεύση
του εσπρέσο.
Σήμερα έχω την αίσθηση πως πίνω νερό
που έχει χρώμα σκούρο.
Με τόνωνε θυμάμαι αυτός ο καφές.
Με ζωντάνευε, μου χάριζε διαύγεια και
ενεργητικότητα.
Αυτή τη φορά όμως κανένα από τα τρία
φλιτζάνια που παρήγγειλα, δεν κατάφερε να μου προκαλέσει την παραμικρή ευεξία.
Δεν υπάρχει λόγος να δοκιμάσω για
τέταρτη κατά σειρά φορά.
Πληρώνω το λογαριασμό και βγαίνοντας
στο δρόμο κατευθύνομαι με αργά βήματα προς τον Υπόγειο.
Δεν βιάζομαι, προχωρώ όσο πιο αργά
γίνεται.
Θέλω να κερδίσω χρόνο.
Πόσο χρόνο τάχα;
Πέντε, δέκα, είκοσι λεπτά ….και ύστερα
τι γίνεται;
=Συναντιέμαι με τον Ούλριχ στο
προαύλιο του νοσοκομείου.
Έχει σηκώσει το γιακά από το γιάκετ
του και ακουμπισμένος στον κορμό ενός δέντρου καπνίζει το τσιγάρο του.
Χρειάζομαι
καθαρό παγωμένο αέρα.. μου λέει χαμογελαστός σαν πάω κοντά του.
Χρειάζεσαι
ύπνο.. του
αντιγυρίζω μαλακά.
Η όψη του κουρασμένη, τα μάτια, το πρόσωπό του κομμένα.
Με κοιτάζει…νιώθω πως κάτι ψάχνει να
βρει, κάτι γυρεύει να μάθει και τότε στρέφω το πρόσωπό μου κατά τη μεριά της
αλέας.
Θέλω να ξεφύγω από την εξονυχιστική
εξέταση στην οποία με έχει υποβάλλει το βλέμμα του.
Δεν
νομίζω πως και εσύ χόρτασες ύπνο.. τον ακούω τότε να μου λέει.
Η
αλήθεια είναι ότι δεν κοιμήθηκα και πολύ καλά….βιάζομαι να
δικαιολογήσω και τη δική μου επίσης κομμένη όψη.
Ίσως
τελικά δεν έπρεπε να φύγω….
Ίσως
τελικά δεν πρέπει να ξαναφύγεις.. μου κάνει.
Γυρίζω παραξενεμένη και τον κοιτάζω.
Από
κοντά μου...μου
εξηγεί ανέκφραστος.
Δεν επιθυμώ να συνεχιστεί αυτή η
κουβέντα.
Ο
Τέτλεφ είναι καλύτερα; τον ρωτάω καταβάλλοντας μεγάλο κόπο για να δείξω
ψύχραιμη.
Ο
Τέτλεφ είναι καλύτερα.. μου απαντά και πάλι ανέκφραστα.
Δεν μπορώ να καταλάβω τη στάση του.
Συμβαίνει
κάτι; του κάνω ταραγμένη.
Γιατί….γιατί
είσαι έτσι;
Πού
πέρασες τη νύχτα σου; ξεσπάει τότε εκνευρισμένος.
Στο
σπίτι της Ναντίν.. του
απαντάω ακόμα περισσότερο ταραγμένη από την αντίδρασή του.
Γιατί;
με
ρωτάει στον ίδιο τόνο.
Πού
αλλού να πήγαινα….του
λέω μπερδεμένη.
Πίσω
σε εκείνο….ξέρεις που…δεν θέλω να ξαναγυρίσω.
Απέναντι
από εκεί που ξέρω, τυχαίνει να υπάρχει και ένα άλλο σπίτι.
Γιατί
δεν μου ζήτησες τα κλειδιά;
Γιατί
δεν πήγες εκεί;
μου πετάει θυμωμένα.
Τα χάνω.. δεν ξέρω πώς να φερθώ.
Η επίθεσή του με βρίσκει
απροετοίμαστη, φοβάμαι πως ότι και αν πω θα γυρίσει σε βάρος μου.
Με κάνει να νιώθω ενοχές και αυτό δεν
μου αρέσει.
Γιατί;
εξακολουθεί
να επιμένει.
Χωρίς να βρίσκω κάτι για να πω
στέκομαι και τον κοιτάζω πέρα για πέρα σαστισμένη, μέχρι που εκείνος χαμηλώνει
το βλέμμα του και βάζοντας το χέρι του στην τσέπη από το τζην του, βγάζει ένα
ζευγάρι κλειδιά.
Δικά
σου.. μου
λέει καθώς τα ρίχνει στην τσέπη του μπουφάν μου.
Ένα βήμα χρειάζεται για να ακουμπήσει
το στήθος του πάνω στο δικό μου και το κάνει.
Δεν διακρίνω πλέον κανένα ίχνος θυμού
στην έκφρασή του.
Ένα πόνο μονάχα προλαβαίνω να δω πριν
με τραβήξει στην αγκαλιά του και εγώ νιώσω το σφίξιμο των χεριών του, που
τυλίγονται γύρω από τη μέση μου, να μου κόβει την ανάσα.
Μη
μου φύγεις ξανά έτσι…τον
ακούω να μου λέει απελπισμένα.
Μη
το ξανακάνεις αυτό Ναταλί.
Τρελαίνομαι!!
Καθώς με φιλά αισθάνομαι το πρόσωπό
μου να μουσκεύεται από τα δάκρυα που σαν χείμαρρος τρέχουν από τα μάτια του.
Μη
μου το ξανακάνεις!! λέει
και ξαναλέει μέσα από τα αναφιλητά του και εγώ δυσκολεύομαι να κατανοήσω τι
ήταν αυτό που έκανα και που σε εκείνον στοίχισε τόσο πολύ.
Παρόλα αυτά του υπόσχομαι πως στο
μέλλον δεν πρόκειται να ξανασυμβεί κάτι τέτοιο.
Συνεχίζει να με κρατά σφιχτά στην
αγκαλιά του.
Χρειάζεται να περάσει κάμποση ώρα
μέχρι να βρει και πάλι τον έλεγχο του εαυτού του.
Στο χρονικό αυτό διάστημα δεν σταματάω
να του ανταποδίδω τα φιλιά που κάθε λίγο μου δίνει και να τον διαβεβαιώνω πως
τον αγαπάω.
Και όταν κάποια στιγμή καταφέρει και
πάλι να ηρεμήσει, εγώ ακουμπώ το κεφάλι μου πάνω στο στέρνο του και εκείνος
ψιθυρίζει αδύναμα: Θεέ μου χάνομαι…
ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΤΟΥ ΦΛΕΒΑΡΗ ΚΑΙ ΗΜΕΡΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΑΝΑΡΤΩ ΤΗΝ ΤΡΙΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΜΟΥ ΜΕ ΤΙΤΛΟ: ΜΕ ΘΕΑ ΤΗ ΛΙΜΝΗ..
ΚΑΛΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ..!!
=Και ξανά η μυρωδιά του αντισηπτικού, οι
άσπροι τοίχοι, οι ατέλειωτοι διάδρομοι.
Παίρνω μια βαθιά ανάσα και προχωρώ στο
πλάι του, αφήνοντάς τον να μου κρατά απαλά το χέρι.
Που και που του ρίχνω κάποιες κλεφτές
ματιές.
Τα μάτια του είναι κατακόκκινα και τα
μακριά του μαλλιά πέφτουν ακατάστατα στο πρόσωπό του.
Περιμένω να τον δω να σηκώνει τα χέρια
του και τραβώντας τα προς τα πίσω να τα συγκρατεί με το λαστιχάκι που
χρησιμοποιεί κάθε που τα μαζεύει κοτσίδα.
Πάντα μου άρεσε να τον βλέπω να κάνει
αυτές τις συγκεκριμένες κινήσεις.
Μου έρχονται ξάφνου στο νου κάποιες
φορές που καθώς αυτός προσπαθούσε να τα μαζέψει, εγώ τραβούσα γελώντας το
λαστιχάκι και ελευθερώνοντάς τα, τα έβλεπα να πέφτουν ξανά πάνω στους ώμους
του.
Ένιωθα τότε την επιθυμία να μπλέξω τα
δάχτυλά μου ανάμεσα τους και να παίξω με τις πυκνές, κυματιστές, χρυσαφένιες
ανταύγειές τους.
Συγκρατιόμουν όμως…
Πάντα συγκρατιόμουν και αυτός απέμενε
να με κοιτάζει θλιμμένα.
Σήμερα δεν κάνει καμία απολύτως
προσπάθεια για να τα τραβήξει από το πρόσωπό του.
τραβήξει από το πρόσωπό του.
Ίσως και να είναι καλύτερα έτσι μιας
και με αυτόν τον τρόπο κρύβουν ως ένα βαθμό τα σημάδια μιας ανείπωτης ψυχικής
ταλαιπωρίας που στο πρόσωπό του καθρεφτίζεται…
Σταματάμε μπρος από την κλειστή πόρτα
του θαλάμου μέσα στο οποίο βρίσκεται ο Τέτλεφ.
Ακουμπώ το χέρι μου στο πόμολο της
πόρτας και κάνω να την ανοίξω.
Έχω κυριευτεί από μια τρελή ανυπομονησία.
Μετά από τέσσερεις μέρες βασανιστικής
αναμονής έφτασε επιτέλους η στιγμή να τον δω.
Να βεβαιωθώ με τα ίδια μου τα μάτια
πως είναι ζωντανός, είναι καλά, δεν διατρέχει πια κανέναν κίνδυνο.
Καθώς πάω να ανοίξω την πόρτα, μου
πιάνει ο Ούλριχ το χέρι και το ακινητοποιεί μέσα στο δικό του.
Νωρίς
το πρωί σε ζητούσε… μου
λέει και αυτές οι κουβέντες που με τόσο κόπο
βγαίνουν από τα χείλη του, με κάνουν προς στιγμή να τα χάσω.
Και
χθες το βράδυ… συμπληρώνει
κοιτάζοντάς με ίσια στα μάτια.
Να γελάσω; Δεν ξέρω.
Πρέπει να ξεσπάσω σε γέλια ή μήπως σε
κλάματα;
Θα νιώσω τάχα καλύτερα αν θυμώσω, φωνάξω, βρίσω;
Αν ορμίσω μέσα στο δωμάτιο και αδιαφορώντας σε
ποια κατάσταση βρίσκεται, αρχίσω μανιασμένα να τον χτυπάω;
Τι ύπουλο παιχνίδι είναι αυτό που
παίζει σε βάρος μου;
Με ζητάει….Τώρα;
Τι νόημα έχει και αν με ζητάει…Εγώ έχω
φύγει.
Ναι, είναι σίγουρο πια πως έχω φύγει.
Συνεχίζει ο Ούλριχ να με κοιτάζει…
Παράξενο
δεν είναι; του
κάνω ξάφνου χαμογελώντας.
Τι
είναι παράξενο;
με ρωτάει απαλά.
Τόσους
μήνες αναρωτιέμαι αν τα μάτια σου είναι γαλάζια ή πράσινα.
Και
σήμερα, αυτή ακριβώς τη στιγμή, είμαι σίγουρη πια για το χρώμα τους! του λέω καθώς
παραμερίζω με τα δάχτυλά μου κάποιες τούφες από τα μαλλιά του, που πέφτουν στο
πρόσωπό του.
Ποιό
είναι το χρώμα τους; με
ρωτάει τότε αυτός προσπαθώντας να χαμογελάσει.
Δεν
είναι ένα, είναι πολλά.
Όλα τα χρώματα
της Άνοιξης μαζί!! του
απαντώ και με μιας ανοίγω την πόρτα και μπαίνω στο δωμάτιο.
=Πλησιάζοντας αργά στο κρεβάτι που
εκείνος είναι ξαπλωμένος, αισθάνομαι μιαν έντονη ζαλάδα.
Κοιμάται….
Τα ράμματα πάνω από το φρύδι του
αριστερού του ματιού και ο επίδεσμος που καλύπτει το μέτωπό του, με κάνουν να
ριγήσω.
Το δεξί του χέρι βρίσκεται μέσα σε
νάρθηκα.
Ο ορός που κυλάει στις φλέβες του
αριστερού του χεριού με τρομάζει.
Τον πονάει….είμαι σίγουρη πως αυτή η
βελόνα που τον τρυπάει, όλες αυτές οι βελόνες που τούτες τις μέρες τον
τρύπησαν, με αποτέλεσμα το σημείο αυτό του χεριού του να μελανιάσουν, τον
πόνεσαν και ακόμα τον πονούν.
Δεν κινείται.
Παραμερίζω προσεχτικά την κουβέρτα και
κάθομαι στην άκρη του στρώματος.
Δεν μπορώ να βλέπω αυτόν τον
καταραμένο ορό, μακάρι να μπορούσα να του τον βγάλω.
Αρχίζω να του χαϊδεύω απαλά το χέρι, εκείνος
όμως δεν αντιδρά στο χάδι μου.
Σκύβω, ακουμπώ ελαφρά το κεφάλι μου
πάνω στο στήθος του και αφουγκράζομαι τους χτύπους της καρδιάς του.
Κανονικός ο ρυθμός τους…
Θέλω να νιώσω την ανάσα του γι’ αυτό
πάω πιο πάνω.
Το πρόσωπό μου έρχεται σε επαφή με το
δικό του και εγώ αισθάνομαι την αναπνοή του να ζεσταίνει τα χείλη μου.
Αρχίζουν τότε να κυλάνε στο πρόσωπό
μου δάκρυα ανακούφισης.
Εδώ
είμαι Τέτλεφ… του
ψιθυρίζω και καθώς κάνω να σηκώσω το κεφάλι μου, αντικρίζω και πάλι εκείνα τα
γνώριμα μάτια, που κάποιες φορές τόσο δυνατά μίσησα.
Πώς γίνεται σήμερα να είναι τόσο
γλυκά, αναρωτιέμαι έκπληκτη.
Εδώ
είμαι… του
λέω ξανά και νιώθοντας στα χείλη μου την αλμύρα των δακρύων μου, του χαμογελώ.
Δυο κουβέντες….δύο κουβέντες μονάχα θα πει και αυτό θα
είναι αρκετό για να με κάνει να χάσω το φως μπρος από τα μάτια μου: Σ’ αγαπώ… μου λέει με φωνή του ίσα που
ακούγεται και μετά κλείνει τα μάτια και βυθίζεται ξανά σε ένα γαλήνιο ύπνο.
Ξάφνου δυο χέρια ακουμπούν πάνω στους
ώμους μου.
Είναι ο Ούλριχ που με τραβάει
ελαφρά από κοντά του και συγκρατώντας
με, με σηκώνει σιγά σιγά από το κρεβάτι και με οδηγεί έξω από το δωμάτιο.
Πώς μπόρεσα τάχα να μην αντιληφθώ την
παρουσία του;
Όλη αυτή την ώρα βρισκόταν και αυτός
μέσα σε τούτο το χώρο….
Στεκόταν εμπρός από το παράθυρο και
κοιτούσε χαμένα προς τη μεριά των ψηλών κτιρίων που ορθώνονταν στο απέναντι
τετράγωνο.
=Νωρίς το απόγευμα τον επισκέπτονται
και κάποιοι συνάδελφοί του.
Εγώ προσωπικά δεν γνωρίζω κανέναν μιας
και το διάστημα που ήμουν μαζί του, δεν θέλησε ποτέ να έρθω σε επαφή έστω και
με έναν από αυτούς.
Φρόντιζε πάντα να με κρατάει σε
απόσταση από τον επαγγελματικό του χώρο.
Δεν μου επέτρεπε καν να επικοινωνήσω
τηλεφωνικώς μαζί του, όταν βρισκόταν στα γραφεία της σύνταξης της εφημερίδας,
με την οποία συνεργαζόταν.
Εγώ στεκόμουν απλά στην άκρη, διαβάζοντας
αραιά και που από τη συγκεκριμένη στήλη που κρατούσε στην εφημερίδα τα άρθρα
του ή παρακολουθούσα όταν είχα κέφι, την εβδομαδιαία πολιτική συζήτηση που
διηύθυνε σε ένα από τα κανάλια της κρατικής τηλεόρασης.
Ποτέ δεν εμφανίστηκα στο πλευρό του,
τις φορές που εκείνος έπαιρνε μέρος σε κάποιες κοινωνικές ή κοσμικές
συγκεντρώσεις.
Δεν είχα θέση ούτε στην πιο ασήμαντη
γιορτούλα που θα διοργάνωνε ένας από τους συναδέλφους του.
Πάντα μόνος του έπρεπε να πηγαίνει….
Οι γιατροί επιτρέπουν μόνο σε δύο από
αυτούς που ήρθαν να τον επισκεφτούν την είσοδο στο θάλαμο.
Έχει ανάγκη από ηρεμία, εξηγούν σε
αυτούς που μένοντας έξω έχουν αρχίσει να διαμαρτύρονται.
Τους παρατηρώ από μακριά….κάθομαι με
τον Ούλριχ σε έναν από τους καναπέδες της αίθουσας αναμονής και τους ρίχνω πότε
πότε κάποιες αδιάφορες ματιές.
Από το πρωί δεν έχω ξαναμπεί ούτε εγώ
μα ούτε και εκείνος στο δωμάτιο του Τέτλεφ.
Απλά καθόμαστε σε αυτή την αίθουσα και
περιμένουμε.
Τι τάχα;
Είναι αποκαμωμένος ο Ούλριχ.
Γέρνει πότε πότε το κεφάλι του στον
ώμο του, κλείνει για λίγο τα μάτια του, μα μόλις πάει να αποκοιμηθεί τινάζεται
απότομα και με κοιτάζει σαστισμένος.
Πήγαινε
σπίτι….του
ψιθυρίζω.
Τόσες
μέρες άυπνος…Φτάνει, δεν αντέχεις άλλο!
Δεν κουνιέται από τη θέση του.
Θα
έρθω και εγώ το βράδυ.. συμπληρώνω καταλαβαίνοντας πως δεν επιθυμεί από δω
και πέρα να στερηθεί έστω και για μια νύχτα την παρουσία μου.
Θα
περιμένω να φύγουμε μαζί… μου απαντά τότε εκείνος και εγώ παραιτούμαι κάθε
προσπάθειας να τον μεταπείσω.
Ξαφνικά βλέπω κάποιον να έρχεται
φουριόζος κατά τη μεριά που καθόμαστε.
Είναι ένας από αυτούς που του
απαγόρεψαν την είσοδο στο δωμάτιο του Τέτλεφ.
Μου πιάνει τότε το χέρι ο Ούλριχ και
σφίγγοντάς το μέσα στο δικό του το ακουμπάει πάνω στο στήθος του.
Κάθε που κάποιοι μας πλησιάζουν κάνει
ακριβώς την ίδια κίνηση και εγώ αναρωτιέμαι το γιατί…
Καλησπέρα…
μας
λέει ο άντρας μόλις έρχεται κοντά μας.
Του ανταπόδωσε ο Ούλριχ αδιάφορα το
χαιρετισμό και εγώ περιορίζομαι σε ένα χαμόγελο που μετά βίας βγαίνει.
Είμαι
συνάδελφος του Τέτλεφ… απευθύνεται σε μένα.
Συνεργαζόμαστε
χρόνια, πρέπει να σου έχει μιλήσει για μένα.
Καθώς μου συστήνεται πέφτει το μάτι
του για κλάσματα δευτερολέπτων στα χέρια μας, που συνεχίζουν να είναι δεμένα
μεταξύ τους και βλέποντας πως εγώ δεν του απαντώ σπεύδει να με ρωτήσει: Η Ναταλία δεν είσαι;
Η
Ναταλία είμαι… επιβεβαιώνω
εγώ άχρωμα την ταυτότητά μου.
Να
λοιπόν που ο Τέτλεφ είχε δίκιο…αρχίζει να λέει χαμογελαστός.
Πραγματικά
η φωτογραφία σε αδικεί.
Ποιά
φωτογραφία; του
κάνω απορημένη.
Η
φωτογραφία σου που έχει κορνιζαρισμένη πάνω στο γραφείο του….μου εξηγεί
εκείνος κεφάτα.
Η
Μεσόγειος και ο Ατλαντικός μέσα στα μάτια της, μου κάνει ο Τέτλεφ κάθε που την
κοιτάζει.
Έχω παγώσει ολόκληρη.
Τι είναι όλα αυτά που μου λέει;
Είμαι σίγουρη πως παίζει και αυτός ένα
παιχνίδι σε βάρος μου.
Το
δαχτυλίδι σου άρεσε; τον
ακούω να με ρωτάει και δίχως να περιμένει απάντηση συνεχίζει: Μια μέρα πριν από το ατύχημα μου ζήτησε να
πάω μαζί του στο κοσμηματοπωλείο για να του πω τη γνώμη μου.
Νομίζω
τελικά πως κάναμε καλή επιλογή..
Ναι,
πραγματικά…συμφωνώ
εγώ μαζί του, έστω και αν δεν ξέρω σε τι ακριβώς αναφέρεται.
Αποφάσισε
το φιλαράκι μου να παντρευτεί…κάνει γελώντας.
Μόνο
που τη νύφη δεν τη γνωρίσαμε ακόμα… παρεμβαίνει τότε ο Ούλριχ ξερά και
καθώς ο άλλος μένει να τον κοιτάζει άφωνος, συμπληρώνει: Και ούτε βέβαια έχουμε και καμιά ιδιαίτερη επιθυμία να τη γνωρίσουμε…
Με
συγχωρείς…θα
του πει ο άλλος όταν μετά από λίγα λεπτά ξαναβρεί τη μιλιά του. Εγώ τόση ώρα ήμουν σίγουρος πως απευθυνόμουν
σε αυτήν.
Αποφασίζει τότε ο Ούλριχ να αφήσει το
χέρι μου για να σηκωθεί από τον καναπέ και να σταθεί αντικριστά σε εκείνον.
Διαψεύστηκες!
του
λέει κοιτάζοντάς τον παγωμένα.
Δεν
ξέρω…θα δείξει… του
αντιγυρίζει ο άλλος ψυχρά και ευθύς στρέφεται προς το μέρος μου.
Θα
σου τηλεφωνήσω Ναταλί –μου λέει σταθερά-Νομίζω πως είναι καιρός πια να γνωριστούμε…
Χωρίς άλλη κουβέντα γυρνάει την πλάτη
και φεύγει αφήνοντας τον Ούλριχ να βράζει από θυμό.
Σφίγγει τις γροθιές του και εγώ
καταλαβαίνω πως μετά βίας συγκρατιέται για να μη χιμήξει καταπάνω του.
Βλέπω τότε στο βάθος της αίθουσας τη
Ναντίν.
Ήρθε…ξέρω πως το υπόλοιπο βράδυ θα το
περάσει δίπλα στον Τέτλεφ.
Ας
γυρίσουμε στο σπίτι… λέω
στον Ούλριχ και με μιας σηκώνομαι και πάω κοντά του.
Δεν έχει ακούσει αυτό που του είπα.
Πάμε
σπίτι… λέω
ξανά και τότε εκείνος τραβώντας τα μάτια του από το σημείο του διαδρόμου, στο
οποίο ο άλλος άντρας έχει σταθεί, περιμένοντας ίσως την ευκαιρία για να
τρυπώσει στο δωμάτιο του Τέτλεφ, στρέφεται προς τα μένα και μουδιασμένα με
ρωτάει: Με συγχωρείς δεν άκουσα…είπες κάτι;
Είπα ότι είναι ώρα να
φύγουμε… επαναλαμβάνω ήρεμα.
Ναι,
έχεις δίκιο… συμφωνεί
μαζί μου και χωρίς άλλη κουβέντα παίρνει τα παλτά και των δυο μας στα χέρια του
και κινάει για την έξοδο.
Η Μεσόγειος
και ο Ατλαντικός μέσα στα
μάτια σου… μου
είπε ένα απόγευμα ο Τέτλεφ καθώς βρισκόμασταν στις όχθες της καταγάλανης
λίμνης.
Άφησα τότε το βλέμμα μου να πλανηθεί
στην ήρεμη γαλάζια επιφάνειά της και μετά να πάει λίγο πιο κάτω….
Στο πράσινο πυκνό φύλλωμα των
πανύψηλων δέντρων που λίγα μόλις μέτρα πιο πάνω από τις όχθες της, ορθώνονταν
περήφανα.
Πεντακόσια μέτρα πιο πέρα βρισκόταν το
Gasthaus που από πάππου προς πάππου έφτασε τώρα και στα δικά του χέρια και λίγο
πιο δίπλα ένα πανέμορφο σπίτι χτισμένο πάνω σε ένα λοφίσκο να αγναντεύει με μια
δόση υπεροψίας το ονειρεμένο τούτο τοπίο.
Εκεί έμενε ο Τέτλεφ και εξακολουθεί να
μένει μέχρι σήμερα.
Προσκαλούσε συχνά τα Σαββατοκύριακα τη
Ναντίν και εμένα στο σπίτι του.
Και για τις δυο μας αυτές οι διήμερες
αποδράσεις μας από το Μόναχο ήταν ότι καλύτερο μπορούσε να μας συμβεί.
Σε λιγότερο από τρία τέταρτα
βρισκόμασταν στο σπίτι της λίμνης και πετώντας από τα πόδια μας τα παπούτσια, ανεβαίναμε
στα ποδήλατα και παίρναμε το μονοπάτι που θα μας έβγαζε στις όχθες της.
Κατά τη γνώμη μου τούτο το χωριό είναι
ένα από τα ομορφότερα της Βαυαρίας.
Προτού ακόμα μοιραστώ την ίδια στέγη
με τον Τέτλεφ, το είχα μάθει από άκρη σε άκρη.
Ήξερα ακριβώς που βρίσκεται το κάθε
σπίτι, πόσα δέντρα και τι λογής λουλούδια έχει ο κήπος του καθενός από αυτά.
Ποιος δρόμος οδηγεί στο Δημαρχείο και
ποιος στην αγορά ή στην εκκλησία με τον ψηλό τρούλο, στις αθλητικές
εγκαταστάσεις και στη δημόσια βιβλιοθήκη.
Με πολλούς από τους κατοίκους είχα ήδη γνωριστεί όταν τα
βράδια μας τα περνούσαμε στη σάλα του πανδοχείου και τσουγκρίζοντας τα ποτήρια
με τις μπύρες μας, συζητούσαμε, αστειευόμαστε και πολλές φορές τραγουδούσαμε
κιόλας μαζί κάποια από τα παραδοσιακά τους τραγούδια.
Με πολλούς άλλους επίσης
συναντιόμασταν συχνά στους δρόμους, στην αγορά, στις πλατείες ή στις όχθες της λίμνης.
Ανταλλάσσαμε δυο τρεις κουβέντες και
κάμποσα ζεστά χαμόγελα.
Θυμάμαι πως εκείνο το απόγευμα του
Σαββάτου, η Ναντίν προτίμησε να κάτσει στη βεράντα του πανδοχείου και να πιει
τον καφέ της, διαβάζοντας κάποια από τα κεφάλαια του καινούργιου βιβλίου που
εκείνο το διάστημα είχε αρχίσει ο Τέτλεφ να γράφει.
Πήραμε τότε οι δυο μας το μονοπάτι και
σε λίγο βρεθήκαμε για ακόμα μια φορά στις όχθες της λίμνης.
Εκείνος και εγώ…
Μια από τις σπάνιες φορές που έτυχε να
βρεθούμε οι δυο μας.
Έβγαλα τα παπούτσια μου και σηκώνοντας
τα παντζάκια από το τζην μου, βούτηξα τα πόδια μου μέσα στα παγωμένα της νερά.
Έκανε και αυτός το ίδιο.
Τέτλεφ! του είπα τότε αυθόρμητα.. Θέλω
να σου δείξω τη Βρετάνη!
Από
Βορρά μέχρι Νότο!
Να
γυρίσουμε μαζί όλα της τα σημεία .
Ένα
προς ένα!!
Είχα κυριευτεί από μιαν έξαψη…δεν
έλεγα να σταματήσω.
Να
δεις τα κύματα που σπάνε πάνω στα βράχια…
Να
δεις τον Ατλαντικό που..
Τον
βλέπω τον Ατλαντικό….με
διέκοψε εκείνος καθώς με πλησίασε.
Τον
Ατλαντικό και τη Μεσόγειο μέσα στα μάτια σου..
Το καταλάβαμε και οι δυο αυτόματα.
Μετά από δυο χρόνια που γνωριζόμασταν
η σχέση μας έπαιρνε ξάφνου μιαν άλλη τροπή.
Αναμενόμενο ήταν…
Το ξέραμε και οι δυο ότι αργά ή
γρήγορα θα είχε αυτή την κατάληξη.
Αν και προσπαθήσαμε για μήνες να το
αποφύγουμε, τελικά δεν το καταφέραμε.
Δεν
μου αρέσει αυτό που πάω να κάνω….
Το
θέλω όμως πολύ και θα το κάνω… τον άκουσα να μου ψιθυρίζει.
Ούτε
εμένα μου αρέσει Τέτλεφ…μα θα το κάνω..
Πότε;
με
ρώτησε με αδημονία.
Και
τώρα αν θέλεις. Αυτή τη στιγμή! του απάντησα χωρίς δεύτερη σκέψη.
Σπίτι
μου… έκανε
βραχνά.
Και
αν έρθει η Ναντίν;
Δεν
θα έρθει. Έχει πολλά κεφάλαια ακόμα να διαβάσει…
=Και πραγματικά δεν ήρθε η Ναντίν.
Εμείς πήγαμε μετά από αρκετή ώρα να τη
βρούμε στο πανδοχείο.
Καθόταν ακόμα στη βεράντα και διάβαζε
άλλη μια από τη σωρό των δαχτυλογραφημένων σελίδων.
Είχε σουρουπώσει και ο αέρας που
φυσούσε ήταν κρύος
Ξεχάστηκα…μας είπε
κεφάτα καθώς πλησιάσαμε κοντά της και βιάστηκε να σηκωθεί.
Παγωνιά
κάνει.. μουρμούρισε
και άρχισε στα γρήγορα να μαζεύει τις κόλλες.
Καθώς εκείνη ήταν σκυμμένη επάνω στο
τραπέζι, η ματιά μου διασταυρώθηκε με τη ματιά του Τέτλεφ.
Μου έδειξε καθαρά να καταλάβω πως
ανυπομονούσε όσο και εγώ να βρεθούμε και πάλι οι δυο μας.
Το συντομότερο δυνατόν!
Όσες ενοχές και αν νιώθαμε, εμείς θα
συνεχίζαμε.
Ήταν δεδομένο.
Μέχρι
το σημείο που διάβασα, άψογο! άκουσα ξάφνου τη Ναντίν να λέει
ενθουσιασμένη.
Κοκάλωσε τότε εκείνος, άδειασε το
βλέμμα του, σφίχτηκαν τα χείλη του.
Φιλαράκι
τι έπαθες; του
έκανε αυτή γελώντας και μπλέκοντας τα δάχτυλά της στα μαλλιά του, άρχισε να τα
ανακατώνει.
Συνήλθε τότε με μιας ο Τέτλεφ και
χαμογελώντας της αχνά της είπε τρυφερά: Με
συγχωρείς μωρό μου, ήμουν αφηρημένος..
Όταν το βράδυ πήγαμε στο δωμάτιο, που
δικό μας δωμάτιο γινόταν κάθε Σαββατοκύριακο, εγώ ξάπλωσα στα γρήγορα στο
κρεβάτι και όταν αυτή έκανε να με
αγκαλιάσει, της είπα σιγανά πως δεν αισθανόμουν καλά και ήθελα να κοιμηθώ.
Δεν επέμεινε και εγώ αηδιασμένη με τον εαυτό μου για
το ψέμα που της είπα προκειμένου να αποφύγω τα χάδια της, γύρισα από την άλλη
μεριά και μέχρι που να ξημερώσει κράτησα
ανοιχτά τα μάτια μου μέσα στο σκοτάδι
=Ποτέ δεν είπα ψέματα στη Ναντίν.
ΠΕΜΠΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ.
=Το πρωί δεν έρχεται μαζί μου στο
νοσοκομείο.
Από την πρώτη μέρα που τη γνώρισα δεν
δίστασα να της μιλήσω για τον εαυτό μου.
Βρισκόμουν τότε στη Νυρεμβέργη για να
περάσω τις μέρες των Χριστουγέννων με τον πατέρα μου και τη Χέλγκα ή για να
ακριβολογήσω για να περάσω εκείνες τις γιορτινές μέρες στο εστιατόριο, μέσα σε
μια γενική αναταραχή και πανικό.
Οι αργίες είναι για ορισμένους ευχάριστες
και για ορισμένους άλλους εφιαλτικές.
Στην κουζίνα γινόταν ένας
πανζουρλισμός.
Από μια στιγμή και μετά, ήταν αδύνατον
το προσωπικό να ανταπεξέλθει στις παραγγελίες που έπεφταν βροχή.
Θυμάμαι πως τα τραπέζια άδειαζαν και
ξαναγέμιζαν για δεύτερη και για τρίτη φορά, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα
χάος στο χώρο της κουζίνας και ένας χωρίς προηγούμενο εκνευρισμός στα
γκαρσόνια, που πάσχιζαν να εξυπηρετήσουν όλους αυτούς τους πελάτες που
ασταμάτητα κατέκλυζαν αυτή τη μεγάλη αίθουσα.
Ο πατέρας μου και η Χέλγκα ίδρωναν
πίσω από τη μπάρα να γεμίσουν τους δίσκους με λογής λογής ποτά και εγώ έτρεχα
αδιάκοπα από το ένα τραπέζι στο άλλο για να παίρνω παραγγελίες.
Μέχρι που κάποια στιγμή και μπαίνοντας
στην κουζίνα βρήκα τα δυο νεαρά κορίτσια που είχαν αναλάβει το πόστο με τις
σαλάτες, να κλαίνε ασταμάτητα.
Φεύγω!
Δεν αντέχω άλλο αυτή τη σκατοπίεση!! μου έκανε η μία μόλις με είδε.
Δεν κατάλαβα τι σημαίνει στα ελληνικά
σκατοπίεση…
Πάντα όταν βρισκόμουν στο ρεστοράν του
πατέρα μου αντιμετώπιζα το ίδιο πρόβλημα.
Κάθε που συζητούσα με το προσωπικό
καταλάβαινα τα μισά από όσα μου έλεγαν, για αυτό και προσπαθούσα από τα συμφραζόμενα να βγάλω
κάποιο νόημα.
Αυτό έκανα και τούτη τη φορά.
Από
το πρωί μέχρι το βράδυ μπουντρουμιασμένοι εδώ
μέσα!! συνέχισε
εκείνη να λέει κλαίγοντας.
Ούτε το <μπουντρουμιασμένοι> κατάλαβα…
Ας είναι..
Μιαν
ανάσα δεν προλαβαίνουμε να πάρουμε!
Ας
προσλάβει κι’ άλλα άτομα.
Έλεος
πια!
Με
τόση δουλειά πώς να τα βγάλουμε πέρα;
Μα τι λέγανε τώρα;
Ο πατέρας μου να προσλάβει και άλλα
άτομα;
Μάλλον δεν τον ήξεραν καλά…
Αυτός αν ήταν στο χέρι του, θα
κρατούσε έναν και μοναδικό-τον πιο μπρατσωμένο-και τους υπόλοιπους θα τους
απέλυε εν ριπή οφθαλμού, προκειμένου να βάλει στην τσέπη του τους μισθούς που
τους έδινε.
Ερχόντουσαν στο μεταξύ τα χαρτάκια με
τις παραγγελίες, το ένα μετά το άλλο.
Φώναζαν οι σερβιτόροι για τα πιάτα με
τις σαλάτες που έλειπαν.
Έξαλλος ένας από αυτούς μπήκε μέσα και
πλησιάζοντας απειλητικά προς τον πάγκο των κοριτσιών είπε οργισμένος: Τι στο διάολο γίνεται εδώ μέσα; Πρώτα θα
σερβίρουμε τα κυρίως πιάτα και μετά τις σαλάτες; Τόσο μαλακισμένες είστε;
Το τελευταίο το κατάλαβα!!!
Ότι είχε να κάνει με βωμολοχίες το
καταλάβαινα.
Ο πατέρας όταν έβριζε, έβριζε πάντα
στη μητρική του γλώσσα!
Ακολούθησε ένας χείμαρρος από βρισιές
που φρόντισαν και εκείνες με τη σειρά τους να του τις ανταποδώσουν.
Και όταν πια μπλέχτηκαν και ορισμένοι
άλλοι στον καυγά, τότε πια έκρινα πως το επίπεδο των γνώσεων μου στην ελληνική
γλώσσα ήταν τελικά ικανοποιητικό, αφού οι περισσότεροι από αυτούς τους χυδαίους
χαρακτηρισμούς μου ήταν γνωστοί.
Στο τέλος μπήκε και ο πατέρας μου
φουριόζος στην κουζίνα και αφού επιδόθηκε και αυτός με τη σειρά του στο να
κάνει επίδειξη του πλούσιου λεξιλογίου του, οφείλω να ομολογήσω πως επέβαλε την
τάξη.
Οι τελευταίες του δε κουβέντες άγγιξαν
τις ευαίσθητες χορδές όλων όσων βρίσκονταν μέσα σε εκείνον το χώρο.
Το έχει ο πατέρας μου αυτό το χάρισμα..Ρεμάλια εγώ δεν γουστάρω φωνές και
σαματάδες!
Αν
δεν σας αρέσει η δουλειά να ξεκουμπιστείτε από δω μέσα!
Μιαν
ολόκληρη λίστα έχω από άτομα που πρόθυμα θα σας αντικαταστήσουν!!!
Με μιας βιάστηκε ο καθένας να
ξαναγυρίσει στο πόστο του και να συνεχίσει τη δουλειά του, με υπερβολικό θα
έλεγα ζήλο.
Ένιωσα τα μάγουλά μου να κοκκινίζουν
από ντροπή.
Γιατί κάποιες φορές έπρεπε να ντρέπομαι τόσο πολύ για λογαριασμό
του πατέρα μου;
Βγαίνοντας και πάλι στη σάλα
διαπίστωσα ανακουφισμένη πως η δουλειά είχε κοπάσει.
Κόντευαν πια μεσάνυχτα.
Σε ένα από τα τραπέζια στο βάθος της
αίθουσας, είδα κάποιους να κάνουν νεύμα σε έναν από τους σερβιτόρους που
βρισκόταν δυο τρία τραπέζια πιο κάτω.
Στο δεύτερο νεύμα και αφού κανένα από
τα γκαρσόνια δεν έβρισκε το χρόνο να ανταποκριθεί στο κάλεσμα τους, βιάστηκα να
τρέξω προς τη μεριά τους.
Παρακαλώ..
είπα
στο ζευγάρι που καθόταν σε αυτή την απόμερη γωνίτσα της σάλας.
Το
φαγητό ήταν εξαιρετικό…μου είπε τότε χαμογελαστή η γυναίκα.
Merde.. σφύριξα μέσα
από τα δόντια μου και μετά έσπευσα να την ευχαριστήσω στα γερμανικά.
Καθώς εκείνη έμεινε για λίγα λεπτά να
με κοιτάζει, δόθηκε και σε μένα η ευκαιρία να παρατηρήσω το πρόσωπό της.
Γύρω στα σαράντα…όμορφα, λεπτά τα
χαρακτηριστικά της, λαμπερά τα μάτια της, γλυκό το χαμόγελό της.
Θα
θέλατε κάτι ακόμα; ρώτησα
χωρίς να μπορώ να τραβήξω τα μάτια μου από πάνω της.
Θα
φάμε παγωτό ή θα πιούμε από ένα ποτήρι κονιάκ; απευθύνθηκε
τότε εκείνη στον άντρα που καθόταν δίπλα της και εγώ ξαφνικά ένιωσα τα μάγουλά
μου για δεύτερη φορά το ίδιο βράδυ, να φλογίζονται από ντροπή.
Ήταν ανάγκη να μου ξεφύγει αυτό το
αναθεματισμένο <merde>
Ήταν επίσης ανάγκη να μιλάνε τώρα
μεταξύ τους στα γαλλικά;
Εσείς
τι θα μας προτείνατε; με ρώτησε τότε
εκείνος.
Στη δική του προφορά διέκρινα ένα
γερμανικό accent, κάτι που έλειπε εντελώς από την προφορά της
γυναίκας που συνόδευε.
Τι
να σας πω τώρα…..του
απάντησα μουδιασμένα.
Απεχθάνομαι
το κονιάκ και το παγωτό επίσης..
Merde!! είπαν τότε και
οι δυο ταυτόχρονα και ξέσπασαν σε γέλια.
Τελικά όσο και αν απεχθάνομαι το
κονιάκ ήπια μαζί τους κάμποσα ποτήρια.
Η Νυρεμβέργη ήταν για αυτούς ένας
ενδιάμεσος σταθμός.
Το πρωί θα έφευγαν για το Μπάμπεργκ και από εκεί θα αποφάσιζαν
για το που θα περνούσαν τις μέρες των Χριστουγέννων.
Ο πιο πιθανός πάντως προορισμός ήταν η
Θουριγγία.
Αισθανόμουν όμορφα που μιλούσα και
πάλι γαλλικά, είχα καιρό να νιώσω τόσο άνετα και χαλαρά.
Το όνομα εκείνης ήταν Ναντίν…
Είχε γεννηθεί μάλλον στο Παρίσι το πιο
πιθανό από Γάλλους γονείς, όπως, χαρακτηριστικά, μου είπε γελώντας.
Δεν θέλησε μου εξήγησε να το ψάξει
περισσότερο.
Έμενε πάνω από δέκα χρόνια στο Μόναχο
και εργαζόταν για λογαριασμό του άντρα που μέχρι εκείνη την ώρα τη συνόδευε.
Γιατί έφυγε ο Τέτλεφ μετά το τρίτο
ποτήρι κονιάκ.
Μας καληνύχτισε ευγενικά και γύρισε
στο ξενοδοχείο όπου θα διανυκτέρευαν.
Ένιωσα πιο άνετα σαν μείναμε οι δυο
μας.
Η Ναντίν ήταν ζεστός και αυθόρμητος
άνθρωπος σε αντίθεση με τον φίλο της, που έστω και αν συγκαταλεγόταν στην κατηγορία
των ανδρών που το παρουσιαστικό τους και η ακτινοβολία της προσωπικότητάς τους
δεν περνά απαρατήρητη, εμένα δεν κατάφερε να με προσελκύσει.
Από την πρώτη στιγμή που τον είδα
αναγνώρισα και την ταυτότητά του.
Νομίζω πως κάμποσοι άλλοι από τα διπλανά
τραπέζια έκαναν το ίδιο.
Τους είδα να ρίχνουν κάποιες κλεφτές
ματιές προς τη μεριά μας και μετά να σιγοψιθυρίζουν μεταξύ τους.
Η εκπομπή του στην τηλεόραση είχε
μεγάλη θεαματικότητα και σίγουρα αυτό δεν ήταν τυχαίο.
Άνθρωπος με ευστροφία και οξυδέρκεια
έφερνε συχνά σε δύσκολη θέση τους καλεσμένους του με τις ερωτήσεις που τους
έθετε και τις τοποθετήσεις που έκανε πάνω στα θέματα που συζητούσαν. Κάθε βδομάδα παρακολουθούσα με
ενδιαφέρον την εκπομπή του και διασκέδαζα αφάνταστα τις φορές που κάποιοι από
τους συνομιλητές του μετά βίας κρατούσαν την ψυχραιμία τους, όταν εκείνος με
μιαν εκπληκτική <μαεστρία> κατάφερνε να τους φέρει στο σημείο να
παραδεχτούν πράγματα, που πριν από λίγες μέρες και στην εκπομπή κάποιου
συνάδελφου του, κάθετα είχαν αρνηθεί.
=Γύρω στις μία τα ξημερώματα και όταν
τα φώτα χαμήλωσαν και η σάλα είχε σχεδόν αδειάσει, η Ναντίν μου πρότεινε να
συνεχίσουμε τη συζήτησή μας στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, στο οποίο θα περνούσε
το βράδυ της.
Δεν
θα ενοχλήσουμε το φίλο σου; τη ρώτησα δισταχτικά.
Τον
Τέτλεφ; έκανε
τότε εκείνη γελώντας.
Μην
ανησυχείς, αυτός έχει το δικό του δωμάτιο.
Έτρεξα τότε να πάρω το παλτό μου και
καθώς μπήκα πίσω από τη μπάρα για να τηλεφωνήσω στο κέντρο για ένα ταξί, έβαλα
στα κλεφτά στην τσάντα μου και ένα μπουκάλι κονιάκ.
Μετά από τόσα ποτήρια που ήπια τούτο
το βράδυ άρχισε πια να μου αρέσει η γεύση του…
Από εκείνο κιόλας το βράδυ η Ναντίν
είχε μάθει σχεδόν τα πάντα για μένα και εγώ για εκείνην.
Και όταν κάποια στιγμή, γύρω στα ξημερώματα,
έγειρε να με φιλήσει, εγώ τη ρώτησα ψιθυριστά: Γιατί άργησες τόσο πολύ να το κάνεις;
Μου χαμογέλασε τότε αυτή τρυφερά και
ακούμπησε τα χείλη της στα δικά μου.
Ένα μήνα αργότερα εγκαταστάθηκα στο
διαμέρισμά της, σε μιαν ήσυχη συνοικία του Μονάχου όπου τα δέκα τελευταία
χρόνια όπως έλεγε, ήταν το καταφύγιό της.
ΤΕΤΑΡΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ ΜΟΥ ΜΕ ΤΙΤΛΟ ΜΕ ΘΕΑ ΤΗ ΛΙΜΝΗ
=Τον μαλάκα!! λέει
και ξαναλέει
ο Ούλριχ καθώς οδηγεί πάνω στο φαρδύ αυτοκινητόδρομο.
Ναταλί…θα
τα ξαναπούμε σύντομα!! κάνει μιμούμενος τη φωνή του άντρα που συναντήσαμε
στο νοσοκομείο και αφού πάρει μιαν ανάσα συνεχίζει: Σου άρεσε το δαχτυλίδι; Μαζί με τον Τέτλεφ το διαλέξαμε!!
Αλλάζει νευρικά ταχύτητα και αφού
τραβήξει μια ρουφηξιά από το τσιγάρο του ξεσπάει οργισμένος: Τον ηλίθιο! Αν τον ξαναδώ μπροστά μου θα τον
σκοτώσω!!
Πλούσιο και το γερμανικό λεξιλόγιο σε
χυδαίους χαρακτηρισμούς σκέφτομαι καθώς τον ακούω να εξαπολύει τη μια βρισιά
μετά την άλλη.
Μπορείς
επιτέλους να σταματήσεις να βρίζεις;του λέω κάποια στιγμή και όταν πια θα
έχει εξαντληθεί η υπομονή μο
Έτσι
όπως κάνεις μου θυμίζεις τον πατέρα μου!!
Αυτές οι κουβέντες μου, του κόβουν με μιας τη διάθεση
να ασχοληθεί περισσότερο με την
<εντριφή> λέξεων χυδαίου περιεχομένου.
Με
συγχωρείς.. βιάζεται
να πει ρίχνοντάς μου μια κλεφτή ματιά.
Δεν του απαντώ, δεν γυρνώ καν να τον
κοιτάξω.
Με
συγχωρείς… επαναλαμβάνει
αυτός αναζητώντας το χέρι μου.
Ησυχάζει σαν βλέπει πως του το δίνω με
προθυμία.
Δεν
πρόκειται να ξανασυμβεί. μου υπόσχεται.
Και
αν ξανασυμβεί δεν χάθηκε δα και ο κόσμος… του λέω τότε ανάλαφρα.
Τη γνώμη μου για τον πατέρα μου την
ξέρει.
Καταλαβαίνω πως η λανθασμένη από
μεριάς μου απόπειρα να τον συγκρίνω μαζί του, τον πλήγωσε.
=Ένα ακόμα απόγευμα θυμάμαι, που ο
Τέτλεφ έλειπε και εγώ παρέα με τον Ούλριχ καθόμασταν στην κουζίνα του
διαμερίσματος του και πίναμε από ένα φλιτζάνι ζεστή σοκολάτα.
Κάθε φορά που ο Τέτλεφ με άφηνε μόνη
εγώ έτρεχα να χτυπήσω την πόρτα του απέναντι διαμερίσματος.
Ήξερα πως ο Ούλριχ με περίμενε.
Ήταν θαρρώ μια σιωπηλή μεταξύ μας
συμφωνία να περνάμε παρέα τα απογεύματά μας.
Όσα
χρόνια ο πατέρας μου δούλευε στις φάμπρικες - άρχισα θυμάμαι
εκείνο το απόγευμα να του λέω - έκλεινε
το στόμα του και υπέμενε τα πάντα προκειμένου να μη χάσει τη δουλειά του. Περίμενε
κάθε μεσημέρι να γυρίσει σπίτι του για να ξεσπάσει.
Να
βγάλει το άχτι του!
Προσπαθούσε
η Χέλγκα να τον ηρεμήσει μα αυτός δεν έπαιρνε από λόγια.
Θα
έπρεπε πρώτα να ξεθυμάνει βρίζοντας τον εργοδηγό, που χωρίς να υπάρχει λόγος
τον επέπληξε ή τους Τούρκους συναδέλφους του που ακόμα ένα δικό τους λάθος του
φόρτωσαν.
Μετά
θα έπρεπε να αναφερθεί και σε όλους τους προηγούμενους εργοδότες και
συναδέλφους του, που επί σειρά ετών του έκαναν τη ζωή δύσκολη.
Αφού
τους στόλιζε και αυτούς με λογής λογής <κοσμητικά επίθετα> έφτανε και η
ώρα να <εκθειάσει> τη χώρα που τον φιλοξενούσε.
Σε αυτό πλέον το σημείο παιζόντουσαν
σκηνές απείρου κάλλους!
Τα
πράγματα άλλαξαν όταν επιτέλους κατάφερε να ανοίξει αυτό το περίφημο ρεστοράν.
Από
εκεί και πέρα δεν χρειαζόταν να περιμένει να γυρίσει σπίτι του για να αρχίσει
να βρίζει.
Δεν
υπήρχε και λόγος άλλωστε αφού τώρα πια αυτός ήταν το αφεντικό.
Μπορούσε
να ξεσπάσει όποια στιγμή ήθελε και με την άνεση του, στα ανθρωπάκια που είχε
στη δούλεψή του.
Πάντα φρόντιζε και ακόμα φροντίζει τα άτομα που
προσλαμβάνει να έρχονται από τις πλέον άγονες και ακριτικές περιοχές της
Ελλάδας.
Αυτούς
από τις μεγάλες πόλεις ούτε να τους βλέπω δεν θέλω, τον ακούω συχνά να λέει.
Έχουν
στόμα και αυτό δεν μου αρέσει καθόλου, διευκρίνιζε.
Ο
πατέρας μου δεν χρειάζεται ανθρώπους με λαλιά και σκέψη.
Αυτό
που θέλει είναι ανθρώπους που να δουλεύουν από το πρωί μέχρι το βράδυ και να
δέχονται αδιαμαρτύρητα τις παραξενιές του.
Μα
πού να τους βρει…..
Λίγοι,
ελάχιστοι ήταν εκείνοι που άντεξαν σε αυτή τη δοκιμασία και είναι ακόμα στη
δούλεψή του.
Οι
άλλοι έρχονται, κάθονται για λίγο και μετά φεύγουν.>>
Δεν σχολίασε θυμάμαι τότε τίποτα ο
Ούλριχ.
Προσπάθησε απλά να στρέψει τη συζήτηση
προς άλλη κατεύθυνση.
=Στο υπόλοιπο της διαδρομής δεν
ασχολείται άλλο με τον <μαλάκα> όπως πάνω από δέκα φορές αποκάλεσε τον
συνάδελφο του Τέτλεφ.
Οδηγεί σιωπηλός έχοντας προσηλωμένη
την προσοχή του στις στροφές του δρόμου.
Αισθάνομαι άσχημα καθώς αντικρίζω και
πάλι το σπίτι πάνω στο ύψωμα.
Το αντιλαμβάνεται αυτός με μιας και
αφού παρκάρει το αυτοκίνητό του στο γκαράζ, σβήνει τη μηχανή και μουδιασμένος
γυρίζει προς τη μεριά μου.
Τα
αφήνω όλα σε εσένα….βιάζομαι
τότε εγώ να του πω.
Ρύθμισέ
τα εσύ κατά πως νομίζεις και εγώ ακολουθώ.
Νομίζω Ναταλί ότι προς το
παρόν δεν υπάρχει εναλλακτική λύση….μου λέει τότε
χαϊδεύοντάς μου απαλά τα μαλλιά.
Για
ένα διάστημα θέλοντας και μη θα μείνουμε εδώ.
Σου
υπόσχομαι όμως πως θα φροντίσω όσο το δυνατόν γρηγορότερα να βρεθεί κάπου αλλού
ένα άλλο διαμέρισμα για να μετακομίσουμε.
Παίρνει μια βαθιά ανάσα και μετά
συμπληρώνει: Όσο για δουλειά θα δω τι θα
κάνω. Δεν μπορεί …κάτι θα βρεθεί και για μένα.
Τούτες οι κουβέντες του με κάνουν να
συνειδητοποιήσω πως από δω και πέρα οι εξελίξεις θα είναι ραγδαίες.
Λίγα λεπτά αργότερα ανεβαίνουμε τις σκάλες της μονοκατοικίας.
Φτάνοντας στο κεφαλόσκαλο σταματάω
μπρος από την πόρτα του αντικρινού από το δικό του διαμερίσματος.
Πρέπει
να πάρω κάποια ρούχα…του
λέω βραχνά.
Δεν
έχω τι να φορέσω.
Δείχνει να μην του αρέσει η ιδέα να
ξαναμπώ στο σπίτι του αδελφού του, δεν
μπορεί όμως και να μου το αρνηθεί.
Βγάζω το κλειδί από την τσάντα μου και
φροντίζοντας να κρύψω την ταραχή μου το βάζω στην κλειδαριά και ανοίγω την
πόρτα.
Σκοτεινός ο χώρος και χωρίς την
παρουσία εκείνου αβάσταχτα άδειος.
Βιάζομαι να κατευθυνθώ προς το
υπνοδωμάτιο με τον Ούλριχ να με ακολουθεί σιωπηλός.
Πάρτα
καλύτερα όλα για να τελειώνουμε... μου προτείνει καθώς ανοίγω την
τρίφυλλη ντουλάπα.
Θα
πάρω μόνο τα απολύτως αναγκαία…του λέω τότε κατηγορηματικά.
Τα
υπόλοιπα θα τα μαζέψω όταν εκείνος βγει από το νοσοκομείο.
Θέλω
να είναι εδώ όταν θα τα ρίχνω στις βαλίτσες μου.
Δεν προσπαθεί να με μεταπείσει, αδιαμαρτύρητα
δέχεται την απόφασή μου.
Καθώς ξεχωρίζω από τις κρεμάστρες δυο
τρία παντελόνια πέφτει το μάτι μου πάνω στα κουστούμια του Τέτλεφ.
Θα με ζητήσει άραγε και απόψε, αναρωτιέμαι
δίχως να τραβάω το βλέμμα μου από εκείνο το σημείο.
Αργείς;
ακούω
ξάφνου τον Ούλριχ να με ρωτάει.
Όχι, τελείωσα. του κάνω και
με μιας κλείνω με δύναμη τα φύλλα της ντουλάπας.
=Από τη στιγμή που περνάω το κατώφλι
του σπιτιού του, μου δημιουργείται η αίσθηση πως ο χώρος αυτός δεν έχει καμία
σχέση, με το χώρο που εγώ τους προηγούμενους μήνες ήξερα.
Αν και όλα παραμένουν ίδια εμένα μου
φαίνονται εντελώς διαφορετικά.
Μπες
πρώτος στο μπάνιο... του
λέω τη στιγμή που ρίχνω τα ρούχα μου στο
κρεβάτι.
Καθώς έρχεται κοντά μου εγώ βλέπω το
πρόσωπό του να λάμπει.
Από το πρώτο κιόλας λεπτό που πατήσαμε
το πόδι μας εδώ μέσα, όλα τα σημάδια της εξάντλησης και της ψυχικής ταλαιπωρίας
που έντονα καθρεφτιζόταν στο πρόσωπό του, ως δια μαγείας εξαφανίστηκαν.
Η διάθεση του είναι πέρα για πέρα
ευχάριστη και τα μάτια του σπινθηροβολούν.
Μου
αρέσει να παίρνω το μπάνιο μου πάντα τελευταία.
Θέλω
να έχω χρόνο στη διάθεσή μου για να χαλαρώνω ανενόχλητη μέσα στη μπανιέρα.. του εξηγώ
προσπαθώντας να δώσω ένα ανάλαφρο τόνο στη φωνή μου.
Έλα
να χαλαρώσουμε μαζί... μου προτείνει φιλώντας με απαλά στα χείλη.
Δεν
μοιράζομαι τη μπανιέρα ποτέ και με κανέναν.. αρνούμαι χαμογελαστή.
Και
τι άλλο δεν μοιράζεσαι με κανέναν; με ρωτάει τότε αυτός κοιτάζοντάς με
κατάματα.
Δεν αφήνω να φανεί το πόσο πολύ με
αιφνιδίασε τούτη η ερώτηση.
Μπες
μέσα στο μπάνιο μικρούλη….του κάνω γελώντας.
Μη
το καθυστερείς περισσότερο.
Όση ώρα βρίσκεται στο λουτρό εγώ
πηγαινοέρχομαι στους χώρους του σπιτιού, προσπαθώντας να προσδιορίσω το λόγο
που με κάνει να νιώθω πως όλα εδώ μέσα είναι αλλιώτικα από τις προηγούμενες
φορές.
Η κουζίνα είναι έτσι ακριβώς όπως ήταν
και τα απογεύματα που ο Ούλριχ ακουμπούσε τα φλιτζάνια με τη ζεστή σοκολάτα
πάνω στο τραπέζι και μετά καθόταν στην καρέκλα αντικριστά από μένα και
χαμογελώντας μου τρυφερά μου έλεγε: Τα
νέα σου.. πες μου τα νέα σου.
Μα και το καθιστικό…η διαρρύθμιση των επίπλων, οι
πίνακες στους τοίχους, τα λουλούδια που στόλιζαν τα περβάζια των παραθύρων, όλα όπως τα ήξερα έτσι
είναι ακόμα.
Φτάνοντας στο υπνοδωμάτιο δυσκολεύομαι
μιας και ο χώρος αυτός στην ουσία μου είναι άγνωστος.
Μια φορά μόνο πριν από λίγες μέρες
βρέθηκα εδώ μέσα και αυτή τη φορά δεν μπόρεσα να δω και πολλά.
Να νιώσω μπόρεσα μόνο τη θέρμη της
αγκαλιάς και των φιλιών του. Τον πυρετό και την ένταση που προκαλείται από το
σμίξιμο δύο κορμιών, αυτή την ψυχική ευφορία που διαδέχεται την κορύφωση.
Το κρεβάτι είναι άστρωτο….έτσι ακριβώς
όπως το αφήσαμε εκείνο το πρωινό.
Βλέπω σε μια γωνιά του δωματίου, το
πάπλωμα πεταμένο στο πάτωμα.
Στο ίδιο ακριβώς σημείο που το είδα
και εκείνο το πρωινό, που μπήκα μέσα σε αυτήν την κάμαρα.
Κάποια
βράδια κοιμάμαι και έτσι… μου είπε ο Ούλριχ όταν προσπάθησα να αστειευτώ για
τον ανήσυχο ύπνο του.
Κάποια βράδια….ήξερα καλά ποια βράδια
εννοούσε.
Ένα οίκημα με δυο διαμερίσματα.
Το ένα αντικριστά στο άλλο, ένας
μικρός διάδρομος τα χωρίζει.
Μπορούσε να ακούσει χωρίς δυσκολία τα
όσα συνέβαιναν στο απέναντι διαμέρισμα.
Αν όχι όλα, τουλάχιστον τα περισσότερα.
Νιώθω ξάφνου την παρουσία του μέσα στο
δωμάτιο.
Γυρνώ και τον βλέπω να στέκεται πίσω
μου και να με κοιτάζει.
Το
μπάνιο δικό σου! μου
κάνει καθώς εγώ αμήχανη από την Αδαμιαία περιβολή του, καταπιάνομαι με το να
στρώνω το κρεβάτι.
Δεν είναι ο Ούλριχ που ήξερα….
Αυτός που πάντα όταν με υποδεχόταν
φορούσε ξεπλυμένα τζηνς και φαρδιές κολεγιακές μπλούζες.
Δεν έχει καμία σχέση με αυτόν που εγώ
περνούσα παρέα κάποιες ώρες το απόγευμα
στο χώρο της κουζίνας ή του καθιστικού και συζητούσα ανάλαφρα μαζί του.
Θα
μου εξηγήσεις τι συμβαίνει; με ρωτά τη στιγμή που ισιώνω τα
μαξιλάρια.
Δεν
είσαι ο ίδιος… του
κάνω αμήχανα και καθώς του ρίχνω μια
κλεφτή ματιά, διαπιστώνω με ανακούφιση πως έχει φορέσει το μποξεράκι του.
Στη θέα ενός γυμνού αντρικού κορμιού
δεν χαμηλώνω ποτέ τα μάτια.
Στη συγκεκριμένη όμως περίπτωση όσο
καλοφτιαγμένο και αν είναι αυτό το κορμί, εγώ διστάζω να το κοιτάξω.
Τι
πάει να πει δεν είμαι ο ίδιος; με ρωτάει απορημένος.
Δεν
είσαι πια το φιλαράκι του απέναντι διαμερίσματος! ξεσπάω
εκνευρισμένη.
Αυτές μου οι κουβέντες τον αφήνουν
εμβρόντητο.
Κάθεται στην άκρη του κρεβατιού και
χωρίς να βγει από το στόμα του μια λέξη, μένει να κοιτάζει χαμένα στο κενό.
Μου δίνει την εντύπωση πως έχει
αποκοπεί από χώρο και χρόνο.
Ευθύς μετανιώνω για τις κουβέντες που
ξεστόμισα και ταραγμένη βιάζομαι να πάω κοντά του.
Κάθομαι δίπλα του και τον αγκαλιάζω.
Δεν
ήθελα να πω αυτό…
Άλλο
εννοούσα, το ξέρεις πως άλλο εννοούσα... του κάνω τρυφερά.
Μένει σιωπηλός και τότε εγώ αρχίζω να
τον φιλάω στα χείλη, στα μάτια, στο λαιμό.
Παραμένει άκαμπτος.
Δεν
εννοούσα αυτό.. του
ψιθυρίζω για άλλη μια φορά.
Παγωμένο το κορμί του, τον τραβάω
απαλά από τους ώμους και εκείνος, αν και απρόθυμα, ξαπλώνει μαζί μου στο
κρεβάτι.
Μα ούτε τα χάδια μου ούτε τα φιλιά μου,
σε όλα τα σημεία του σώματός του, φέρνουν κάποιο αποτέλεσμα.
Θαρρείς και οι αισθήσεις του έχουν
νεκρωθεί.
Αυτό
που ήθελα να πω - κάνω
τότε απελπισμένα και ευθύς σφίγγομαι πάνω του - είναι ότι φοβάμαι!
Μπλέχτηκαν
τα πράγματα Ούλριχ, δυσκόλεψαν πολύ!
Εξακολουθεί να μένει σιωπηλός.
Κάποιες
στιγμές νιώθω απαίσια….του εξηγώ.
Είσαι
ο αδελφός του…καταλαβαίνεις;
Και τότε είναι που βγαίνει ξαφνικά από
τούτο το λήθαργο.
Αυτό
δεν μπορώ να το αλλάξω - μου πετάει άγρια - μα και να μπορούσα, πάλι δεν θα το άλλαζα!!
Με μιας πιάνει τα χέρια μου και με
μιαν απότομη κίνηση με ρίχνει ανάσκελα πάνω στο στρώμα.
Σε δευτερόλεπτα έχει κολλήσει το κορμί
του στο δικό μου και τα χείλη του στα χείλη μου.
Μπορεί κάποιες φορές όπως του εξήγησα
να αισθάνομαι απαίσια, αυτή όμως τη συγκεκριμένη στιγμή καθόλου…
=Μετά από λίγη ώρα χώνομαι μέσα στη
μπανιέρα και με μια ευχάριστη διάθεση αρχίζω να παίζω με τον αφρό που στέκεται
στην επιφάνεια του νερού.
Τον φυσάω και σκορπιέται σε χίλιες
μεριές.
Το
δικό σου αφρόλουτρο έχει πιο ωραίο άρωμα από το δικό μου... τον ακούω να
μου λέει.
Έχει μπει στο λουτρό και στέκεται από
πάνω μου.
Αντρικό
και αυτό, έτσι δεν είναι; με ρωτάει καθώς σκύβει και μου δίνει ένα πεταχτό
φιλί στα χείλη.
Γελάω….τον ξένιζε και ακόμα τον
ξενίζει το ότι τα αρώματα και τα σαπούνια που χρησιμοποιώ είναι κατά κανόνα
αντρικά.
Αφού
ξέρεις… του
κάνω πιτσιλώντας τον με νερό.
Ναι
ξέρω…μου
απαντά ανάλαφρα.
Τα
γυναικεία είναι γλυκανάλατα, τα αντρικά δυνατά και σου πάνε.
Έλα
και εσύ μέσα..του
προτείνω και γεμίζοντας τις χούφτες μου με αφρό, τις ακουμπώ πάνω στο στέρνο του.
Νόμιζα
πως δεν θέλεις να μοιράζεσαι με κανέναν άλλο τη μπανιέρα σου...λέει καθώς
βουτάει μέσα στο νερό.
Εννοούσα
πως δεν θέλω να τη μοιράζομαι με κανέναν άλλο εκτός από σένα.. του απαντώ
χαμογελώντας του πονηρά.
Μήπως
υπάρχουν και κάποια άλλα πράγματα που δεν θέλεις να μοιράζεσαι με κανέναν άλλο
εκτός από μένα; με
ρωτάει τότε εκείνος και η έκφρασή του
σοβαρεύει με μιας.
Όπως;
του
κάνω ελαφρά σαστισμένη.
Δεν μου αρέσει το βλέμμα του.
Πρώτη φορά με κοιτάζει τόσο έντονα και
εγώ διαισθάνομαι πως η εξήγηση που θα μου δώσει θα με φέρει σε αρκετά δύσκολη
θέση.
Ας
πούμε μιαν επίσκεψη στο Δημαρχείο.. μου απαντά με σταθερή φωνή.
Διαλέγεις
εσύ το μήνα, τη μέρα, την ώρα.
Δεν με εκπλήττει τελικά η πρόταση που
μου κάνει.
Θαρρώ πως την περίμενα….
Στην απάντηση που θα δώσω δυσκολεύομαι
λιγάκι γιατί δεν ξέρω πως θα την εκλάβει.
Αχ
όχι! Μη μου ζητάς κάτι τέτοιο…προσπαθώ να αστειευτώ.
Έχω
ορκιστεί πως δεν θα κάνω το χατίρι της γιαγιάς μου.
Αν
και πεθαμένη περιμένει ακόμα να
με δει να παντρεύομαι ένα καλό παιδί!
Μην
ανησυχείς….μου
αντιγυρίζει τότε εκείνος και η έκφραση στο πρόσωπό του παραμένει βασανιστικά σοβαρή.
Δεν
θα της το κάνεις το χατίρι. Δεν είμαι καλό παιδί Ναταλί….Μόνο αυτό δεν είμαι.
Την
πάτησε η γιαγιούλα…
=Εμείς
είμαστε τα κακά παιδιά Ναταλί….
Σε
αυτό τουλάχιστον σταθήκαμε τυχερές! μου είπε θυμάμαι η Ναντίν όταν εκείνο
το βράδυ επέστρεψα στο σπίτι.
Μετά από ένα διήμερο που πέρασα στο
μαγαζί του πατέρα μου, έφυγα από τη Νυρεμβέργη τσακωμένη μαζί του περισσότερο
από κάθε άλλη φορά.
Τελείωσα
με δαύτον! Δεν θέλω να τον ξαναδώ!!
Δεν
θέλει να με ξέρει, δεν θέλω να τον ξέρω και εγώ.. είπα στη
Ναντίν καθώς πέρασα το κατώφλι του σπιτιού και εκείνη χωρίς να ρωτήσει να μάθει
κάτι παραπάνω με αγκάλιασε και χαϊδεύοντάς με τρυφερά μου ψιθύρισε: Είναι το τίμημα μικρούλα μου που πληρώνουμε
εμείς τα κακά παιδιά….
Σύμφωνα με τη γνώμη του πατέρα μου,
δεν έχω καταφέρει να κάνω τίποτα στη ζωή μου.
Ανεπάγγελτη σαν και εκείνη…εκείνη
είναι βέβαια η Σιμόν.
Ανύπαντρη όπως και εκείνη και φυσικά
αιωνίως άφραγκη.
Η αλήθεια είναι ότι σε ορισμένα σημεία
δεν έχει και άδικο.
Δεν κατάφερα να κάνω καριέρα μα ούτε
οικογένεια και στα τριάντα εφτά μου χρόνια δεν έχω κανένα προσωπικό λογαριασμό
στην τράπεζα.
Μόλις τελείωσα το Λύκειο και γύρισα
στη Βρετάνη κάθισα για δυο χρόνια περίπου με τη Σιμόν.
Δούλεψα για ένα μεγάλο διάστημα σε
κάποιο από τα πολυκαταστήματα της Βρέστης και όταν κατάφερα να συγκεντρώσω τα
λεφτά που χρειαζόμουν, αγόρασα επιτέλους το αγαπημένο μου Σιτροέν.
Λίγους μήνες αργότερα έβαλα τα
πράγματά μου σε μια βαλίτσα και ρίχνοντάς τη στο πορτ-μπαγκάζ του αυτοκινήτου
αποχαιρέτησα τη Σιμόν και το σπίτι με τα κόκκινα κεραμίδια και τράβηξα για το
Παρίσι.
Μέχρι τα τριάντα μου ακολούθησα ένα
τρόπο ζωής που μου άρεσε ιδιαίτερα.
Στο χρονικό αυτό διάστημα δεν κατάφερα
να σταθεροποιηθώ επαγγελματικά.
Σε καμιά από τις δουλειές που έβρισκα
δεν μπορούσα να κάτσω για πολύ.
Όταν κάτι σταματάει να μου κάνει κέφι
δεν πιέζω τον εαυτό μου να ασχοληθεί περισσότερο με αυτό.
Κάποια στιγμή αποφάσισα να γραφτώ σε
μια σχολή θεάτρου.
Μου το είχε πει άλλωστε ο Ντανιέλ όταν
τσακωνόμαστε, πως το υποκριτικό μου ταλέντο δεν έπρεπε να το αφήσω να πάει
χαμένο!
Ο Ντανιέλ ήταν ο άντρας που για
τέσσερα χρόνια μοιραζόμουν μαζί του μια βρωμερή σοφίτα σε μια κακόφημη συνοικία
του Παρισιού.
Κόντευε τα τριάντα και ακόμα βρισκόταν
στο τρίτο έτος της Νομικής.
Προτιμούσε να περνάει τα βράδια του
παίζοντας σαξόφωνο στα καμπαρέ της Μονμάρτης, παρά να χάνει το χρόνο του
διαβάζοντας ανοστιές.
Οι ανοστιές ήταν φυσικά τα μαθήματα
της επιστήμης που σπούδαζε.
Όσο καιρό διήρκησε η σχέση μας
προσπαθούσαμε να πείσουμε ο ένας τον άλλο και ταυτόχρονα και τους εαυτούς μας
για το πόσο βαθιά αγαπιόμασταν.
Αν και τελικά δεν τα καταφέραμε, δεν
μπορώ να ισχυριστώ πως περάσαμε και άσχημα.
Οχτώ μήνες αφότου αποφοίτησα από τη
σχολή διαπίστωσα πως δεν ήταν και τόσο απλό να βρεθεί και για μένα μια θέση στο
χώρο του θεάτρου.
Μπορεί βέβαια να επέμενε ο Ντανιέλ
κάθε που ούρλιαζα και έβριζα, έκλαιγα και ερχόμουν στα χέρια μαζί του, πως
ήμουν μια άφταστη Αρτίστα, αλλά όπως αποδείχτηκε δεν έφτανε μόνο αυτό.
Δεν σκοτίστηκα και πολύ.
Συνέχισα να δουλεύω από δω και από κει
νιώθοντας απόλυτα ικανοποιημένη με τον εαυτό μου, μιας και με τα λεφτά που
κέρδιζα μπορούσα να ρυθμίζω τη ζωή μου κατά πως εγώ ήθελα.
Ταξίδευα συχνά στο εσωτερικό της
χώρας.
Μαζί με κάμποσους άλλους φίλους
μπαίναμε στο Σιτροέν και έχοντας κανονίσει το πώς θα μοιράσουμε τα έξοδα
περνούσαμε τα Σαββατοκύριακα, τις αργίες και τις διακοπές μας πότε στο
Στρασβούργο ή στη Μασσαλία και άλλοτε στη Γκρενόμπλ, στο Μονπελιέ ή στη
Βρετάνη.
Η Βρετάνη ήταν για όλους μας ιδιαίτερα
συμφέρουσα μιας και η Σιμόν χαιρόταν να μας φιλοξενεί στο σπίτι της και πρόθυμα
να μας περιποιείται.
Στην παραμονή των γενεθλίων των τριάντα
μου χρόνων, μου τηλεφώνησε η Χέλγκα και όσο πιο μαλακά μπορούσε με πληροφόρησε
πως ο πατέρας μου έπαθε έμφραγμα.
Έφυγα από το Παρίσι με την
απογευματινή πτήση και δεν ξαναγύρισα ποτέ πίσω.
=Δεν
πρόκειται να ξαναπατήσω το πόδι μου στη Νυρεμβέργη!! είπα στη Ναντίν το
πρώτο κιόλας λεπτό που επέστρεψα στο σπίτι.
Και αυτή τη φορά το εννοούσα.
Ήμουν αποφασισμένη να διακόψω την
οποιαδήποτε επαφή με τον πατέρα μου.
Τους τελευταίους μήνες η σχέση μας
είχε πάρει μια τέτοια τροπή που κάποια στιγμή αναπόφευκτα θα έφερνε την
οριστική ρήξη.
Οι συνεχείς μου αρνήσεις να
εγκατασταθώ μόνιμα στη Νυρεμβέργη και να ασχοληθώ με την επιχείρησή του, που
όπως έλεγε και επιχείρηση δική μου ήταν, τον έφερνε εκτός εαυτού.
Να
μου πεις τι σκατά έκανες από τότε που γύρισες και πάλι στη Γερμανία! μου πετούσε
αγριεμένος και εγώ μετάνιωνα φριχτά για την απόφαση που πήρα να εγκατασταθώ
μόνιμα πια σε αυτή τη χώρα.
Δεν έπρεπε να γυρίσω, σκεφτόμουν κάθε
που τον έβλεπα να με κοιτάζει οργισμένος.
Μη
φύγεις ξανά…με
παρακάλεσε εκείνο το βράδυ στο νοσοκομείο.
Είσαι
ότι πιο πολύτιμο έχω.
Δεν βρήκα τότε το κουράγιο να του το
αρνηθώ.
Και για ένα χρόνο μετά το οξύ καρδιακό
του έμφραγμα δεν βρήκα τη δύναμη να του αρνηθώ τίποτα.
Δέχτηκα να μείνω στη Νυρεμβέργη.
Στο
σπίτι θα μείνουμε οι τρεις μας όπως παλιά… μου είπε και εγώ συμφώνησα.
Στο
μαγαζί θα δουλέψεις.
Αφεντικό
θα είσαι!
Υπάρχει
κάτι πιο σίγουρο και πιο συμφέρον από αυτό που σου προσφέρω εγώ;
Εξαντλημένος από το ισχυρό καρδιακό επεισόδιο…πώς να διαφωνήσω;
=Θέλω
να φύγω… είπα ένα χρόνο μετά στη Χέλγκα.
Ακόμα ένα βράδυ στο μαγαζί και εγώ της
άφηνα το χαρτάκι με τις παραγγελίες των ποτών πάνω στη μπάρα.
Εκείνος καθόταν σε ένα τραπέζι λίγο
πιο πέρα και παρέα με δυο τρεις άλλους Έλληνες μαγαζάτορες αδειάζανε ακόμα ένα
μπουκάλι κοκκινέλι.
Το
ξέρω…την
άκουσα να μου λέει ήρεμα.
Και
απορώ γιατί τόσο καιρό το αναβάλλεις.
Φοβάμαι….η
καρδιά του…καταλαβαίνεις... της απάντησα κομπιάζοντας.
Μου χαμογέλασε τότε εκείνη θλιμμένα
και αφήνοντας για λίγο κατά μέρους τις παραγγελίες άρχισε να μου διηγείται: Κάθισα θυμάμαι εκείνο το απόγευμα δίπλα στον
πατέρα μου.
Είχε
απλωθεί νωχελικά στον καναπέ και ξεφύλλιζε την εφημερίδα του.
Η
μητέρα μου βρισκόταν στην κουζίνα για να ετοιμάσει το δείπνο και η αδελφή μου
ξαπλωμένη πάνω στο χαλί έπαιζε με το γάτο της.
Μπαμπά
– του έκανα χαρούμενη - τα πήγα περίφημα στην κοινωνιολογία.
Η
καθηγήτριά μου, μου είπε πως το γραπτό μου έτυχε της πιο υψηλής βαθμολογίας.
Πέταξε
τότε εκείνος την εφημερίδα στην άκρη και αγκαλιάζοντάς με, μου χαμογέλασε
τρυφερά και μου είπε: Δοξάζω το Θεό γιατί μου έδωσε μιαν αξιαγάπητη γυναίκα και
δυο υπέροχα παιδιά.
Λίγα
λεπτά αργότερα η μητέρα μου φώναζε από την κουζίνα πως το φαγητό ήταν έτοιμο.
Καθώς
πήγε να σηκωθεί τον είδα ξαφνικά να κάνει μια γκριμάτσα πόνου.
Το
χρώμα χάθηκε από το πρόσωπό του.
Μπαμπά
τι έχεις.. φώναξα ταραγμένη βλέποντάς τον να πιάνει το στήθος του και πασχίζει
απεγνωσμένα να πάρει μιαν ανάσα.
Βούρκωσαν θυμάμαι τότε τα μάτια της
Χέλγκας.
Με χέρια που έτρεμαν άρχισε να γεμίζει
τα ποτήρια με μπύρα και να τα ακουμπά πάνω στο δίσκο για να τα πάρω.
Ξεψύχησε
μέσα στο ασθενοφόρο που τον μετέφερε στο νοσοκομείο... μου είπε
γεμίζοντας και το τελευταίο.
=Δύο μέρες αργότερα και αφού
υποσχέθηκα στον πατέρα μου πως θα τον επισκέπτομαι όσο πιο συχνά μπορώ, έφυγα
από τη Νυρεμβέργη.
Ο προορισμός μου αυτή τη φορά ήταν το
Μόναχο.
Βρήκα εύκολα δουλειά σε αυτή την πόλη
καθώς και συγκάτοικο για το διαμέρισμα που νοίκιασα κοντά στη Max Wember
Platz.
Και τα χρόνια που πέρασαν, τήρησα την
υπόσχεση που του έδωσα.
Πάντα τις μέρες των αργιών και των
μεγάλων εορτών τις περνούσα μαζί του, προσπαθώντας να μη δίνω σημασία στη
γκρίνια του και τα σχόλια που έκανε για την ακαταστασία του μυαλού και της ζωής
μου.
Την τελευταία φορά όμως που τον
επισκέφτηκα δεν μπόρεσα να κλείσω άλλο τα αυτιά μου σε αυτόν τον κατακλυσμό των
μομφών, που εκείνο το Κυριακάτικο μεσημέρι μου έκανε στην τραπεζαρία του
σπιτιού του.
Και πολύ περισσότερο δεν άντεξα να
παριστάνω τη βουβή και κουφή όταν άρχισε να εξαπολύει ένα σωρό χυδαίων
χαρακτηρισμών σε βάρος της Ναντίν.
Αυτή
η πουτάνα φταίει για όλα…βρυχώταν.
Σου
έχει πάρει τα μυαλά!
Που
να βρεις χρόνο να σκεφτείς για το μέλλον σου…
Τα
σαράντα κοντεύεις και ακόμα οικογένεια δεν έκανες!!
Το τελευταίο διάστημα, του είχε γίνει
έμμονη ιδέα να μου βρει <ένα καλό παλικάρι> από την πατρίδα για να με
παντρέψει.
Τι
στο διάβολο σου λέει η καριόλα και έχεις κολλήσει πάνω της.. συνέχιζε να
λέει αφρίζοντας από το κακό του.
Ας
τολμήσει να ξαναπατήσει το ποδάρι της εδώ μέσα και να δεις πως θα την
περιποιηθώ!!
Είχα κάνει το σφάλμα κάποια
Σαββατοκύριακα να πάω με τη Ναντίν στη Νυρεμβέργη.
Το τελευταίο από αυτά με ξεμονάχιασε
στην κουζίνα και προσπαθώντας να συγκρατήσει το θυμό του μου είπε: Στην ηλικία σου θα έπρεπε όταν με
επισκέπτεσαι να έχεις στο πλευρό σου αν όχι ένα σύζυγο, τουλάχιστον έναν
αρραβωνιάρη!
Αυτή
την αλήτισσα φρόντισε να μη μου την ξανακουβαλήσεις εδώ μέσα!
Συμμορφώθηκα στην απαίτησή του.
Δεν πήγα ποτέ ξανά με τη Ναντίν στο
σπίτι του.
Τι
δουλειά έχεις εσύ μαζί της…εξακολουθούσε να μου λέει μανιασμένος.
Ή
μήπως έχεις και για αυτό δεν γυρνάς να δεις άντρα;
Έμεινα σιωπηλή εγώ και τότε εκείνος
γυρνώντας προς τη μεριά της Χέλγκας, που στεκόταν σε μια γωνιά του δωματίου και
αμίλητη παρακολουθούσε τούτη τη σκηνή της είπε: Λες η κόρη μου να ζει το μεγάλο έρωτα της ζωής της με τη Γαλλίδα; Λες
να μας βγήκε και λεσβία;
Είναι
ώρα να πας στο μαγαζί…κοντεύει πέντε... του έκανε αυτή ψυχρά.
Λες
να μας βγήκε και λεσβία; επανέλαβε ο πατέρας μου άγρια.
Άκου
να δεις…του
πέταξα τότε αγαναχτισμένη.
Δεν
ξέρω αν ζω το μεγάλο έρωτα της ζωής μου, το σίγουρο όμως είναι ότι αυτό που ζω
μαζί της μου αρέσει!
Αρκετά
ως εδώ!
Σου
απαγορεύω να ξαναπείς κουβέντα για εκείνη, όπως σου απαγορεύω από δω και πέρα
να κάνεις το οποιοδήποτε σχόλιο για τον τρόπο που επέλεξα για να ζω!!
Τούτα τα λόγια μου τον έφεραν εκτός
εαυτού.
Πουτάνα
σαν τη μάνα σου είσαι! μου πέταξε τυφλωμένος από το θυμό.
Δεν χίμηξα πάνω του, έστω και αν
επιθυμούσα να ξεσκίσω με τα νύχια μου το πρόσωπό του.
Όχι δεν το έκανα.
Χάσου
από τα μάτια μου!
Μη
σε ξαναδώ ποτέ μπροστά μου! ήταν τα τελευταία λόγια που άκουσα από
αυτόν καθώς του γύρισα την πλάτη και κίνησα για την έξοδο.
=Το νερό έχει παγώσει και εγώ
γυρίζοντας με μιας στο παρόν, βιάζομαι να βγω από τη μπανιέρα.
Ακολουθεί και ο Ούλριχ το δικό μου παράδειγμα.
Σχετικά
με το Δημαρχείο δεν μου απάντησες. μου κάνει καθώς τυλίγει το μπουρνούζι
γύρω από το κορμί μου.
Τα
κακά παιδιά Ούλριχ δεν ακολουθούν μονοπάτια που κάποια άλλα φρόνιμα και καθώς
πρέπει, χάραξαν.
Σ’
αγαπώ.. θα
μου πει τότε εκείνος με μιαν αφοπλιστική τρυφερότητα.
Κι’
εγώ... τον
διαβεβαιώνω.
Εσύ
τι;
Σ’
αγαπάω... του
λέω σταθερά.
ΠΕΜΠΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ.
=Το πρωί δεν έρχεται μαζί μου στο
νοσοκομείο.
Είναι η μέρα που πρέπει να πάει στην
τράπεζα για τη συνηθισμένη ανάληψη του ποσού που χρειάζεται, για να πληρώσει το
προσωπικό του πανδοχείου.
Θα
πάρω το τρένο…μου
λέει καθώς μου δίνει τα κλειδιά του αυτοκινήτου του.
Γύρω
στις μία το μεσημέρι θα είμαι και εγώ εκεί.
Είναι ανήσυχος σήμερα.
Όλα
καλά; τον
ρωτάω καθώς μου ανοίγει την πόρτα του αμαξιού.
Αν
σε εσένα πάνε όλα καλά, τότε και σε μένα επίσης... μου απαντά και
εγώ βλέπω και πάλι να ζωγραφίζεται στα χείλη του το μελαγχολικό χαμόγελο που
τόσο γνώριμο μου είναι.
Θα
τα πούμε το μεσημέρι... του κάνω και φιλώντας τον πεταχτά στα χείλη, κάθομαι
μπρος από το τιμόνι και γυρνώντας το κλειδί στη μίζα ανάβω τη μηχανή.
Να
προσέχεις... μου
λέει κλείνοντάς μου την πόρτα.
Περνώντας και πάλι την πύλη του
νοσοκομείου αισθάνομαι να με κυριεύει ένας θυμός για τον Τέτλεφ.
Με αναγκάζει να μπαίνω σε χώρους που
σιχαίνομαι αφάνταστα.
Με υποχρεώνει επίσης να ζωντανεύω στη
μνήμη μου καταστάσεις και γεγονότα που
λίγες ώρες πριν από το ατύχημα είχα αποφασίσει να σβήσω.
Προχωρώ στο διάδρομο και όλο μου το
κορμί τρέμει από μιαν οργή που δυστυχώς δεν μου επιτρέπεται να την αφήσω να βγει
ελεύθερη στην επιφάνεια.
Τείνει να γίνει το πιο μισητό πλάσμα
στη ζωή μου, σκέφτομαι καθώς ανοίγω την πόρτα του δωματίου μέσα στο οποίο
βρίσκεται.
Διάβολε!!
Πώς τόλμησε η Ναντίν να τον αφήσει
μόνο του;
Πού πήγε;
Γιατί έφυγε από κοντά του;
Μου έρχεται να ουρλιάξω!
Ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι με τα μάτια
κλειστά και αυτόν τον καταραμένο ορό να τρέχει ακόμα στις φλέβες του, φαντάζει
στα μάτια μου τόσο αδύναμος, εγκαταλελειμμένος, έρημος.
Γιατί δεν βρίσκεται στο πλάι του ούτε
αυτή μα ούτε και κανένας άλλος;
Μα τι ζητώ στα αλήθεια….
Εγώ δεν ήμουν αυτή που έφυγα;
Τώρα σε ποιούς ψάχνω να ρίξω τις
ευθύνες για τούτη την εγκατάλειψη;
Ακούω ξάφνου την πόρτα να ανοίγει.
Σε κλάσματα δευτερολέπτων έχω στραφεί
προς εκείνη τη μεριά.
Πήγα
να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπό μου… μου λέει η Ναντίν ισιώνοντας με τα
δάχτυλά της τα μαλλιά της.
Φοβήθηκα
πως έφυγες….ξεσπάω
τότε εγώ κλαίγοντας.
Καταλαβαίνεις;
Νόμιζα πως τον άφησες μόνο του!
Με κοιτάζει εκείνη σαστισμένη.
Τι
σου συμβαίνει; με
ρωτάει και με μιας έρχεται κοντά μου.
Δεν
ξαναφεύγω…της
κάνω χωρίς να μπορώ να σταματήσω το κλάμα μου.
Μέχρι
που να γυρίσει και πάλι στο σπίτι του εγώ δεν ξαναφεύγω από δίπλα του!
Αν
έτσι νιώθεις…γιατί όχι; μου λέει χαμογελώντας μου αχνά.
Ναι,
έτσι νιώθω... τη
διαβεβαιώνω και με μάτια θολά βιάζομαι να πάω κοντά του.
Κάθομαι στην άκρη του κρεβατιού και
καθώς κάνω να σκουπίσω τα μάτια μου τον βλέπω να με κοιτάζει.
Μένω τότε με τα χέρια μετέωρα.
Με
τα δάκρυά σου μου κρύβεις τον ωκεανό.. μου λέει χαμογελώντας μου με κόπο.
Δεν μπορώ να καταλάβω τι γίνεται…
Μπερδεύομαι…λεπτό με λεπτό μπερδεύομαι
όλο και περισσότερο.
Πρέπει οπωσδήποτε να εξακριβώσω την
ταυτότητά του, αλλιώς κινδυνεύω να τρελαθώ.
Μα
στα αλήθεια εμείς οι δυο γνωριζόμαστε; τον ρωτάω αδιαφορώντας για τη θέα που
του κρύβω.
Ακουμπάει τότε το χέρι του πάνω στο δικό μου και αδύναμα το
σφίγγει μέσα στην παλάμη του.
Λυπάμαι… μου
ψιθυρίζει και εγώ ευθύς αισθάνομαι απαίσια ένοχη που δεν του αφήνω κανένα
περιθώριο να αντικρύσει στα μάτια μου, τη θάλασσα που τόσο επίμονα γυρεύει να
δει.
Τρέχουν ασταμάτητα τα δάκρυά μου και
εγώ δεν είμαι σε θέση να συγκρατήσω τη ροή τους.
Λυπάμαι…
μου
ξαναλέει και το βογγητό που θα συνοδέψει τούτη την κουβέντα του, θα με κάνει να
σκύψω έντρομη από πάνω του.
Να
φωνάξω το γιατρό; τον
ρωτάω καθώς βλέπω μια γκριμάτσα πόνου να αλλοιώνει τα χαρακτηριστικά του
προσώπου του.
Δεν
χρειάζεται…μου
κάνει ασθμαίνοντας.
Λίγο
πριν έρθεις με εξέτασαν.
Μου
εξήγησαν πως αυτός ο πόνος θα με συνοδεύει για πολύ καιρό ακόμα.
Πληρώνω
το τίμημα του γρήγορου αυτοκινήτου.. προσπαθεί να σαρκάσει.
Αυθόρμητα ακουμπώ τα δάχτυλά μου στις
τούφες των μαλλιών του, που ακατάστατα πέφτουν πάνω στο μέτωπό του και μαλακά
τις τραβάω στην άκρη.
Αυτό
που πληρώνω τώρα δεν είναι τίποτα…
Πίστεψε
με Ναταλί δεν είναι τίποτα.. λέει τότε εκείνος πασχίζοντας να
χαμογελάσει.
Έχει πλησιάσει η Ναντίν στο μεταξύ
κοντά του και σκύβοντας από πάνω του τον φιλά απαλά στο μάγουλο.
Τέτλεφ…θα
ξανάρθω το απόγευμα... του ψιθυρίζει γλυκά.
Όχι…κάνει εκείνος
και με μιας ζωγραφίζεται στα μάτια του ο πανικός.
Μη
φεύγεις…σε παρακαλώ μη φεύγεις!
Εντάξει
μωρό μου…βιάζεται
να τον καθησυχάσει τότε η Ναντίν.
Έναν
καφέ πάω να πάρω κα γυρνάω ξανά πίσω. Σύμφωνοι;
Σύμφωνοι...
της
κάνει ανακουφισμένος.
=Δεν είχα καταλάβει τότε το πόσο
δεμένοι ήταν μεταξύ τους…
Ερχόταν θυμάμαι συχνά ο Τέτλεφ στο
σπίτι της Ναντίν.
Δυο τρία απογεύματα της βδομάδας τα
περνούσε καθισμένος δίπλα της, μέσα στο μικρό δωματιάκι που εκείνη
χρησιμοποιούσε για γραφείο.
Σκυμμένοι και οι δυο πάνω από μια στοίβα χαρτιά που
ήταν αραδιασμένα στο γραφείο, συζητούσαν ασταμάτητα πότε για τις αλλαγές που θα
έπρεπε εκείνος να κάνει σε κάποια κεφάλαια του μυθιστορήματος που έγραφε και
άλλοτε για το περιεχόμενο των άρθρων, που τις ερχόμενες βδομάδες σκόπευε να δημοσιεύσει στη στήλη που κρατούσε
σε εφημερίδα μεγάλης κυκλοφορίας ή για τους καλεσμένους των προσεχών
τηλεοπτικών του εκπομπών και τα σημεία της συζήτησης που θα έπρεπε να σταθεί.
Κρατούσε σημειώσεις η Ναντίν.
Κόλλες ατέλειωτες με παρατηρήσεις και
προτεραιότητες των θεμάτων που τις επόμενες βδομάδες θα τους απασχολήσουν.
Τα τελευταία δέκα χρόνια η Ναντίν
ασχολιόταν αποκλειστικά και μόνο με ότι είχε σχέση με τις δραστηριότητες του
Τέτλεφ.
Ήταν το δεξί του χέρι, η έμπιστη
γραμματέας του, η καλύτερη σύμβουλός του και ο πλέον κατάλληλος άνθρωπος για να
διαχειρίζεται τα οικονομικά του.
Το ότι πέρα από όλα αυτά ήταν και το
μοναδικό ίσως πρόσωπο που κρατούσε μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά του, ήταν
κάτι που εύκολα θα μπορούσε να καταλάβει ο καθένας.
Έφτανε ένα βλέμμα του ή ένα αμυδρό του
χαμόγελο για να διαπιστώσεις το πόσο σημαντική ήταν για εκείνον αυτή η γυναίκα.
Ναντίν..
τον
άκουγα να τη φωνάζει και ήταν τόσο ζεστό τούτο το κάλεσμα, που κάποιες στιγμές
και χωρίς να το θέλω με έκανε να ζηλεύω.
Κοντά δυο χρόνια εγώ ήμουν αυτή που
ζούσα με τη Ναντίν!
Τι δουλειά είχε τούτος να μπλέκεται
ανάμεσα μας;
=Δεν ασχολήθηκε εκείνο το διάστημα ο
Τέτλεφ μαζί μου.
Για πολύ καιρό έδειχνε να αδιαφορεί
εντελώς για την παρουσία μου.
Κάθε που βρισκόμασταν οι τρεις μας, η
προσοχή του επικεντρωνόταν αποκλειστικά και μόνο στη φίλη μου.
Για μήνες.. σειρά μηνών, ελάχιστες
ήταν οι κουβέντες που ανταλλάξαμε μεταξύ μας.
Θαρρείς και αμέτρητες κολόνες πάγου
όρθωσαν ανάμεσά μας ένα τείχος και αρνούμενες να προχωρήσουν στη διαδικασία της
τήξης, μας στερούσαν κάθε ενδεχόμενο προσέγγισης.
Κάποιες φορές μόνο, ένιωθα τα μάτια
του να καρφώνονται πάνω μου και επίμονα να με προκαλούν να τον κοιτάξω.
Όσο πρόθυμα όμως και αν
ανταποκρινόμουν στην πρόσκλησή τους, μου ήταν αδύνατον να καταλάβω αυτά που
πιθανόν ήθελαν να μου πουν.
Χρειάστηκε να περάσει πολύς καιρός μέχρι να φτάσει η στιγμή εκείνη, που ένα τυχαίο άγγιγμα
των χεριών μας θα γινόταν αφορμή για να διαπιστώσω την ταραχή που του προκάλεσε
αυτή η στιγμιαία επαφή.
Έπρεπε επίσης να περάσουν κοντά δυο
χρόνια μέχρι να βρω το θάρρος και ένα βράδυ καθώς εκείνος συζητούσε με τη
Ναντίν για το πιθανό φινάλε του μυθιστορήματός του, να παρέμβω λέγοντας δειλά
τη γνώμη μου.
Θα
φύγει…είπα
εννοώντας την κεντρική ηρωίδα.
Σαν
φτάσει στο σπίτι θα στοιβάξει βιαστικά τα ρούχα της σε μια βαλίτσα και αφού
πρώτα πιει ένα φλιτζάνι δυνατό καφέ, θα καθίσει μπρος από το πιάνο για να
χτυπήσει για τελευταία φορά τα πλήκτρα του.
Θα
ξεχυθεί τότε στο δωμάτιο μια γλυκιά μελωδία του Σούμαν.
Τι
κρίμα που αυτή θα είναι η τελευταία σονάτα
που θα παιχθεί μέσα σε αυτόν το χώρο.
Θα
είναι μια αποχαιρετιστήρια νυχτερινή σονάτα για πιάνο… >>
Έμειναν και οι δυο να με κοιτάζουν
αποσβολωμένοι.
Συνήλθε πρώτος ο Τέτλεφ από την
έκπληξη.
Γιατί
πρέπει να φύγει; με
ρώτησε βραχνά και καθώς με κοίταζε, εγώ για πρώτη φορά μπόρεσα επιτέλους να
διαβάσω στα μάτια του το μήνυμα που τόσους μήνες μου έστελναν.
Γιατί
επιτέλους σταμάτησε να φοβάται να ζήσει...
του
απάντησα κοιτώντας τον κατάματα.
Και
οι άλλοι….οι υπόλοιποι;
Δεν
ξέρω.. το πιο πιθανό είναι πως δεν θα τολμήσουν να απαρνηθούν τη μιζέρια τους..
Λίγη ώρα αργότερα και όταν εγώ
βρισκόμουν στην κουζίνα για να μαγειρέψω κάτι πρόχειρο για να φάμε, ήρθε και
εκείνος εκεί.
Άνοιξε το ντουλάπι και παίρνοντας ένα ποτήρι
το γέμισε με νερό.
Ήξερα πως η Ναντίν καθόταν ακόμα μπρος
από την οθόνη του υπολογιστή της.
Τον είδα με την άκρη του ματιού μου να
στέκεται δίπλα στο τραπέζι και να πίνει γουλιά γουλιά το νερό του.
Τη στιγμή που έκανα να στραφώ προς τη
μεριά του, τον άκουσα να μου λέει σιγανά: Δεν
μπορώ να κρατηθώ άλλο μακριά σου.
Έμεινα τότε ακίνητη και εκείνος άφησε
το ποτήρι του πάνω στο τραπέζι και χωρίς άλλη κουβέντα κατευθύνθηκε και πάλι προς το γραφείο.
Κι’ οι δυο μας καταφέραμε για μερικούς
μήνες ακόμα να κρατηθούμε μακριά ο ένας από τον άλλο.
Μέχρι εκείνο το απόγευμα που βρεθήκαμε
οι δυο μας στις όχθες της λίμνης, είχαμε κατορθώσει να μην κλονίσουμε τις
ισορροπίες.
Από κει και πέρα άρχισε η αντίστροφη
μέτρηση.
Τον έβλεπα κάθε μεσημέρι να με
περιμένει έξω από το κατάστημα που εργαζόμουν, για να σχολάσω.
Και εγώ, χωρίς ούτε μια φορά να του το
αρνηθώ, τον ακολουθούσα σε κάποιο ξενοδοχείο για να περάσω μιαν ώρα στην
αγκαλιά του.
Βόηθα
με…κάνε κάτι! τον
άκουγα να μου λέει κάθε που εγώ κοιτάζοντας το ρολόι μου, διαπίστωνα πως έφτασε
η ώρα να φύγω.
Σαν
τι; τον
ρωτούσα χαμένα και τότε εκείνος με έσφιγγε δυνατά πάνω του.
Γυρνώντας στο σπίτι έβρισκα τη Ναντίν
σκυμμένη στον υπολογιστή.
Με το που άκουγε τα βήματά μου, σήκωνε τα μάτια της και με αυτό το ζεστό
βλέμμα που με κοίταζε, με έκανε να νιώθω σαν το πιο εκτρωματικό πλάσμα που έχει
γεννήσει η φύση.
Παρόλα αυτά συνέχισα να παίζω καλά το
ρόλο μου και ειλικρινά ήταν η πρώτη φορά που μου φάνηκαν χρήσιμα τα μαθήματα
υποκριτικής στα οποία κάποτε συμμετείχα.
Δεν κατάλαβε τίποτα η Ναντίν.
Για ένα διάστημα πέντε περίπου μηνών
δεν υποψιάστηκε το παραμικρό.
Δεν σταμάτησε εκείνος να έρχεται τα
απογεύματα στο σπίτι.
Περνούσε κάμποσες ώρες κλεισμένος μαζί
της μέσα στο γραφείο και κάποιες βραδιές κοιμόταν κιόλας στο μεγάλο καναπέ του
σαλονιού.
Όταν τύχαινε το μπουκάλι με το κονιάκ
να φτάσει στον πάτο και τα μάτια του να έχουν θολώσει από την επήρεια του
αλκοόλ, ξάπλωνε στον καναπέ και καλώντας τη Ναντίν να πάει κοντά του, της
έπιανε το χέρι και έκανε χώρο για να ξαπλώσει κι’ εκείνη στο πλάι του.
Δεν του χάλασε ποτέ το χατίρι.
Έγερνε στην αγκαλιά του και χαϊδεύοντάς τον απαλά στο
μέτωπο, τον ρωτούσε ανήσυχη: Γιατί μωρό
μου δεν μου λες τι σου
συμβαίνει;
Και τότε ήταν που εγώ ένιωθα τον
πανικό να μουδιάζει τα αγγεία του εγκεφάλου μου.
Τώρα θα της το πει, σκεφτόμουν
έντρομη.
Αυτή τη φορά δεν θα αντέξει, θα της
μιλήσει, θα της τα πει όλα!
Ακούω
τους χτύπους της καρδιάς σου.. της έκανε τότε εκείνος χαμογελώντας
της αχνά.
Κι’
εγώ της δικιάς σου... του έλεγε η Ναντίν.
Το γνώριμο παιχνίδι τους….
Κάθε φορά που μέσα στη σιγαλιά της
νύχτας και στο μισοσκόταδο της νύχτας ξάπλωναν δίπλα δίπλα, προσπαθούσε ο ένας
να αφουγκραστεί τους χτύπους της καρδιάς του άλλου.
Αποκοιμόταν κάποια στιγμή ο Τέτλεφ και
τότε τραβιόταν αυτή μαλακά από την αγκαλιά του.
Σηκωνόταν από τον καναπέ και αφού τον
σκέπαζε με μια κουβέρτα ερχόταν στο
δωμάτιό μας.
Την περίμενα πάντα καθισμένη στην άκρη
του κρεβατιού με τις παλάμες μου ιδρωμένες και το πρόσωπό μου να φλέγεται.
Όλα
καλά; τη
ρωτούσα καθώς καθόταν δίπλα μου και έγερνε κουρασμένα το κεφάλι της στον ώμο
μου.
Ναι
αγαπούλα μου, όλα καλά... με διαβεβαίωνε και εγώ επιτέλους ησύχαζα.
=Ναντίν…
της είπε ένα σούρουπο ο Τέτλεφ.
Βρισκόμασταν στο σπίτι της λίμνης κι’ εγώ
στεκόμουν εμπρός από το παράθυρο και κοίταζα εκείνους που ξέγνοιαστα έκαναν
πατινάζ πάνω στην παγωμένη της επιφάνεια.
Πέρα στο βάθος διέκρινα τις
χιονισμένες βουνοκορφές.
Σε μια από αυτές, θα ήθελα εκείνη τη
στιγμή να βρίσκομαι.
Μακριά…πολύ μακριά, από όλους και από
όλα.
Για να μπορώ κοιτάζοντας την
αντανάκλαση του προσώπου μου στα νερά των ποταμών που στις πλαγιές τους έρεαν,
να τη βλέπω καθαρή και διάφανη.
Ναντίν…θα
τα καταφέρουμε τελικά εμείς οι δυο να γεράσουμε παρέα; τον άκουσα να
τη ρωτάει.
Εκείνη ήταν καθισμένη μπροστά από το
τζάκι και με τη μασιά ανακάτωνε τα κούτσουρα που σιγοκαίγονταν.
Το ελπίζω... του είπε
και αφού ήπιε μια γουλιά από το κρασί της, άφησε το ποτήρι της στο πάτωμα και
γυρνώντας προς τα μένα
μου εξήγησε: Είναι μια υπόσχεση
που έχουμε δώσει ο ένας στον άλλο εδώ και πολλά χρόνια.
Όταν
μεγαλώσεις χωρίς οικογένεια είναι δύσκολο αργότερα να μπεις στη διαδικασία να
φτιάξεις μια δική σου.
Μάθαμε
έτσι…μας αρέσει αν θες.
Εγώ
μεγάλωσα με τη Χέλγκα…είπα τότε
χαμένα.
Η
Σιμόν – κόμπιασα
-η Σιμόν πού στο διάβολο ήταν;
Πρώτη φορά στη ζωή μου αναρωτιόμουν
για το που ήταν η Σιμόν και ξάφνου ένιωσα αφάνταστα θυμωμένη με τον εαυτό μου, γιατί
την όμορφη εικόνα που χρόνια τώρα είχα σχηματίσει για αυτήν, προσπαθούσα
ξαφνικά να την μουτζουρώσω, να την καταστρέψω, να τη σβήσω.
Τους γύρισα την πλάτη.
Δεν ήθελα να καταλάβουν τη σύγχυσή
μου.
Και ήταν η πρώτη φορά που εκείνος
αγνοώντας την παρουσία της Ναντίν, ήρθε κοντά μου, στάθηκε πίσω μου και
τυλίγοντας τα χέρια του γύρω από τη μέση μου
ακούμπησε απαλά τα χείλη του στο αυτί μου και μου ψιθύρισε: Τελείωσε…
Δεν κατάλαβα τι εννοούσε.. δεν
καταλάβαινα απολύτως τίποτα.
Ναντίν…τον άκουσα να
λέει καθώς έσφιγγε τα χέρια του ακόμα πιο σφιχτά γύρω από τη μέση μου. Λυπάμαι μωρό μου.. δεν μπόρεσα…δεν μπορώ.
Πάγωσα.
Ένιωσα την ανάσα του βαριά, τους χτύπους
της καρδιάς του γρήγορους.
Δεν
μπορώ.. είπε
ξανά προσπαθώντας να κρατήσει τη φωνή του σταθερή και εκείνη έμεινε σιωπηλή να
τον κοιτάζει.
Δεν ξέρω πόσα λεπτά πέρασαν μέσα σε
μια σιωπή που αποχαύνωσε όλες μου τις
αισθήσεις.
Συνέχιζα να βρίσκομαι στην αγκαλιά του
Τέτλεφ όταν την άκουσα να με ρωτάει ήρεμα: Ναταλί
θα μείνεις εδώ;
Θα
μείνω εδώ... της
απάντησα άχρωμα.
Δεν είπε άλλη κουβέντα.
Μέσα σε λίγα λεπτά μάζεψε τα πράγματά
της και έφυγε από το σπίτι κλείνοντας σιγά την πόρτα πίσω της.
Καταλαβαίνεις;
μου
έκανε τότε ο Τέτλεφ και με μιας με γύρισε προς το μέρος του.
Είχαμε έρθει πρόσωπο με πρόσωπο.
Πες
μου πως καταλαβαίνεις.. τον άκουσα να μου ψιθυρίζει καθώς με γέμιζε με
φιλιά.
=Δυο μέρες αργότερα με συνόδευσε στο
διαμέρισμα της Ναντίν για να μαζέψω τα πράγματά μου.
Μας άνοιξε, εκείνη, την πόρτα και
σιωπηλή μας έκανε χώρο για να περάσουμε στο εσωτερικό του σπιτιού.
Με μιας η ματιά μου έπεσε στη μεγάλη
κούτα που αφημένη σε μια γωνιά του καθιστικού, περίμενε τον παραλήπτη της.
Όλα
είναι εδώ μέσα…
του είπε ψυχρά.
Χειρόγραφα,
σημειώσεις, επαγγελματικά ραντεβού, το πρόγραμμα των τριών προσεχών εβδομάδων, τραπεζικοί
λογαριασμοί.
Τα
πάντα είναι εδώ μέσα.
Πάρτα!
Σταματάει
δηλαδή η συνεργασία μας; της έκανε εκείνος και για πρώτη φορά τον έβλεπα να την κοιτάζει με ένα βλέμμα πέρα
για πέρα παγωμένο.
Στα
σαράντα τρία μου φιλαράκο - ξέσπασε εκείνη - βάζω τέλος σε μια σχέση που κράτησε είκοσι χρόνια.
Ψεύτικη
αποδείχτηκε!
Την
πετάω στα σκατά!
Στη
σχέση μας δεν σε εμποδίζει κανένας να βάλεις τέλος…
Η
συνεργασία μας όμως Ναντίν είναι μια άλλη υπόθεση.. της αντιγύρισε
αυτός στεγνά.
Προτιμώ
να πεθάνω στην πείνα, παρά να δουλέψω ξανά για λογαριασμό σου!
Στα
σκατά!
Καταλαβαίνεις;
Όλα στα σκατά! του πέταξε
μανιασμένα.
Έσβησε τότε εκείνος απαθέστατος το
άφιλτρο τσιγάρο του στο σταχτοδοχείο και γυρνώντας προς το μέρος μου με ρώτησε
ψυχρά: Είσαι έτοιμη;
Μα
πώς….του
έκανα χαμένα.
Δεν
γίνεται έτσι.. μέσα σε ένα λεπτό!
Είσαι
έτοιμη; επανέλαβε
εκείνος και το παγωμένο του βλέμμα με καθήλωσε.
Έκανα να κοιτάξω τη Ναντίν που στεκόταν λίγο πιο δίπλα.
Με άρπαξε τότε αυτός από το χέρι.
Είσαι
έτοιμη λοιπόν – συμπέρανε
- Φεύγουμε!
Το πόσο έτοιμη ήμουν εγώ και το πόσο
εκείνος, θα το έδειχναν οι επόμενοι μήνες…
=Πες τους να
μου βγάλουν τον ορό…ακούω ξάφνου τον Τέτλεφ να μου ψιθυρίζει αδύναμα.
Μου
’χει μουδιάσει το χέρι…Δεν τον αντέχω άλλο.
Με το που πάω όμως να σηκωθώ μου λέει:
Άστο.. άδικος κόπος. Από το πρωί τους έχω
παρακαλέσει…ούτε κι’ εγώ θυμάμαι πόσες φορές…
Αχ
Τέτλεφ…πότε θα γυρίσεις στο σπίτι; του κάνω τότε εγώ απελπισμένα και
σκύβοντας τον φιλάω απαλά στα χείλη.
Μη
μου φύγεις…ψιθυρίζει
αυτός λίγο πριν κλείσει τα μάτια του και για άλλη μια φορά βυθιστεί σε έναν
ταραγμένο ύπνο.
Έχει μπει στο μεταξύ η Ναντίν μέσα στο
δωμάτιο.
Έρχεται κοντά μου και ακουμπά το χέρι
της πάνω στον ώμο μου.
Στρέφω αργά το κεφάλι μου και την
κοιτάζω.
Και
τώρα τι γίνεται; τη
ρωτάω σιγανά και εκείνη μένει βουβή να παίζει με τις τούφες των μαλλιών μου…
Περνάει μισή ώρα και ο Τέτλεφ συνεχίζει
να κοιμάται.
Έχει αποκοιμηθεί και η Ναντίν πάνω
στην πολυθρόνα που βρίσκεται δίπλα από το κρεβάτι του.
Σηκώνομαι και πατώντας στις μύτες των
ποδιών μου πάω κατά την πόρτα.
Στη Χέλγκα…πρέπει να τηλεφωνήσω
οπωσδήποτε στη Χέλγκα, σκέφτομαι καθώς την ανοίγω.
Με το που βγαίνω όμως στο διάδρομο
έρχομαι πρόσωπο με πρόσωπο με εκείνον που χθες το απόγευμα μου συστήθηκε σαν
συνεργάτης και φίλος του Τέτλεφ.
Γεια
σου.. κάνω
μουδιασμένα.
Μου χαμογελά τότε αυτός πλατιά και
εγκάρδια μου ανταποδίδει το χαιρετισμό σφίγγοντάς μου το χέρι.
Δεν αισθάνομαι και ιδιαίτερα άνετα
μετά το χθεσινό σκηνικό.
Κοιμάται..
του
λέω καθώς τον βλέπω να κοιτάζει προς την κλειστή πόρτα.
Θα
περιμένω…μου
κάνει εκείνος ανάλαφρα.
Πιστεύω
πως μέχρι να πιούμε έναν καφέ θα έχει ξυπνήσει.
Ναι,
έτσι πιστεύω κι’ εγώ... ψελλίζω.
Πάμε
λοιπόν; μου
προτείνει ακουμπώντας ελαφρά το χέρι του στον ώμο μου.
=Τον λένε Γιοχάνες και όπως και ο
Τέτλεφ, ασχολείται με το πολιτικό ρεπορτάζ.
Δουλεύουν περίπου εφτά χρόνια μαζί στα
γραφεία της ίδιας εφημερίδας και κάνουν συχνά παρέα οι δυο τους, τον ακούω να
μου λέει καθώς καθόμαστε σε ένα από τα τραπέζια της καφετέριας του νοσοκομείου.
Ιδιόρρυθμος
άνθρωπος ο Τέτλεφ…μου
κάνει καθώς μου προσφέρει ένα τσιγάρο.
Δεν
μπορείς εύκολα να τον πλησιάσεις.
Πολλές
φορές είναι υπερόπτης και είρωνας και άλλες δύστροπος και απερίγραπτα
εριστικός.
Σου
έρχεται να το στείλεις στο διάολο και να σηκωθείς να φύγεις…..
Πίνει μια γουλιά από τον καφέ του.
Σου
’ρχεται μα δεν το κάνεις…συμπληρώνει μόλις αφήσει την κούπα του πάνω στο
τραπέζι.
Όταν
ανακαλύψεις και κάποια άλλα στοιχεία του χαραχτήρα του, δεν το κάνεις...
Ναι,
δεν το κάνεις.. συμφωνώ
μηχανικά μαζί του.
Με κοιτάζει τότε εκείνος σοβαρός και
αφού τραβήξει μια ρουφηξιά από το τσιγάρο του, μου λέει: Έμπλεξες Ναταλί…
Με τρομάζουν τούτες οι κουβέντες του, μα
περισσότερο με τρομάζει ο τόνος της φωνής του.
Θαρρείς και ανακοινώνει την είδηση
ενός επικείμενου θανάτου.
Ότι
θες να πεις πέστο ανοιχτά... τον προκαλώ δίχως να αφήσω να φανεί η
ταραχή που μου προκάλεσαν τα λόγια του.
Δεν
ξέρω πόσο ανοιχτά μπορώ να μιλήσω.. αρχίζει να λέει έχοντας τα μάτια του
καρφωμένα στον αναπτήρα που κρατά στα χέρια του.
Δεν
ξέρω τι σου έχει πει ο Τέτλεφ και τι όχι..
Δεν νομίζω πως θα μπορέσω να κρατήσω
για πολύ την ψυχραιμία μου.
Σε
σχέση με τι; τον
ρωτάω απότομα.
Σε
σχέση με τον άλλον... μου λέει τότε αυτός, αποφασίζοντας να τραβήξει τα
μάτια του από τον Zippo του και να τα
καρφώσει στα δικά μου.
Τι
ξέρεις για τον Ούλριχ Ναταλί;
Πόσα
σου έχει πει ο Τέτλεφ για τον αδελφό του;
Αισθάνομαι το κεφάλι μου να γυρίζει.
Θέλω να τον χαστουκίσω.
Δεν σε αφορά, δεν σου πέφτει
κανένας απολύτως λόγος...του απαντάω ψυχρά και ευθύς σηκώνομαι
όρθια.
Είμαι
εφτά χρόνια με τον Τέτλεφ….βιάζεται αυτός να μου πει και πιάνοντάς μου το
χέρι κάνει μια προσπάθεια για να εμποδίσει το φευγιό μου.
Έζησα
πολλές φάσεις της ιστορίας που παίχτηκε εκείνη τη χρονική περίοδο.
Ιδιαίτερα
δυσάρεστες φάσεις…δεν ξεχνιούνται εύκολα.
Παράτα
με! του
πετάω ξερά και με μιαν απότομη κίνηση τραβάω το χέρι μου, το ελευθερώνω.
Έμπλεξες…επιμένει
αυτός.
Έχει σηκωθεί από την καρέκλα και
στέκεται αντίκρυ μου.
Πόσο
τάχα θα μπορέσει να βοηθήσει ο Τέτλεφ;
Και
αν αυτή τη φορά Ναταλί δεν μπορέσει να βοηθήσει….τότε τι γίνεται;
ΕΚΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ ΜΟΥ ΜΕ ΤΙΤΛΟ: ΜΕ ΘΕΑ ΤΗ ΛΙΜΝΗ
Του γυρίζω με μιας την πλάτη και
σχεδόν τρέχοντας διασχίζω την αίθουσα και βγαίνω στο διάδρομο.
Και συνεχίζω να τρέχω διασχίζοντας τον
ένα διάδρομο μετά τον άλλο, μέχρι που κάποια στιγμή λαχανιασμένη και έντρομη
βρίσκομαι επιτέλους στο προαύλιο του νοσοκομείου.
Ένας θάλαμος!
Πρέπει οπωσδήποτε να βρεθεί ένας τηλεφωνικός
θάλαμος!
Γυρνώ από το ένα σημείο στο άλλο
ψάχνοντας απεγνωσμένα το θάλαμο, που αρκετές φορές στο διάστημα των ημερών που
πηγαινοέρχομαι στο νοσοκομείο έβλεπα σε κάποιο σημείο του προαύλιου και που
τώρα μου είναι αδύνατον να εντοπίσω.
Στη δεξιά ή στην αριστερή πλευρά
βρίσκεται;
Ή μήπως κρύβεται πίσω από τις συστάδες
των δέντρων;
Μπορεί όμως και να τον έχω δει εκεί
κοντά στο παρκινγκ των αυτοκινήτων ή σε ένα από τα πεζοδρόμια που
περιστοιχίζουν τη λεωφόρο.
Εφιάλτης αυτό που ζω!
Εφιάλτης που δυνατά επισφραγίζεται από
την ξαφνική εμφάνιση του Ούλριχ.
Σταματάω απότομα και κοιτάζω γύρω μου.
Βρίσκομαι μπρος από την πύλη του
νοσοκομείου και με χωρίζουν μόνο δυο βήματα από εκείνον που ανήσυχος βιάζεται
να έρθει κοντά μου.
Τι
συμβαίνει; με
ρωτά ταραγμένος.
Έπαθε
κάτι ο Τέτλεφ;
Δεν
συμβαίνει απολύτως τίποτα….σχεδόν ψελλίζω.
Τον θάλαμο ψάχνω να
βρω…..αυτόν τον καταραμένο τηλεφωνικό
θάλαμο γυρεύω!
Δεν
έχεις μαζί σου το κινητό σου; με ρωτάει τότε εκείνος και αυτή η
ερώτηση με κάνει να τα χάσω πια εντελώς.
Τον κοιτάζω με μάτια ορθάνοιχτα
αδυνατώντας να αρθρώσω την οποιαδήποτε κουβέντα, γεγονός που θα τον κάνει να
νιώσει ακόμα μεγαλύτερη ανησυχία.
Ο
Τέτλεφ είναι σίγουρα καλά; με ρωτάει ξανά και η κάθε λέξη βγαίνει από τα
χείλη του αργά, σχεδόν συλλαβιστά.
Θαρρώ πως είναι ώρα να αφήσω κατά
μέρους τον πανικό.
Δεν βοηθά σε τίποτα, απλά δυσκολεύει
ακόμα περισσότερο την κατάσταση.
Μια
χαρά είναι…τον
διαβεβαιώνω.
Μπορείς
να το διαπιστώσεις και μόνος σου.
Τον πείθουν τα λόγια μου, ησυχάζει.
Ωραία…μου κάνει και
βγάζοντας από την τσέπη του το τηλέφωνό του, μου το δίνει.
Τηλεφώνησε
εκεί που θέλεις.
Στη
μητέρα μου θα τηλεφωνήσω.
Εντάξει,
στη μητέρα σου.
Σκύβει και αφού μου δώσει ένα πεταχτό
φιλί στα χείλη, μου ψιθυρίζει: Θα σε
περιμένω έξω από το δωμάτιο του Τέτλεφ.
Είναι
και ο άλλος εκεί.. του
λέω άχρωμα καθώς κάνει να φύγει.
Κοκαλώνει….
Έχει
έρθει από ώρα.
Ήπιαμε
παρέα καφέ.
Θαρρώ πως λεπτό με λεπτό που περνάει
το χρώμα από το πρόσωπό του χάνεται όλο και περισσότερο, μέχρι που στο τέλος
εξαφανίζεται.
Έμπλεξα
μου είπε, έμπλεξα άσχημα…
Έχουν ξεραθεί τα χείλη μου, χτυπάει
δυνατά η καρδιά μου.
Εξακολουθεί να στέκεται κοκαλωμένος με
πρόσωπο κάτασπρο και τα μάτια του άδεια.
Δεν
θέλησα να ακούσω περισσότερα.
Δεν
τον άφησα να αναφερθεί στις πτυχές μιας ιστορίας που παίχτηκε σε μια χρονική
περίοδο που εγώ δεν γνωρίζω... του λέω και δισταχτικά του πιάνω το
χέρι και σηκώνοντάς το, το ακουμπώ πάνω
στο στήθος μου.
Όχι…δεν
πρέπει.. μου
ψιθυρίζει καθώς νιώθει τους δυνατούς χτύπους της καρδιάς μου και με μιας με
τραβάει στην αγκαλιά του.
Σε
παρακαλώ έχε μου εμπιστοσύνη.. μου κάνει σιγανά.
=Λίγη ώρα αργότερα και ενώ εκείνος
έχει ανέβει στο δεύτερο όροφο της κλινικής, εγώ τηλεφωνώ στη Χέλγκα.
Μαμά
- της
λέω μόλις ακούω τη φωνή της-σε χρειάζομαι.
Είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που την
αποκαλώ μητέρα και η πρώτη φορά που συνειδητοποιώ πως έτσι την αισθάνομαι.
Το
απόγευμα θα βρίσκομαι στο Μόναχο…την ακούω να μου λέει.
Πού
θέλεις να συναντηθούμε;
Της λέω σε ποιο νοσοκομείο νοσηλεύεται
ο Τέτλεφ και μετά απόλυτα ήρεμη και γαλήνια κλείνω το τηλέφωνο και ακολουθώντας
την ίδια όπως πάντα πορεία κατευθύνομαι
προς το δεύτερο όροφο της κλινικής.
Βρίσκω τον Ούρλιχ με την πλάτη
ακουμπισμένη στον τοίχο να περιμένει έξω από το δωμάτιο του αδελφού του.
Ο
μαλάκας είναι ακόμα μέσα… μου εξηγεί καθώς πάω κοντά του και η αγανάκτηση
που συνοδεύει τούτες τις κουβέντες του με κάνει να βάλω τα γέλια.
Απορώ
που βρίσκεις το αστείο.. μου πετάει ξερά.
Κάποιες
φορές μικρούλι μου όταν θυμώνεις, το πρόσωπό σου παίρνει μια τέτοια έκφραση, που
με κάνει να θέλω να το γεμίσω με φιλιά!
Γιατί
επιμένεις να με λες μικρούλι; με ρωτάει τότε εκείνος ενοχλημένος.
Έτσι
φαντάζω στα μάτια σου; Μικρούλης και λίγος;
Ακολουθώντας το δικό του παράδειγμα
ακουμπώ και εγώ την πλάτη μου στον τοίχο.
Σ’
αγαπώ μικρούλι μου.. του
κάνω καθώς γέρνω το κεφάλι μου στον ώμο του.
Κι’
εγώ Ναταλί…μου
ψιθυρίζει και ρίχνοντάς μου μιαν παιχνιδιάρικη ματιά συμπληρώνει: Και ας με λες μικρούλι…
Μετά από λίγο και όταν η πόρτα ανοίγει
για να βγει από το δωμάτιο ο επισκέπτης του, πετάγεται ο Ούλριχ απότομα από τη
θέση του και ευθύς βρίσκεται μπροστά στο Γιοχάνες φράζοντάς του έτσι το δρόμο.
Τα
είπατε με τον Τέτλεφ; τον ρωτάει παγερά.
Τα είπαμε.. του απαντάει ο άλλος το ίδιο παγωμένα.
Ωραία
λοιπόν…του
επιτίθεται ο Ούλριχ.
Τώρα
που αρχίσατε και πάλι να τα λέτε περιορίσου στην παρέα του φίλου σου και στις
συζητήσεις που κάνετε μεταξύ σας.
Στην
ηλικία σου οι καινούργιες γνωριμίες μπορεί και να σε βλάψουν!
Στην
ηλικία μου δεν σηκώνω απειλές από κανέναν και πολύ περισσότερο φιλαράκο από
σένα! του
κάνει ο Γιοχάνες στεγνά.
Προχώρα
προς τα έξω…γρυλίζει
τώρα ο Ούλριχ και πιάνοντάς τον από το μανίκι του παλτού του, κάνει να τον
τραβήξει προς το ασανσέρ.
Άλλη
μια κίνηση και είσαι τελειωμένος… του πετάει ο άλλος άγρια.
Άλλη
μια κίνηση και ξέχασα πως είσαι αδελφός του. Τα ξέχασα όλα!
Το
ρισκάρεις
Τα
πάντα ρισκάρω! είναι
η απάντηση εκείνου.
Επειδή όμως εγώ δεν είμαι σίγουρη για
το πόσα μπορώ να ρισκάρω, πάω κοντά στον Ούλριχ και πιάνοντάς τον από το
μπράτσο τον παρακαλώ να σταματήσει.
Και μου κάνει το χατίρι, έστω και
απρόθυμα, μου το κάνει…
Την ώρα που ο άλλος μπαίνει στο
ασανσέρ τον ακούω να μου λέει: Μέχρι πότε
Ναταλί θα έχεις τη δύναμη να τον συγκρατείς;
Μετά από λίγα λεπτά και όταν πια έχει
ηρεμήσει μπαίνει στο δωμάτιο του αδελφού
του και κάθεται για αρκετή ώρα στο πλάι του.
Προσπαθεί ο Τέτλεφ να αστειευτεί όπως
έκανε και κάποιες φορές στο παρελθόν, για το μάκρος των μαλλιών του, γελάει ο
Ούλριχ με τα αθώα τούτα πειράγματα.
Πέρα
από όλα αυτά που σου λέω, εσύ μην τολμήσεις να τα κόψεις.. καταλήγει στο
τέλος ο Τέτλεφ.
Όχι,
δεν θα τολμήσω.. του
κάνει ο άλλος και αυθόρμητα σκύβει και τον φιλά στο μέτωπο, μια κίνηση που θα
αφήσει άναυδη τόσο εμένα όσο και τη Ναντίν.
Είσαι
καλά μικρέ; ακούω
τον Τέτλεφ να τον ρωτά σιγανά.
Καλά
είμαι. του
κάνει εκείνος χαμογελώντας του.
Νωρίς το απόγευμα επιτρέπει ο
Τέτλεφ στη Ναντίν να φύγει για λίγο.
Δεν
θα αργήσω…του
υπόσχεται καθώς φοράει το παλτό της.
Ένα
μπάνιο να κάνω και να αλλάξω ρούχα. Σε κανά δυο ώρες θα είμαι πάλι εδώ.
Και είναι εκείνη τη στιγμή που κάνω το
λάθος να παρέμβω.
Δεν
χρειάζεται Ναντίν να ξανάρθεις απόψε…Ξεκουράσου λίγο, θα μείνω εγώ με τον Τέτλεφ...και ευθύς
γυρνώ προς το μέρος του και τον ρωτάω χαμογελαστή: Θέλεις να μείνω…έτσι δεν είναι;
Μόνο
αν ξαπλώσεις τη νύχτα στο κρεβάτι μου... αστειεύεται εκείνος και καθώς
με κοιτάζει βλέπω τα μάτια του να λάμπουν.
Η
Ναταλί αυτές τις μέρες έχει εξαντληθεί….. παίρνει τότε το λόγο ο Ούλριχ.
Δεν
νομίζω πως ένα ξενύχτι θα ήταν ότι καλύτερο γι’ αυτήν... λέει
απευθυνόμενος στον αδελφό του και εγώ νιώθω με μιας να μου ανεβαίνει το αίμα
στο κεφάλι μου.
Και
εγώ νομίζω πως δεν σου πέφτει λόγος για το αν θα ξενυχτίσω ή όχι! του πετάω όσο πιο συγκρατημένα μπορώ.
Λάθος
νομίζεις... είναι
η στεγνή του απάντηση και αφού μου ρίξει μια θυμωμένη ματιά, στρέφεται ξανά
στον αδελφό του: Θα μείνω εγώ το βράδυ
εδώ…Η Ναταλί θα γυρίσει στο σπίτι... του λέει μαλακά.
Βλέπω τη Ναντίν να στηρίζει την πλάτη
της στον τοίχο και να κλείνει τα μάτια.
Σφιγμένα που είναι τα χείλη της…
Στρέφω ξανά το βλέμμα μου στον Τέτλεφ.
Πονάει πάλι, σκέφτομαι απελπισμένη
καθώς τον βλέπω να κάνει ακόμα μια γκριμάτσα πόνου.
Στο
διάβολο - σφυρίζει
μέσα από τα δόντια του -δεν αντέχω άλλο!
Κάνει να κουνηθεί…δεύτερη και σε
δευτερόλεπτα μια τρίτη γκριμάτσα πόνου θα κάνει τους μυς του προσώπου του να
συσπαστούν.
Του ξεφεύγει ένα βογγητό.
Τέτλεφ…του λέω
ανήσυχα καθώς σκύβω από πάνω του.
Να
φωνάξω μια νοσοκόμα…ένα γιατρό;
Αρνείται κουνώντας το κεφάλι του.
Πες
μου τι χρειάζεσαι… επιμένω
καθώς αυτός παίρνει βαθιές ανάσες.
Εσένα..
μου
ψιθυρίζει και τα χαρακτηριστικά του προσώπου του για άλλη μια φορά συσπώνται
από τον πόνο.
Θα ακούσω τότε τον Ούλριχ να λέει στον
γιατρό που βιάστηκε να καλέσει στο δωμάτιο: Πρέπει
ο άλλος να σφαδάζει από τον πόνο για να αποφασίσετε επιτέλους να του χορηγήσετε
το κατάλληλο παυσίπονο;
Παρακαλώ
βγείτε αμέσως όλοι έξω... λέει ο γιατρός χωρίς να δώσει σημασία στα λόγια
του.
Όχι
αυτή! κάνει τότε ο Τέτλεφ βογκώντας
και πιάνοντάς μου το χέρι, προσπαθεί να με κρατήσει κοντά του.
Όλοι
έξω.. επαναλαμβάνει
ο άλλος.
Όχι
αυτή…..ικετεύει
ξανά ο Τέτλεφ.
Αυτή…δεν
καταλαβαίνετε…δεν καταλαβαίνει κανείς;
Αυτή
είναι η γυναίκα μου..
Οι
υπόλοιποι έξω...συναινεί
τότε ο γιατρός ρίχνοντάς μου μια φευγαλέα ματιά.
=Μετά από μερικά λεπτά που θα
χρειαστούν να περάσουν μέχρι να τον εξετάσει, λέει μαλακά στον Τέτλεφ: Σας εξήγησα και το πρωί πως οι πόνοι δεν
γίνεται να φύγουν από τη μια μέρα στην άλλη.
Λίγη
υπομονή αγαπητέ και θα έρθει και η μέρα που απόλυτα υγιής θα γυρίσετε και πάλι
στο σπίτι σας.
Και χαμογελώντας του συμπληρώνει: Ανυπομονούμε και εμείς πολύ να έρθει αυτή η
μέρα. Τούτη τη βδομάδα το πρόγραμμα της τηλεόρασης ήταν αρκετά ανιαρό.
Αναβλήθηκε
βλέπετε η δική σας εκπομπή..
Σαν βγει ο γιατρός από το δωμάτιο
κάθομαι και πάλι δίπλα του και παίρνοντας μια πετσέτα σκουπίζω τον ιδρώτα που κυλάει στο χλωμό του
πρόσωπο.
Ναταλί…μου κάνει τότε
ταραγμένος.
Χθες
το βράδυ την είδα πάλι στον ύπνο μου.
Βυθιζόταν
για άλλη μια φορά στα νερά της λίμνης κι’ εγώ στεκόμουν στην αντίπερα όχθη και αδιάφορα
κλωτσούσα τα βότσαλα.
Δεν θα πάψει ποτέ να τον επισκέπτεται,
σκέφτομαι καθώς συνεχίζω να σκουπίζω το πρόσωπό του.
Δεν
θέλω να ξαναδώ αυτή τη λίμνη…μου λέει βογκώντας.
Ας
φύγουμε μόλις βγω από δω μέσα…ας φύγουμε, θα είναι καλύτερα έτσι.
Πού
θέλεις να πάμε; τον
ρωτάω αναστατωμένη.
Μακριά…πολύ
μακριά...μου
απαντάει εκείνος και στα μάτια του έχει ήδη ζωγραφιστεί η ανυπομονησία που του
προκαλεί η προσμονή ετούτης της απόδρασης.
=Δεν γνώρισε ο Τέτλεφ γονείς, μου είχε
πει ένα βράδυ η Ναντίν.
Όταν η μητέρα του ήταν ετοιμόγεννη, ο
άντρας της αποκαλώντας την πεθερά του <Δράκαινα> εγκατέλειψε το πανδοχείο
και την κόρη της και εξαφανίστηκε προς άγνωστη κατεύθυνση.
Έξι μήνες αργότερα ο Τέτλεφ βρέθηκε
στην αγκαλιά της γιαγιάς του που μανιασμένα έψαχνε για κουβερνάντα μιας και η
κόρη της, αφού την αποκάλεσε κι’ αυτή με τη σειρά της <Δράκαινα>, της
παράτησε το διάδοχο της
<βασιλείας> της και κληρονόμο των τσιφλικιών της και τράβηξε κατά το
Βορρά.
Δεν το έβαλε κάτω η γριά.
Και για ποιό λόγο να το βάλει;
Αυτό που ήθελε το είχε.
Τα τόσα εκτάρια γης που από γενιά σε
γενιά ήρθαν και στα δικά της χέρια, δεν θα πήγαιναν χαμένα.
Έδειξε από πολύ νωρίς στον Τέτλεφ τις
απέραντες εκτάσεις που κάποια μέρα θα ερχόντουσαν στη δική του κατοχή.
Ο Άρχοντας της περιοχής του έλεγε πως
θα ήταν.
Άρχοντες έβγαζε πάντα το σόι της και
Άρχοντες θα συνέχιζε να βγάζει!
Η επιστροφή της κόρης της δέκα χρόνια
αργότερα με ένα άλλο κουτσούβελο στην αγκαλιά, ήταν για πολλούς μήνες το πρώτο
θέμα συζήτησης στη μικρή κοινωνία του
χωριού.
Δεν σκοτίστηκε ιδιαίτερα η γριά…
Δύο αγόρια στην οικογένεια σήμαινε
μεγαλύτερη δύναμη.
Αυτή
είναι η μάνα σου... σύστησε
η Δράκαινα την κόρη της στον Τέτλεφ.
Στον
πατέρα του θαρρώ πως μοιάζει.. έκανε η άλλη σαν αντίκρισε το γιό της
και μετά έστρεψε και πάλι την προσοχή της στο μικρό που κρατούσε στα χέρια της.
Μεταξύ του Τέτλεφ και της μητέρας του
δεν αναπτύχθηκε κανένας απολύτως σύνδεσμος.
Για τέσσερεις μήνες ζούσαν κάτω από
την ίδια στέγη αδιαφορώντας ο ένας για την παρουσία του άλλου….
=Του άρεσε πάντα του Τέτλεφ γυρνώντας
από το σχολείο να περνά πρώτα από τη λίμνη.
Να πετάει βότσαλα μέσα στα γαλάζια
νερά της και να τρέχει για λίγο ξυπόλυτος στις όχθες της.
Μετά έπαιρνε αργά το μονοπάτι και
γυρνούσε στο σπίτι του.
Έτσι έκανε και εκείνο το μεσημέρι του
Μάρτη…
ΕΒΔΟΜΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ ΜΟΥ ΜΕ ΤΙΤΛΟ: ΜΕ ΘΕΑ ΤΗ ΛΙΜΝΗ
=Η Ναντίν μου λείπει..
Κοντοστάθηκε σαν την είδε αρκετά μέτρα
πιο πέρα να πετάει με μανία τα ρούχα της και μένοντας γυμνή να βουτάει
δισταχτικά τα πόδια της μέσα στα παγωμένα νερά της.
Δεν αντιλήφθηκε την παρουσία του γιου
της.
Έκανε ένα βήμα μπροστά και μετά ακόμα
ένα, δύο, τρία, μέχρι που το νερό έφτασε
μέχρι τη μέση της.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και μετά συνέχισε
να προχωρά ώσπου το νερό έφτασε στους ώμους της και σε λίγο κάλυψε το κεφάλι
της.
Περίμενε για λίγα λεπτά ο Τέτλεφ μήπως
και αναδυθεί από τα παγωμένα της νερά.
Όταν όμως διαπίστωσε πως δεν υπήρχε
πια τέτοια περίπτωση, σταμάτησε να κλωτσάει με τα πόδια του τα βότσαλα και αργά
πήρε για άλλη μια φορά το μονοπάτι που θα τον οδηγούσε στο σπίτι του.
Την επόμενη κιόλας μέρα μια παραμάνα
ανέλαβε το μεγάλωμα του αδελφού του.
=Γύρω στις πέντε το απόγευμα και ενώ ο
Τέτλεφ έχει πέσει σε ένα βαθύ ύπνο, ο Ούλριχ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι είναι
προτιμότερο να μείνουμε και οι δυο το βράδυ στο νοσοκομείο.
Ναι,
ίσως είναι καλύτερα… συμφωνώ
και εγώ άτονα μαζί του.
Πολύ θα ήθελα βέβαια να τον ρωτήσω τι
θα γίνει τα άλλα βράδια.
Τα βράδια που ο αδελφός του θα έχει
επιστρέψει και πάλι στο σπίτι του.
Το αποφεύγω όμως…
Περιορίζομαι μόνο στο να συμφωνήσω
μαζί του για το πως θα περάσει η αποψινή νύχτα και μετά κάθομαι και πάλι στην
άκρη του κρεβατιού και πιάνοντας το χέρι του Τέτλεφ, μένω να κοιτάζω το στήθος
του που η ανάσα του το κάνει ελαφρά να ανεβοκατεβαίνει.
Καθισμένος ο Ούλριχ στην πολυθρόνα δεν
ξεκολλάει τα μάτια του από πάνω μου.
Έχω την αίσθηση πως βρίσκομαι μπροστά
σε έναν αμείλικτο Ιεροεξεταστή του Μεσαίωνα.
Το δισταχτικό χτύπημα της πόρτας κάνει και τους δυο μας να αναπηδήσουμε.
Ναταλί….
ακούω
μιαν απαλή φωνή να με καλεί.
Στρέφομαι με μιας και βλέπω τη Χέλγκα
να στέκεται πίσω από τη μισάνοιχτη πόρτα.
Πετάγεται με μιας ο Ούλριχ όρθιος και
πηγαίνοντας προς την πόρτα την ανοίγει διάπλατα για να περάσει εκείνη μέσα.
Χέλγκα…ψέματα
σου είπα τότε… της
λέω χωρίς να κουνηθώ από τη θέση μου.
Πλησιάζει αυτή κοντά μου και σκύβοντας
με φιλά απαλά στο μέτωπο.
Και
το λιμάνι του Αμβούργου μου άρεσε - συνεχίζω να της λέω -περισσότερο μπορώ να πω από όλα όσα μέχρι
τότε είχα προλάβει να δω…
Γεμίζουν τα μάτια της δάκρυα…
Και οι
λίμνες μου άρεσαν…συμπληρώνω.
Όλες
τις λίμνες που μου έδειξες τις λάτρεψα!
Και
εγώ λάτρεψα εσένα μικρή μου... μου ψιθυρίζει τότε αυτή.
=Χέλγκα…δεν
βλέπω από το παράθυρο τη θάλασσα... της έλεγα θυμάμαι κάθε απόγευμα όταν
μετά από ώρες επίμονης με τα μάτια μου αναζήτησης, δεν κατάφερνα να διακρίνω το
γαλάζιο χρώμα στο βάθος του ορίζοντα.
Κτίρια….μόνο σκούρα, μουντά κτίρια και
ατέλειωτους δρόμους.
Όπου έπεφτε το μάτι μου ολόκληρες
σειρές οικοδομικών τετραγώνων.
Χέλγκα
τη θάλασσα…δείξε μου τη θάλασσα.!!! την παρακαλούσα με τα μάτια θολά από
τα δάκρυα και εκείνη μιας και δεν μπορούσε να εκπληρώσει τούτη μου την
επιθυμία, με έπαιρνε στην αγκαλιά της και άρχιζε να μου μιλά για τα ποτάμια που
διασχίζουν τη χώρα της και τις λίμνες που τα νερά τους είναι το ίδιο γαλάζια με
τα νερά της θάλασσας.
Να
μου τα δείξεις! την
προκάλεσα ένα βράδυ πεισμωμένη και εκείνη δεν μου το αρνήθηκε.
Είδα τα νερά του Δούναβη, του Ρήνου
και του Έλβα να τρέχουν ασταμάτητα μα όσο και αν αυτός ο αδιάκοπος ρους με
γοήτεψε, δεν θέλησα ποτέ να παραδεχτώ την ομορφιά τούτων των ποταμών.
Όσο και αν με μάγεψαν τα ήρεμα νερά
της κάθε λίμνης που στις όχθες της έπαιξα, απέφυγα να ομολογήσω το πόσο
υπέροχες φάνταζαν στα μάτια μου.
Δεν
είναι το ίδιο…συνέχιζα
να της λέω.
Δεν
είναι σαν τη Βρετάνη.
Μα ούτε και η Βόρεια θάλασσα μου
θύμισε κάτι από τον Ατλαντικό.
Άδικος ο κόπος και το ταξίδι που
κάναμε μέχρι εκεί.
Το Αμβούργο δεν έμοιαζε με τη Χάβρη.
Δεν
είναι το ίδιο…της
είπα ξανά.
Δεν
είναι σαν τη Βρετάνη!
Δεν ήταν το ίδιο…μπορεί να ήταν
καλύτερο.
Μικρή σημασία είχε…
Η Σιμόν έλειπε, μακριά από αυτήν τα
πάντα στα μάτια μου φάνταζαν άσχημα.
=Ναταλί…
ακούω ξάφνου τον Τέτλεφ να λέει και με μιας επανέρχομαι στην πραγματικότητα.
Στρέφομαι προς το μέρος του…είναι
λουσμένος στον ιδρώτα.
Πότε
θα φύγουμε; με
ρωτάει με αγωνία.
Σύντομα,
πολύ σύντομα... προσπαθώ
να τον καθησυχάσω.
Αντιλαμβάνεται τότε την παρουσία της
Χέλγκας.
Είναι
η Χέλγκα.. του
εξηγώ μαλακά.
Εσύ
μεγάλωσες με τη Χέλγκα.. επαναλαμβάνει τότε αυτός τα λόγια που είχα πει
εκείνο το βράδυ.
Το τελευταίο βράδυ που περάσαμε η
Ναντίν, ο Τέτλεφ και εγώ παρέα…
Ναι,
εγώ μεγάλωσα με τη Χέλγκα.. επιβεβαιώνω.
Χαμογελά ο Τέτλεφ αχνά και μετά
στρέφεται προς το μέρος της.
Θα
φύγουμε…της
λέει καθώς ο ιδρώτας λούζει το πρόσωπό του.
Πρέπει
να φύγουμε από δω…να πάμε μακριά! Όσο πιο μακριά γίνεται..
Ναι….συμφωνεί απαλά
η Χέλγκα μαζί του.
Να
φύγετε, μόλις γίνεις καλά να φύγετε.
Βοήθα
με…μη με αφήνεις μόνο μου.. την εκλιπαρεί τότε αυτός.
Σαστίζει προς στιγμή εκείνη, μου
ρίχνει μιαν απορημένη ματιά και μετά βιάζεται να τον διαβεβαιώσει πως θα τον
βοηθήσει.
Δεν μπορώ να καταλάβω τι συμβαίνει.
Παραληρεί…νομίζω ότι παραληρεί.
Έχει πλησιάσει ο Ούλριχ κοντά του και
τον κοιτάζει ανήσυχος.
Τέτλεφ…του κάνει
καθώς σκύβει από πάνω του.
Είσαι
καλά; Πες μου είσαι καλά;
Πώς
ήρθαν έτσι τα πράγματα μικρέ; θα ακούσω τότε τον άλλον να του λέει
με όση δύναμη του έχει απομείνει.
Κατάλαβε!
Έχει καταλάβει τα πάντα σκέφτομαι, καθώς
στρέφεται προς τα μένα και με κοιτάζει.
Σήμερα
αυτό που βλέπω στα μάτια σου είναι το Ρήνο…μου λέει σιγανά.
Το
Ρήνο και το Δούναβη μαζί!
Πρώτη
φορά συμβαίνει αυτό.
Έχει ξαναβρεί την ηρεμία του.
Στρέφεται ξανά προς τον Ούλριχ, που
στο μεταξύ έχει ακουμπήσει την πλάτη του στον τοίχο και μας κοιτάζει
ανέκφραστος.
Απόψε
θα περάσω το βράδυ παρέα με τον αδελφό μου…λέει αργά.
Έχουμε
πολύ καιρό να περάσουμε ένα βράδυ μαζί.
Ναι….θα κάνει τότε
ο Ούλριχ.
Η
τελευταία φορά θυμάμαι ήταν πριν από δέκα περίπου μήνες στο Άμστερνταμ...
Μου ρίχνει μια φευγαλέα ματιά και μετά
συμπληρώνει άτονα: Πάλι σε νοσοκομείο
περάσαμε τη νύχτα μας…
ΕΒΔΟΜΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ ΜΟΥ ΜΕ ΤΙΤΛΟ: ΜΕ ΘΕΑ ΤΗ ΛΙΜΝΗ
=Φτάνοντας στο
σπίτι της λίμνης θα ανεβούμε και οι δυο αμίλητες τα σκαλιά και σαν βρεθούμε στο
διάδρομο που χωρίζει τα δυο διαμερίσματα, θα ανοίξω αυτόματα με τα κλειδιά μου
την πόρτα που οδηγεί στο διαμέρισμα του Τέτλεφ.
Όμορφο…
λέει
η Χέλγκα αφού αφήσει για λίγο το βλέμμα της να πλανηθεί σε αυτόν το χώρο.
Ένα
όμορφο σπίτι δεν αρκεί... της κάνω θλιμμένα καθώς γεμίζω τις κούπες μας με
τσάι.
Δυνατή
προσωπικότητα και παράλληλα άνθρωπος με ευαισθησίες... μου λέει
συνεχίζοντας να κοιτάζει γύρω της.
Γελάω. Πώς το βγάζεις αυτό το συμπέρασμα; τη ρωτάω ακουμπώντας τα
φλιτζάνια μας πάνω στο τραπέζι.
Ο
προσωπικός χώρος του καθενός αντανακλά και την προσωπικότητά του.. μου εξηγεί
χαμογελαστή.
Πίνουμε μια δυο γουλιές από το τσάι
μας και μετά αποφεύγοντας να την κοιτάξω τη ρωτάω: Εκείνος τι κάνει;
Ετοιμάζει
τις βαλίτσες του…μου
απαντά ανάλαφρα.
Δυο
μήνες τώρα προσπαθεί να πακετάρει τα πράγματά του.
Σηκώνω τα μάτια και την κοιτάζω.
Δεν
καταλαβαίνω.. λέω
απορημένη.
Αποφάσισε
να γυρίσει στη Λευκάδα.
Θα
μείνει εκεί λέει, μέχρι που να κλείσει τα μάτια του.. μου εξηγεί
ήρεμα η Χέλγκα.
Η έκπληξη που δοκιμάζω είναι μεγάλη.
Δεν πίστεψα ποτέ ότι θα
πραγματοποιούσε τα όσα έλεγε τόσα χρόνια σχετικά με την επιστροφή του στην
πατρίδα.
Και
εσύ….τη
ρωτάω μουδιασμένα.
Θα
πας μαζί του;
Δεν
υπάρχει λόγος…μου
απαντά αδιάφορα.
Το
πολύ σε τρεις μήνες θα γυρίσει πίσω.
Παίρνει ένα τσιγάρο από το πακέτο της,
το φέρνει στα χείλη της και το ανάβει.
Από τότε που τη θυμάμαι, οι τρόποι της
και οι κινήσεις της συνοδεύονται από μια φυσική ευγένεια και χάρη που όσο και
αν προσπάθησα όταν ήμουν μικρή να μιμηθώ, δεν κατάφερα ποτέ να έχω το σωστό
αποτέλεσμα.
Στο τέλος συμβιβάστηκα με την ιδέα ότι
ήμουν <αλητάκι> όπως συχνά αστειευόταν η Σιμόν όταν αναφερόταν στην
εμφάνισή μου.
Και όσο τα χρόνια περνούσαν τόσο εγώ
και χωρίς να μπορώ να εξηγήσω το λόγο, βάλθηκα να επιβάλω στον εαυτό μου τούτη
την εικόνα.
Μιαν εικόνα που μέχρι σήμερα δεν έχω
απαρνηθεί.
Εξακολουθούν τα μακριά μου μαλλιά να
πλαισιώνουν ένα πρόσωπο, που πάνω του δεν έχει ίχνος μακιγιάζ.
Συνεχίζω να φοράω ότι πιο ασουλούπωτο
ρούχο υπάρχει στην αγορά, όπως λέει ο πατέρας μου, χωρίς να δίνω δεκάρα για το
αν αυτό μου αφαιρεί πολλούς <πόντους> από τη θηλυκότητά μου.
Αυτό μου το λέει κάθε που με βλέπει η
Σιμόν.
Όσο για τους τρόπους μου, αν κρίνω από
τις παρατηρήσεις που συνεχώς μου έκανε η γιαγιά μου, πρέπει να είναι φριχτοί.
Κορίτσι
είσαι εσύ….έλεγε
και ξανάλεγε.
Πώς
φέρεσαι έτσι; Σαν τα χαμίνια που βλέπω να τριγυρνούν στους σταθμούς!
Ποιό
παλικάρι θα τολμήσει να σε πλησιάσει;
Μην
αντιμιλάς!
Να
είσαι ευγενική!
Να
χαμηλώνεις τα μάτια όταν οι μεγάλοι σου απευθύνουν το λόγο. Μην κοιτάς τα
αγόρια!
Θα
σε παρεξηγήσουν οι γείτονες!
Δεκάξι
χρονών έγινες, βγάλε αυτά τα βρωμοπαντέλονα από πάνω σου!
Πώς
κάθεσαι έτσι;
Σταύρωσε
τα πόδια σου, δείξε γυναίκα και σταμάτα να βρίζεις μέσα από τα δόντια σου!
Καταλαβαίνω πως βρίζεις έστω και αν βρίζεις σε αυτήν την απαίσια γλώσσα!
Πάντα στα γαλλικά έβριζα και
εξακολουθώ μέχρι τώρα να βρίζω.
Μα
δεν φταις εσύ…ΑΥΤΗ φταίει!
Για
να μη σου πω και για την ΑΛΛΗ, κακό χρόνο να ’χει!
Στραβώθηκε
ο γιος μου;
Μια
γυναίκα της προκοπής δεν μπόρεσε να βρει;
Τι
περιμένεις μετά; Να βγει σωστό παιδί;
Την μισούσα τη μέγαιρα…Μου ερχόταν να
χιμήξω καταπάνω της και να τη σπάσω στο ξύλο.
Αντί όμως γι’ αυτό περιοριζόμουν απλά
στο να κάνω φούσκες με την τσίκλα που μασούσα και να την κοιτάζω απαθέστατη.
Το
πολύ σε τρεις μήνες θα έχει γυρίσει πίσω.. ακούω τη Χέλγκα να μου λέει και
με μιας επιστρέφω στο σήμερα.
Το
ξέρει και ο ίδιος πως θα γυρίσει. Είτε του αρέσει, είτε όχι, μετά από σαράντα
χρόνια εδώ νιώθει πια πως είναι το σπίτι του.
Την βλέπω να σβήνει το τσιγάρο της στο
σταχτοδοχείο.
Πάντα μέχρι τη μέση το καπνίζει και
μετά το πετάει.
Μένω για λίγο αναποφάσιστη και μετά
αρχίζω να της μιλάω……..
=Η Ναντίν μου λείπει..
Έχω να τη δω πάνω από ένα μήνα.
Θέλησα πολλές φορές να επικοινωνήσω
τηλεφωνικώς μαζί της, μα κάθε φορά που πατούσα τα πλήκτρα του τηλεφώνου για να
σχηματίσω τον αριθμό της, διέκοπτα τη σύνδεση μόλις έφτανα στο τελευταίο
νούμερο.
Δεν έχει νόημα πια και το ξέρω.
Τριάντα μέρες και βάλε πέρασαν από
εκείνο το βράδυ..
Είσαι
έτοιμη; με
ρώτησε τότε και εγώ δεν πρόλαβα να της απαντήσω. Με είχε ήδη παρασύρει ο Τέτλεφ
έξω από το σπίτι της.
Κατεβαίναμε θυμάμαι δυο δυο τα σκαλιά,
βιαζόταν αφάνταστα να βρεθούμε μακριά από αυτήν την πολυκατοικία.
Ίσως και να φοβόταν μήπως αλλάξω γνώμη και γυρίσω ξανά πίσω.
Σαν φτάσαμε στο σπίτι της λίμνης, μου
άνοιξε την πόρτα και εγώ πέρασα σιωπηλή το κατώφλι του προσπαθώντας να σβήσω
από τη μνήμη μου την τελευταία φορά που βρεθήκαμε οι τρεις μας εκεί μέσα.
Εκείνο το βράδυ που έσβησαν τα πάντα
από μπροστά μου σαν ένιωσα τα χέρια του να σφίγγονται γύρω από τη μέση μου και
με βραχνή φωνή να λέει στη Ναντίν: Λυπάμαι
μωρό μου…
Μου λείπει η Ναντίν…του είπα του
Τέτλεφ για το πόσο μου λείπει.
Ήμασταν ξαπλωμένοι στο κρεβάτι και
καθώς αυτός με πήρε στην αγκαλιά του, του το ομολόγησα.
Σταμάτα
να μιλάς γι’ αυτήν! μου
έκανε τότε άγρια και πέφτοντας από πάνω μου, κόλλησε το στόμα του στο δικό μου.
Μην
προσπαθείς να με τρελάνεις.. μου ψιθύριζε όση ώρα κάναμε έρωτα.
Μην
παίζεις μαζί μου…
Μα δεν έπαιζα μαζί του, την αλήθεια
του έλεγα.
Γιατί τον ενόχλησε τόσο η αλήθεια;
Και περνά ο δεύτερος μήνας…
Κάτι δεν πάει καλά μαζί του.
Μπαίνει στο γραφείο του και μετά από
μια ώρα το πολύ πετάγεται έξω.
Δεν
πάει πιο κάτω…μου
λέει εκνευρισμένος.
Στο
πέμπτο κεφάλαιο…εκεί μείναμε.
Στο
πέμπτο κεφάλαιο!! γρυλίζει.
Πλησιάζει στο στέρεο και εγώ ξέρω πως
για άλλη μια φορά, τη δέκατη ίσως φορά μέσα σε μια μέρα, θα ακούσω τη
<Συμφωνία των λουλουδιών.>
Τις τελευταίες δέκα μέρες η
συγκεκριμένη συμφωνία του Μάλερ παίζεται αδιάκοπα μέσα σε αυτό το σπίτι και σε
μια ένταση που πολλές φορές κάνει τα τζάμια των παραθύρων να τρίζουν.
Τον βλέπω να πηγαίνει πέρα δώθε στο
χώρο του καθιστικού, κρατώντας στα χέρια του το ποτήρι με το κονιάκ που
αργοπίνει.
Είναι χαμένος στις σκέψεις του…κι’ αυτό
το τηλέφωνο που χτυπά κάθε τόσο…
Από το κανάλι, την εφημερίδα, τον
εκδότη του, το λογιστή.
Στο
διάβολο! ξεσπάει
στο τέλος.
Πες
τους πως χάθηκα, πέθανα, δεν υπάρχω πια!
Μόλις όμως πάω να σηκώσω το ακουστικό
μου το αρπάζει από τα χέρια και απαντώντας στο κάλεσμά του, βιάζεται να
κλειστεί στο γραφείο του και για κάμποση ώρα να συνομιλεί μαζί τους.
Αργά το βράδυ και καθώς καθόμαστε
μπροστά στο τζάκι θα πετάξει κάποιες σκόρπιες κουβέντες: Στην εκπομπή της Τετάρτης έχω τον Χ προσκεκλημένο. Θα πρέπει να
επιμείνω ιδιαίτερα…σταματάει απότομα.
Σηκώνεται βιαστικά και πάει στο
γραφείο του για να σημειώσει τα σημεία εκείνα στα οποία θα πρέπει να σταθεί.
Γυρίζει μετά από λίγο κοντά μου, ανάβει
ένα τσιγάρο και αφηρημένος αρχίζει να μου χαϊδεύει τα μαλλιά.
Να
βάλω μια σειρά στα άρθρα… μονολογεί καθώς εγώ κοιτάζω αδιάφορα τις σπίθες
από το χοντρό κορμό που σιγοκαίγεται στο τζάκι.
Αρνείται να ρωτήσει την άποψή μου για
οτιδήποτε.
Συζητά μαζί μου ελάχιστα έως καθόλου
για την όποια του επαγγελματική δραστηριότητα.
Με κρατάει μακριά από κάθε πρόβλημα
που αντιμετωπίζει και το κυριότερο, δεν μου έχει κάνει την παραμικρή αναφορά
για το θέμα του καινούργιου του βιβλίου.
Εγώ δεν είμαι η Ναντίν, για ποιό λόγο
λοιπόν να ασχοληθεί ή να συζητήσει μαζί μου;
Ούτε για το τηλέφωνο που χτυπά στις
τέσσερεις τα ξημερώματα θα θελήσει να μου δώσει πολλές εξηγήσεις.
Ο
αδελφός μου - θα
μου πει μόνο ταραγμένος- κάποιο πρόβλημα
με τον αδελφό μου….Πρέπει να φύγω για το Άμστερνταμ.
Πες
μου τι συμβαίνει…
του κάνω μαλακά.
Είναι
κάτι σοβαρό; Πες μου πώς μπορώ να βοηθήσω;
Σου
εξήγησα, κάποιο πρόβλημα με τον αδελφό μου.. μου λέει τότε κοφτά.
Σε
λίγες μέρες θα είμαι πίσω.
Άσε
με να έρθω μαζί σου...του προτείνω καθώς τον βλέπω να ντύνεται στα
γρήγορα.
Όχι.
Ένα κοφτό όχι.
Αυτό ήταν όλο και σε μισή ώρα έχει
φύγει από το σπίτι.
=Όταν μετά από μια βδομάδα επιστρέφει
δεν είναι μόνος του.
Τον βλέπω να περνά το κατώφλι της πόρτας μαζί με ένα
νεαρό άντρα που κρατάει στα χέρια του ένα ταξιδιωτικό σάκο.
Ο
αδελφός μου.. μου
τον συστήνει και μετά δίνοντάς μου ένα πεταχτό φιλί στα χείλη, βιάζεται να
πετάξει το παλτό του σε μια καρέκλα και αποκαμωμένος σωριάζεται στον καναπέ.
Θα
μείνει μαζί μας για μερικές μέρες... τον ακούω να μου εξηγεί καθώς γέρνει
το κεφάλι του προς τα πίσω και με τα δάχτυλά του κάνει μαλάξεις στα μάτια του.
Το
διπλανό διαμέρισμα είναι χρόνια τώρα κλειστό.
Πρέπει
να το φρεσκάρουμε λίγο πριν μπει ο Ούλριχ μέσα.. προσθέτει
κουρασμένα.
Δεν λέει ο άλλος να κουνηθεί από τη
θέση του.
Λες και έχει μαρμαρώσει στέκεται δίπλα
από την πόρτα, κρατώντας ακόμα το σάκο στα χέρια του.
Πάω τότε κοντά του και χαμογελώντας
του, του λέω μαλακά: Να σου δείξω το
δωμάτιο σου.
Με ακολουθεί αυτός σιωπηλός στο
δωμάτιο των ξένων.
Μόλις μπούμε μέσα πετάει το σάκο σε
μιαν άκρη και βιάζεται να κάτσει στο κρεβάτι.
Κάπου έχει πληγωθεί…σε κάποιο σημείο
του σώματός του πρέπει να είναι πληγωμένος. Οποιαδήποτε κίνησή του συνοδεύεται
από μια γκριμάτσα πόνου.
Είσαι
καλά; τον
ρωτάω και πηγαίνοντας κοντά του κάθομαι δίπλα του και ακουμπώ το χέρι μου στον
ώμο του.
Γυρνάει τότε εκείνος και με κοιτάζει.
Από τις λίγες φορές στη ζωή μου που το
πρόσωπο ενός άντρα θα μου φανεί τόσο εκπληκτικά ωραίο….
Καλά
είμαι...μου
κάνει χαμογελώντας θλιμμένα.
Ωραία
λοιπόν.. του
λέω και βιάζομαι να σηκωθώ.
Δεν ξέρω γιατί, μα το βλέμμα του μου
προκάλεσε μιαν αμηχανία και ένα σάστισμα που με δυσκολία κατάφερα να κρύψω.
Αν
χρειαστείς κάτι, μη διστάσεις να μου το ζητήσεις...προσθέτω όσο
πιο ανάλαφρα μπορώ.
Θα
το θυμάμαι αυτό…ψιθυρίζει
εκείνος εξακολουθώντας να με κοιτάζει.
Όταν λίγη ώρα αργότερα βρεθώ μόνη μου
με τον Τέτλεφ, δεν θα του θέσω καμία απολύτως ερώτηση σχετικά με τον αδελφό
του. Το ύφος του μου δίνει καθαρά να
καταλάβω πως δεν είναι διατεθειμένος να δώσει εξηγήσεις για το οτιδήποτε.
=Τις μέρες που ο Ούλριχ θα μείνει μαζί
μας θα βγαίνει σπάνια από το δωμάτιό του.
Τις περισσότερες ώρες τις περνάει
ξαπλωμένος στο κρεβάτι του και μέσα στο μισοσκόταδο καρφώνει το βλέμμα του στο
ταβάνι.
Αυτή η επιμονή του να έχει καρφωμένο
το βλέμμα του στην οροφή του δωματίου, αρχίζει να με εκνευρίζει.
Αυτή η μανία του να κρατάει τα
παντζούρια κλειστά, εμποδίζοντας έτσι το φως της μέρας να μπει σε τούτο το
χώρο, αρχίζει να με αρρωσταίνει.
Παρόλα αυτά κάθε που χτυπώ την πόρτα για να μπω στο δωμάτιο του,
φορώ το πιο όμορφο χαμόγελό μου.
Θα
έρθεις να φάμε; τον
ρωτάω γλυκά.
Όλοι
μαζί, σαν μια αγαπημένη οικογένεια… σαρκάζει τότε εκείνος χωρίς να μπαίνει
πια στον κόπο να με κοιτάξει.
Ακριβώς
έτσι.. του
κάνω εγώ ήρεμα και περιμένω υπομονετικά μέχρι που αυτός αποφασίζει επιτέλους να
σηκωθεί και απρόθυμα να με ακολουθήσει.
=Όλο αυτό το διάστημα ο Τέτλεφ δεν
κάνει καμιά προσπάθεια για να τον πλησιάσει, να ανοίξει μια συζήτηση μαζί του, να
τον ρωτήσει έστω τυπικά αν χρειάζεται κάτι.
Αντιμετωπίζει απλά την κατάσταση με
μια παγερή αδιαφορία.
Ένα απόγευμα όμως και καθώς εγώ κάνω
τη συνηθισμένη μου επίσκεψη στο δωμάτιο του Ούλριχ, για να του υπενθυμίσω για
άλλη μια φορά ότι το δείπνο είναι έτοιμο, βλέπω τον Τέτλεφ να μπαίνει φουριόζος
μέσα και πηγαίνοντας στο κρεβάτι του τον τραβάει απότομα από τους ώμους.
Σήκω
πάνω!
του φωνάζει άγρια.
Αρκετά
κράτησε αυτή η ιστορία.
Το
σπίτι δίπλα είναι έτοιμο.
Αύριο
το πρωί μετακομίζεις στο διαμερισματάκι σου και το μεσημέρι πιάνεις δουλειά στο
πανδοχείο.
Αρκετά
χρόνια κράτησαν οι διακοπές σου!!!
Πετάγεται ο άλλος με μιας όρθιος και
στέκεται αντίκρυ του.
Απόψε
κιόλας φεύγω…του
ανακοινώνει ψυχρά.
Αυτή
τη στιγμή μαζεύω τα πράγματα μου και φεύγω.
Είσαι σίγουρος πως μπορείς;
του αντιγυρίζει τότε ο Τέτλεφ το ίδιο αν όχι και περισσότερο ψυχρά.
Αν
είσαι σίγουρος, τότε σε προκαλώ να το κάνεις.
Και καθώς ο Ούλριχ μένει μετέωρος να
τον κοιτάζει, του γυρνάει την πλάτη και βγαίνει από το δωμάτιο.
Καθώς περνά από δίπλα μου τον ακούω να
μου λέει σαρκαστικά:<Σταμάτα να
παριστάνεις καλή μου τη μπέιμπι-σίτερ…Δεν σου πάει καθόλου τούτος ο ρόλος.
Δεν δίνω σημασία στα λόγια του.
Περιμένω απλά να ακούσω την πόρτα του
γραφείου του να χτυπά, σημάδι πως για άλλη μια φορά έχει κλειστεί σε αυτό το
χώρο και μετά βιάζομαι να πάω κοντά στον Ούλριχ.
Δείχνει ολότελα χαμένος.
Καθώς του πιάνω τα χέρια διαπιστώνω
ότι είναι απελπιστικά κρύα και συγχρόνως βρεγμένα από τον ιδρώτα.
Είμαι σίγουρη πως κάτι δεν πάει καλά
μαζί του, δεν είναι όμως η κατάλληλη στιγμή για να ψάξω να βρω το τι.
Ούλριχ!!
του
κάνω ταραγμένη καθώς βλέπω το κορμί του να τρέμει.
Την
αγκαλιά σου….μου
ψιθυρίζει τότε αυτός.
Για
ένα λεπτό χρειάζομαι την αγκαλιά σου…
Καθώς τον αγκαλιάζω αισθάνομαι για
πρώτη φορά να μισώ τον Τέτλεφ.
Πώς μπόρεσε να φέρει σε τέτοια
απελπιστική κατάσταση αυτόν τον άνθρωπο;
=Από την επόμενη κιόλας μέρα ο Ούλριχ
ακολουθεί κατά γράμμα τα καθήκοντα που του ανέθεσε ο αδελφός του.
Αναλαμβάνει τη διεύθυνση του
πανδοχείου ξεκινάει την ανακαίνιση, επιλέγει νέο προσωπικό και προσπαθεί
φιλότιμα να το βγάλει από τη φάση της υπολειτουργίας στην οποία χρόνια τώρα
είχε υποπέσει, μιας και μέχρι σήμερα κανείς από τους δυο αδελφούς δεν ήταν διατεθειμένος να ασχοληθεί με αυτήν
την υπόθεση.
Διαμορφώνει επίσης όμορφα και ζεστά το
χώρο του σπιτιού του.
Τον βοηθάω και εγώ λίγο σε
αυτό…Διαλέγουμε μαζί τα έπιπλα, τους πίνακες, τα φυτά εσωτερικού χώρου και όταν
πια όλα τοποθετηθούν στη θέση που τους πρέπει, με προσκαλεί ένα βράδυ να το
γιορτάσουμε κάνοντάς μου το τραπέζι στη μικρή του κουζίνα.
Ο Τέτλεφ δεν έχει χρόνο να παρευρεθεί σε αυτό το
εορταστικό
δείπνο αφού ακόμα ασχολείται με το
πέμπτο κεφάλαιο.
Ανοίγει ένα μπουκάλι κρασί ο Ούλριχ
και γεμίζει τα ποτήρια μας.
Στην
υγειά του διπλανού μου γείτονα και του πιο καλού μου φιλαράκου! του κάνω τσουγκρίζοντας το ποτήρι μου
με το δικό του.
=Και για δέκα μήνες ο Ούλριχ είναι το
φιλαράκι του απέναντι διαμερίσματος και αρκετές φορές θεατής ή απλά ακροατής
των θεατρικών πράξεων που παίζονται στο
διπλανό σπίτι…..
Δεν προχωράει το πέμπτο κεφάλαιο.
Μαίνεται ο Τέτλεφ τα βράδια….
Με ξεκουφαίνει η ένταση της μουσικής.
Ο Μάλερ συνεχίζει να κρατάει τα
πρωτεία, ακολουθεί ο Σοστακόβιτς, έπεται ο Σουκ και για φινάλε η 9η
του Μπετόβεν.
Δεν βλέπω όμως να τον βοηθάει κανείς
από αυτούς τους μουσουργούς να συνεχίσει το γράψιμο του βιβλίου του.
Ξεσπάει τότε πάνω μου.
Μόλις πάω να πω μια κουβέντα μου
επιτίθεται: Σταμάτα να λες ανοησίες!! μου
φωνάζει.
Βαρέθηκα
τόσους μήνες να ακούω να λες ότι μαλακία σου κατεβαίνει στο κεφάλι!!
Σωπαίνω…
Σιχαίνομαι
να σε βλέπω να παριστάνεις τη σιωπηλή και θλιμμένη ύπαρξη!!
Αδιαφορώ…
Δεκάρα
δεν δίνεις αν ζω ή πεθαίνω! Για το μόνο που νοιάζεσαι είναι για αυτά τα
αναθεματισμένα λουλούδια σου!
Μέρα
νύχτα με αυτά ασχολείσαι! ουρλιάζει και μανιασμένος ένα βράδυ ξεριζώνει το
γιούκο που πριν από λίγα λεπτά πότιζα.
Πέτα
τα όλα! Δεν τα θέλω εδώ μέσα! φωνάζει και ανοίγοντας την πόρτα
αρχίζει να πετάει μία μία τις γλάστρες στις σκάλες του διαδρόμου.
Η μόνη σκέψη που περνά εκείνη τη
στιγμή από το μυαλό μου είναι, ότι όταν έρθει το πρωί η κοπέλα που καθαρίζει
και τα δυο διαμερίσματα θα δοκιμάσει ίσως τη μεγαλύτερη έκπληξη της ζωής της, βλέποντας
κιλά από χώμα σκορπισμένα στο διάδρομο και στις σκάλες της εισόδου, τις πήλινες
γλάστρες χίλια κομμάτια και τα φυτά ξεριζωμένα να στέκονται με τις ρίζες τους
προς τα πάνω.
Όταν θα αφήσει και την τελευταία
γλάστρα να σκάσει με δύναμη στο κεφαλόσκαλο, μένει για λίγα λεπτά να κοιτάζει
σαστισμένος τα αποτελέσματα της μανίας του και μετά βιάζεται να κλειστεί και
πάλι στο γραφείο του για να καταπιαστεί αυτή τη φορά όχι με το 5ο
κεφάλαιο, αλλά με το άρθρο που το πρωί θα πρέπει να παραδώσει στην εφημερίδα.
Εφοδιάζομαι τότε εγώ με ότι χρειάζομαι
για τον καθαρισμό της εισόδου, μιας και δεν θέλω να βγει αύριο παράρτημα σε όλο
το χωριό ότι ο Τέτλεφ έπαθε σεληνιασμό και βγαίνω στο διάδρομο.
Ο Ούλριχ βρίσκεται ήδη στο τελευταίο σκαλί και μαζεύει
με ένα φαράσι τα χώματα.
Ξεκινάω να καθαρίζω από το κεφαλόσκαλο
και συναντιόμαστε κάπου στη μέση της σκάλας.
Λίγο
ακόμα και τα καταφέραμε...μου λέει καθώς αδειάζει άλλο ένα φαράσι με χώμα
μέσα στη σακούλα απορριμμάτων.
Λίγο
ακόμα.. ψιθυρίζω
ντροπιασμένη.
Είναι κοντά τρεις τα ξημερώματα…..
=Και η ιστορία συνεχίζεται..
Χάθηκαν οι σημειώσεις του!!
Ένα βράδυ γύρω στις μία διαπιστώνει πως εξαφανίστηκαν οι σημειώσεις με το πρόγραμμα
της βδομάδας.
Ποιός
μπήκε στο γραφείο μου; ουρλιάζει μπαίνοντας φουριόζος στο υπνοδωμάτιο.
Ποιός
τόλμησε να μπει εκεί μέσα;
Κανείς
δεν μπήκε...του
κάνω όσο πιο ήρεμα μπορώ.
Τότε
πώς χάθηκαν οι κόλες με τις σημειώσεις μου;
Κάπου
θα τις έχεις καταχωνιάσει και δεν θυμάσαι..
Τώρα
πας να με βγάλεις και ηλίθιο; φωνάζει έξαλλος.
Πετάγομαι τότε θυμωμένη από το κρεβάτι
μου.
Γιατί
τι άλλο σε έχω βγάλει; τον προκαλώ και μη μπορώντας πλέον να συγκρατήσω
το θυμό μου χυμάω καταπάνω του.
Δεν θυμάμαι ποιος από τους δυο μας
χαστούκισε τον άλλον πρώτος, ούτε ποιος έβρισε περισσότερο χυδαία.
Αυτό που θυμάμαι είναι ότι κάποια
στιγμή γύρω στις δυο τα ξημερώματα, άνοιξα την πόρτα του διαμερίσματος και
πετώντας του μιαν ακόμα βρισιά βγήκα στο διάδρομο.
Η μύτη μου έτρεχε αίμα κι’ εγώ
βιάστηκα να τη σκουπίσω με την αναστροφή της παλάμης μου.
Καθώς έκανα να κάτσω στο κεφαλόσκαλο
λίγο έλειψε να κατρακυλήσω στις σκάλες από τον τρόμο που ένιωσα, σαν άκουσα
έναν εκκωφαντικό κρότο να μου τρυπά τα αυτιά.
Χρειάστηκε να περάσουν λίγα λεπτά
μέχρις ότου να συνέλθω και γυρνώντας προς τα κει από όπου ήρθε ο θόρυβος, να
διαπιστώσω πως η πόρτα είχε κλείσει με ορμή πίσω μου.
Την είχε κλείσει αυτός…
Στο
διάβολο να πας!! σφύριξα
μέσα από τα δόντια μου και μετά βολεύτηκα στο σκαλί και προσπαθώντας να αγνοήσω
το κρύο που περόνιαζε το κορμί μου μιας και το μόνο που φορούσα ήταν ένα
φανελάκι και το σλιπάκι μου, ακούμπησα το κεφάλι μου στον τοίχο και έκλεισα τα
μάτια.
Το πρωί θα έφευγα….είχα αποφασίσει το
πρωί να φύγω.
Νιώθω ξάφνου κάτι να μου ζεσταίνει την
πλάτη.
Γυρνώ ξαφνιασμένη και βλέπω τον Ούλριχ
να ’χει γονατίσει πίσω μου και να σκεπάζει τους ώμους μου με το μπουφάν του.
Σφιγμένα τα χαρακτηριστικά του
προσώπου του…
Έλα
σπίτι μου….ψιθυρίζει.
Σε
παρακαλώ έλα μέσα..
Καληνύχτα..
του
κάνω αδιάφορα καθώς τυλίγομαι με το μπουφάν του κι’ εκείνος δεν επιμένει άλλο.
Σηκώνεται και με ασταθή βήματα πάει
κατά την μισάνοιχτη πόρτα του διαμερίσματός του.
Την κλείνει σιγανά λίγα λεπτά αφότου
μπει μέσα.
Δεν ξέρω μετά από πόση ώρα θα ανοίξει
η πόρτα του αντικρινού κι’ εγώ θα δω τον Τέτλεφ να έρχεται δειλά προς το μέρος
μου.
Τις
βρήκα τις σημειώσεις μου…λέει βραχνά καθώς με αγκαλιάζει.
Είχες
δίκιο, τις είχα καταχωνιάσει.
Καθώς αρχίζει να με φιλά απαλά στο
λαιμό καταλαβαίνω ότι για άλλη μια φορά έχω αναβάλλει δυστυχώς το φευγιό μου.
=Του λείπει εκείνη…
Βλέπω κάποιες στιγμές τη θλίψη να
σκιάζει τα μάτια του όταν τυχαίνει να αναφερθεί φευγαλέα σε περιόδους της ζωής
του, κατά τη διάρκεια των οποίων η Ναντίν ήταν κοντά του.
Θυμάμαι
πως εκείνο το Γενάρη στο Παρίσι είχα ξεμείνει από λεφτά….αρχίζει να
λέει θλιμμένα.
Το
πρώτο μου βιβλίο βρισκόταν ήδη στα χέρια του εκδότη μου, εγώ όμως δεν είχα δει
ακόμα ούτε ένα φράγκο να περνάει στα δικά μου τα χέρια.
Συναντήθηκα
τότε στο Καρτιέ Λατέν με την… σταματά απότομα την αφήγησή του.
Με
ποιάν; τον
προκαλώ εγώ και τότε αυτός σωπαίνει.
Με θυμώνει η σιωπή του, κάνω να φύγω
από κοντά του και τότε βιάζεται να με πάρει στην αγκαλιά του και να με σφίξει
πάνω του.
Ούτε
θυμάμαι με ποιαν συναντήθηκα…μου ψιθυρίζει.
Έχουν
περάσει πια τόσα χρόνια…
Δεν πρόκειται να τη σβήσει από τη
μνήμη του.
Η Ναντίν που άκουγε τους χτύπους της
καρδιάς της, η Ναντίν που μιλούσε μαζί της για τα πάντα, που την εμπιστευόταν
και ήθελε να γεράσει μαζί της.
Αυτή πάντα μπροστά του!
Όσο και αν προσπαθήσει δεν πρόκειται
ποτέ να τη βγάλει από την καρδιά και από το μυαλό του.
Μήνες τώρα μια απουσία που μεγαλόπρεπα
παρουσία είναι κι’ εγώ τη μισώ!
Νομίζω πια πως τη μισώ.
Σου
λείπει!!!
του φωνάζω ένα βράδυ.
Γιατί
επιτέλους δεν παραδέχεσαι πως δίχως αυτήν νιώθεις χαμένος;
Εξ’
ιδίων κρίνεις τα αλλότρια.. μου πετάει ψυχρά και κάνει να μου
γυρίσει την πλάτη.
Γιατί
δεν γυρνάς και πάλι κοντά της; επιμένω να τον προκαλώ.
Αυτή
είναι η μόνη λύση για να ξαναβρείς την ισορροπία σου!!
Όσο
για μια τρύπα για να τον χώνεις όποτε σου κάνει κέφι, πάντα θα βρίσκεις.
Σ’
αυτό δεν νομίζω να αντιμετωπίσεις ποτέ σου καμιά δυσκολία!
Πού
είναι λοιπόν το πρόβλημα;
Το πρόβλημα είναι μάλλον δικό μου,
γιατί το χαστούκι που πέφτει με δύναμη πάνω στο μάγουλό μου, με κάνει προς
στιγμή να χάσω το φως μπρος από τα μάτια μου.
Θα περιμένω λιγάκι μέχρι που να
μπορέσω να διακρίνω καθαρά σε ποιο ακριβώς σημείο βρίσκεται αυτός και μετά θα
χιμήξω με τέτοια ορμή καταπάνω του που δεν θα του αφήσω κανένα περιθώριο για να
σκεφτεί, να αντιδράσει, να προφυλαχτεί από τα αλλεπάλληλα χτυπήματά μου.
Μάλλον χρειάζομαι ψυχίατρο…
Πώς μπόρεσα κι’ έκανα κάτι τέτοιο, σκέφτομαι
σαν βλέπω το αίμα να κυλάει πάνω στο γρατζουνισμένο του πρόσωπο.
Τι
συμβαίνει με μας τους δυο Ναταλί; με ρωτάει σιγανά καθώς εγώ πισωπατώ
τρομαγμένη.
Όγδοη συνέχεια του μυθιστορήματος μου με τίτλο : Με θέα τη λίμνη.
=Τη
βδομάδα που θα ακολουθήσει θα είναι σιωπηλός και θλιμμένος.
Όγδοη συνέχεια του μυθιστορήματος μου με τίτλο : Με θέα τη λίμνη.
=Τη
βδομάδα που θα ακολουθήσει θα είναι σιωπηλός και θλιμμένος.
Δεν θα επιχειρήσει να καταπιαστεί με
το 5ο Κεφάλαιο, και δεν θα δείξει απέναντί μου καμία εριστική
διάθεση.
Επιστρέφει στο σπίτι αργά το απόγευμα
και αφού κάνει ένα μπάνιο θα κάθεται στον καναπέ κι’ ενώ ακούει γι’ άλλη μια
φορά τη Συμφωνία των λουλουδιών, σε χαμηλότερη ομολογουμένως ένταση από τις
προηγούμενες, απολαμβάνει το κονιάκ του.
Και δεν σταματά να πίνει αν πρώτα δεν
αδειάσει εντελώς το μπουκάλι. Κάποια στιγμή μου γνέφει να πάω κοντά του, να
κάτσω στο πλάι του και όταν εγώ το κάνω, με αγκαλιάζει και εξακολουθώντας να
μένει σιωπηλός θα μπλέκει τα δάχτυλα του στις τούφες των μαλλιών μου και
αφηρημένα παίζει με αυτές.
Γιατί τάχα το δυνατό άρωμα του
αφρόλουτρου δεν καταφέρνει να εξαλείψει από το σώμα του το άρωμα εκείνης, που
πριν από λίγο και ποιος ξέρει σε ποιο απόμερο σημείο της πόλης, τον ένιωθε να
μπαίνει ορμητικά μέσα της…
Γιατί ποτέ το άρωμα του
αφρόλουτρου δεν καταφέρνει να εξαλείψει
την ποικιλία των γυναικείων αρωμάτων, που εδώ και μήνες τον συνοδεύουν τα βράδια που γυρνά στο σπίτι…
Με τον Ούλριχ δεν έχει ιδιαίτερες
επαφές.
Κάποια μεσημέρια μόνο και γυρνώντας
από το γραφείο του μπορεί να συναντηθούν οι δυο τους στο διάδρομο και τότε τον
ρωτάει στα πεταχτά για το πώς τα πάει με το πανδοχείο.
Αν υπάρχει κάποιο πρόβλημα στο οποίο
θα μπορούσε να βοηθήσει ή ενδεχομένως χρηματικές εκκρεμότητες, ώστε να δώσει
εντολή στην τράπεζα για μία ακόμα ανάληψη.
Μόνο κάθε Δευτέρα απόγευμα φεύγουν και οι δυο μαζί, άγνωστο για που.
Συναντιούνται τη συγκεκριμένη ώρα στο
γκαράζ, μπαίνουν στο αυτοκίνητο και εξαφανίζονται για κάμποσες ώρες.
Αυτό συμβαίνει από τότε που ο Ούλριχ
γύρισε από το Άμστερνταμ.
Τα απογεύματα της Δευτέρας το ραντεβού
τους είναι φιξαρισμένο.
=Και ο καιρός κυλάει…..
Η συμπεριφορά του Τέτλεφ χειροτερεύει
και η δική μου αδιαφορία φαίνεται πλέον καθαρά.
Παρόλα αυτά κανείς από τους δυο μας
δεν αποφασίζει να δώσει τέλος σε αυτή τη σχέση.
Άγνωστο το γιατί.
Φεύγει συχνά τα απογεύματα μιας και
όλο σε κάποια εκδήλωση θα πρέπει να παρευρεθεί.
Δεν μου ζητά ποτέ να τον συνοδέψω μα
κι’ εγώ με τη σειρά μου σταμάτησα να του εκφράζω την επιθυμία μου για κάτι
τέτοιο.
Κάθε που εκείνος ετοιμάζεται να φύγει
εγώ είμαι σκυμμένη πάνω από τα βιβλία και τα τετράδια μου - το τελευταίο
διάστημα προσπαθώ να βελτιώσω τα αγγλικά μου - και καταγίνομαι με το να λύνω τη
μια γραμματική άσκηση μετά την άλλη.
Οποιαδήποτε δε δυσκολία κι’ αν
αντιμετωπίζω δεν του ζητώ να με βοηθήσει, έστω κι’ αν ξέρω πως τα αγγλικά του
είναι άψογα.
Όταν γυρίζει αργά το βράδυ και πάλι
στο σπίτι, με βρίσκει να αλλάζω αδιάφορη τα κανάλια της τηλεόρασης.
Προσπαθεί για λίγο να μην δείξει τον
εκνευρισμό που του προκαλεί το απαθέστατο ύφος με το οποίο τον υποδέχομαι.
Πίνει ένα δυο ποτήρια κονιάκ και μετά
αρπάζοντάς μου το τηλεκοντρόλ από το χέρι το πετάει στο πάτωμα.
Αν
θέλεις οπωσδήποτε να παίξεις με κάτι, γιατί δεν ζητάς να σου δώσω εκείνο το
παιχνιδάκι που τόσο πολύ σου αρέσει; μου λέει ένα βράδυ παγωμένα.
Το
βαρέθηκα αυτό το παιχνιδάκι! Δεν το θέλω άλλο!! του πετάω τότε
εγώ θυμωμένα και κάνω να φύγω.
Αυτές οι κουβέντες μου τον φέρνουν
εκτός εαυτού.
Πετάει το ποτήρι του στο πάτωμα και
αρχίζει μανιασμένα να αναποδογυρίζει ότι βρίσκει μπροστά του. Και
τον ίδιο σου τον εαυτό βαρέθηκες!! ουρλιάζει.
Τίποτα
δεν σε συγκινεί, τίποτα δεν σε αγγίζει!!
Βρισκόμαστε ξανά σε ένα πεδίο μάχης.
Το βαρέθηκα πια αυτό το πεδίο…
Θέλω να φύγω σκέφτομαι, καθώς αυτός
παρά την αντίσταση που προβάλω, με τραβάει και με σέρνει στο υπνοδωμάτιο.
Βαρέθηκα
τα πάντα.. ψιθυρίζω
καθώς αυτός με ρίχνει στο κρεβάτι και μανιασμένα αφαιρεί από πάνω μου οτιδήποτε
του εμποδίζει τη θέα του γυμνού μου κορμιού.
Και μετά με μιαν απότομη κίνηση, μου
ανοίγει τα πόδια που μέχρι εκείνη τη στιγμή τα κρατάω σφιχτά μεταξύ τους δεμένα
και εγώ τον νιώθω να μπαίνει μέσα μου τόσο άγρια που μου’ρχεται να ουρλιάξω από
τον πόνο.
Μα εκείνος συνεχίζει αυτό που ξεκίνησε
δίχως να μπορεί να ελέγξει το φρενιασμένο του ρυθμό και τα βογγητά του.
Σφίγγονται τα χέρια του στους μηρούς
μου, μπήγονται μέσα στη σάρκα μου.
Νιώθω τη γλώσσα του παίζει ασταμάτητα
με τη δική μου, τη ρουφά αχόρταγα όπως ρουφάει και τις θηλές του στήθους μου
μέχρι που τις μελανιάζει.
Με
πεθαίνεις…τον
ακούω να μου λέει κυριευμένος από ντελίριο.
Κάθε
μέρα που περνά σε μισώ όλο και πιο πολύ!
Κι’ είναι τότε που έκπληκτη διαπιστώνω
πως είμαι απόλυτα συγχρονισμένη με τις δικές του κινήσεις.
Το ίδιο δυνατά γαντζωμένη πάνω του
όπως κι’ αυτός σε μένα και με τον ιδρώτα μου να κολλάει στον δικό του, ζητάω
σαν τρελή αυτό ακριβώς που ζητάει κι’ εκείνος.
Σε
μισώ... μου
λέει και πάλι βραχνά καθώς οι πνιχτές μου φωνές επιβεβαιώνουν τον άγριο οργασμό
μου.
Μπήγονται τότε τα δάχτυλά του στους
μηρούς μου. Ναταλί… βογκάει τη στιγμή
που ένας ακόμα σπασμός συγκλονίζει το κορμί του κι’ εγώ νιώθω το σπέρμα του να
με πλημμυρίζει.
Μετά από λίγα λεπτά τραβιέται από πάνω
μου και χωρίς να πει κουβέντα σηκώνεται
από το κρεβάτι.
Περνάει την υπόλοιπη του νύχτα
ξαπλωμένος στον καναπέ του σαλονιού, αγνοώντας παντελώς την παρουσία μου.
=Το πρωί σαν ξυπνήσω έχει φύγει ήδη
για το γραφείο του κι’ εγώ τριγυρνώ μέσα στους χώρους του σπιτιού προσπαθώντας
με τη σειρά μου να αγνοήσω την παρουσία Εκείνης…
Την παρουσία της αέρινης φιγούρας που καθισμένη και
πάλι στην κουνιστή της πολυθρόνα με
κοιτάζει επίμονα.
Παίζει με τις αντοχές μου!
Καιρό τώρα παίζει με τις αντοχές μου…
Αρκετά, φτάνει ως εδώ!!
Τι
θέλεις από μένα; ξεσπάω.
Μα
τι άλλο από το να γίνω η πιστή σου φίλη..
μου
λέει τότε αυτή αποφασίζοντας για πρώτη φορά μετά από τόσους μήνες να σπάσει τη
σιωπή της.
Δεν
θα το πετύχεις!! της
πετάω οργισμένη.
Δεν προσπαθεί να με μεταπείσει.
Απλά
μου χαρίζει ένα πλατύ χαμόγελο κι’ εγώ τρομαγμένη αρχίζω να πισωπατάω μέχρι
που να φτάσω στην πόρτα και ανοίγοντάς την διάπλατα να βγω στο διάδρομο για να
πέσω πάνω στον Ούλριχ, που αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή ήταν έτοιμος να χτυπήσει
το κουδούνι.
Είναι
πάλι εδώ!! του
λέω πανικόβλητη.
Κάνε
κάτι για να τη διώξεις!!
Ποιά;
με
ρωτάει τότε εκείνος σαστισμένα.
Μα καθώς βλέπει πως δεν είμαι σε θέση
να του δώσω καμία απολύτως εξήγηση, αποφασίζει να μη χάσει άλλο χρόνο.
Κάτσε
εδώ που βρίσκεσαι... βιάζεται
να μου πει και ευθύς μπαίνει μέσα στο σπίτι.
Γυρίζει λίγα λεπτά αργότερα και
χαμογελώντας μου καθησυχαστικά με διαβεβαιώνει πως δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας
μιας και δεν βρίσκεται κανένας μέσα στο
διαμέρισμα.
Έρχεται
και φεύγει….ψελλίζω
τότε εγώ χαμηλώνοντας τα μάτια.
Μήνες
τώρα μια αέρινη φιγούρα που με φλερτάρει απροκάλυπτα.
Και καθώς εκείνος απλώνει τα χέρια του
να με αγκαλιάσει, εγώ στρέφω την πλάτη και περνώντας ξανά το κατώφλι αυτού του
σπιτιού, κλείνω ορμητικά πίσω μου την πόρτα.
=Σχεδόν κάθε απόγευμα περνώ μια δυο
ώρες με τον Ούλριχ.
Μου μιλάει εκείνος για το πώς πέρασε
τη μέρα του, αναφέρεται για λίγο στις δυσκολίες προσαρμογής του στο ρόλο του
πανδοχέα, εκφράζει για άλλη μια φορά την επιθυμία του να γυρίσει στο χώρο της
πληροφορικής όταν αυτός κρίνει πως είναι έτοιμος και μου εξηγεί πρόθυμα τις
απορίες που έχω στα μαθήματα των αγγλικών.
Αναφέρομαι κι’ εγώ με τη σειρά μου για το πώς πέρασα
το πρωινό μου στο βιβλιοπωλείο στο οποίο
εργάζομαι και για τις συνεχείς μου διαμάχες με την <αγαπημένη> μου συνάδελφο.
Μετά του μιλάω ξανά για τις ομορφιές
της Βρετάνης και τη γαλήνη της Λευκάδας και στο τέλος του δείχνω το καινούριο
κολιέ που έφτιαξα.
Χρόνια τώρα καταπιάνομαι κατά
διαστήματα με τα κοσμήματα.
Έχω εφοδιαστεί με όλα τα απαραίτητα
σύνεργα και ασχολούμαι με τις ώρες φτιάχνοντας περιδέραια και βραχιόλια που
ξεσηκώνω από φωτογραφίες κοσμημάτων της Μυκηναϊκής και Μινωικής εποχής.
Που ξέρεις….μπορεί κάποια στιγμή όλα αυτά να μου φανούν χρήσιμα.
Στα γεράματά μου ίσως ανοίξω ένα
μαγαζάκι στη Λευκάδα και γεμίσω τη βιτρίνα του με τούτα τα μπιχλιμπίδια…
Αν προλάβω να γεράσω.
Γιατί είναι κι’ αυτή η βεβαιότητα που
από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, θυμάμαι να την κουβαλάω και μέσα μου: Θα
φύγω πριν προλάβουν οι βαθιές ρυτίδες να αυλακώσουν το πρόσωπό μου.
Θα το σκάσω νωρίτερα…
Του άρεσαν του Ούλριχ αυτά που
έφτιαχνα, τον ενθουσίαζε αυτή η τέχνη.
Γιατί
πρέπει να περιμένουμε μέχρι που να γεράσουμε…μου ’κανε γελώντας.
Φεύγουμε
τώρα αμέσως για τη Λευκάδα και το καλοκαίρι κάνουμε τα εγκαίνια του μαγαζιού!!
Κάπως έτσι περνούσα τις ώρες μου μαζί
του.
Μέχρι αυτό το σημείο έφταναν οι
συζητήσεις μας.
Κρατώντας μια διακριτική στάση, δεν
αναφέρθηκε ποτέ στα βράδια που ξεσπούσε ο πόλεμος στο διαμέρισμα του αδελφού
του και εγώ με τη σειρά μου απέφευγα να κάνω την οποιαδήποτε νύξη πάνω στο
συγκεκριμένο αυτό θέμα.
Όπως επίσης απέφευγα να του θέσω και
την οποιαδήποτε ερώτηση σχετικά με την πολύχρονη παραμονή του στην Ολλανδία.
Αρκέστηκα απλά και μόνο στις
περιγραφές που μου έκανε εκείνος για τη χώρα των ανεμόμυλων και της τουλίπας.
=Η κατάσταση έφτασε πια στο
απροχώρητο.
Για πρώτη φορά, μετά από τόσους μήνες,
ξεσπάω σε γοερά κλάματα και βγάζοντας τα ρούχα μου από τις ντουλάπες αρχίζω να
τα πετάω όπως όπως μέσα στις βαλίτσες μου.
Ο ηλεκτρονικός του υπολογιστής
βρίσκεται κομματιασμένος στο πάτωμα, όλες οι σημειώσεις και τα χειρόγραφά του
σκορπισμένα σε χίλιες δυο μεριές του σπιτιού.
Αυτό
δεν ήθελες; μου
φωνάζει παίρνοντας σβάρνα ότι βρίσκεται στη διάβα του.
Να
το λοιπόν, μπορείς να το απολαύσεις!
Τέλειωσα,
ξόφλησα, δεν υπάρχω πια!!
Με αρπάζει από τους ώμους και αρχίζει
να με ταρακουνάει.
Πώς
μπόρεσες να μου το κάνεις αυτό;
Αφού
δεν ήσουν έτοιμη γιατί ήρθες μαζί μου; με ρωτάει έξαλλος κι’ εγώ αφήνω τα
δάκρυά μου να κυλήσουν ελεύθερα από τα μάτια μου.
Και όταν μετά από λίγο, εκείνος,
βρίζοντας αρχίζει να μαζεύει όλα όσα νωρίτερα σκόρπισε, κομμάτιασε, διέλυσε, εγώ
κλαίγοντας με λυγμούς ρίχνω τα ρούχα μου σε μια βαλίτσα.
Βάλτα
ξανά στη θέση τους! τον ακούω
ξάφνου να με προστάζει.
Έχει μπει στο υπνοδωμάτιο και στέκεται
δίπλα μου.
Στη
θέση τους! μου
ξαναλέει απειλητικά και εγώ τρομαγμένη αρχίζω να παίρνω ένα ένα από τα ρούχα
μου και να τα κρεμάω και πάλι στις κρεμάστρες.
Ούτε
εσύ ήσουν έτοιμος... θα
του πω όταν θα έχω κρεμάσει και το τελευταίο.
Βούλωστο!
σφυρίζει μέσα από τα δόντια του και τότε εγώ
κλείνω τα μάτια καθώς επίσης και το κεφάλαιο που από κοινού γράψαμε τους μήνες
που πέρασαν.
Φεύγει γύρω στις οχτώ για το γραφείο
του, αφού πρώτα έχει φροντίσει να αφήσει το χώρο πίσω του πεντακάθαρο.
Θα
τα πούμε το μεσημέρι.. Δεν θα αργήσω σήμερα...μου λέει πριν
κλείσει την πόρτα κι’ εγώ σωπαίνω.
Όταν μετά από λίγα λεπτά ακούω το
κουδούνι να χτυπά, καταλαβαίνω πως αυτή τη φορά δεν υπάρχει περίπτωση να
χρησιμοποιήσω σαν πρόσχημα το 5ο κεφάλαιο.
Όχι,
τίποτα δεν πάει καλά και το ξέρεις!! λέω θυμωμένα σε αυτόν που στέκεται
στο κατώφλι.
Δέκα
μήνες Ούλριχ το ξέρεις!!
Μετά από λίγη ώρα θα ξέρει ότι και
κάτι άλλο επίσης δεν πάει καλά.
Ο Τέτλεφ βρίσκεται βαριά
τραυματισμένος στο νοσοκομείο…
=Περασμένα μεσάνυχτα ξαπλώνω με τη
Χέλγκα στο ίδιο κρεβάτι που μέχρι πριν λίγες μέρες μοιραζόμουν με εκείνον.
Κουρνιάζω στην αγκαλιά της και
αποκοιμιέμαι.
Ξυπνάω γύρω στις εννιά το πρωί κι’ αυτή
δεν είναι δίπλα μου.
Πετάγομαι αλαφιασμένη από το κρεβάτι
και τρέχοντας πάω προς το καθιστικό.
Ηρεμώ σαν τη βλέπω να στέκεται μπρος
από το παράθυρο και κρατώντας στα χέρια της την κούπα με τον καφέ της να
κοιτάζει κατά τη μεριά της λίμνης.
Σε
αυτή τη λίμνη πνίγηκε εκείνη; με ρωτάει σαν πάω κοντά της.
Ναι,
σε αυτήν... λέω
σιγανά.
Κρίμα…δεν
τα κατάφερε. Την έσκιαξαν τα βαθιά της νερά..
Γυρίζω και την κοιτάζω.
Δεν καλοκαταλαβαίνω τι θέλει να πει.
Δεν
πρέπει να τη φοβηθείς…συνεχίζει η Χέλγκα.
Να
την προκαλέσεις πρέπει, να της δείξεις ποιος πραγματικά είσαι.
Και
τότε θα είναι αυτή που θα υποχωρήσει και θέλοντας και μη θα υποκλιθεί μπροστά
σου..
Εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω τι θέλει
να πει.
Προσωπική
υπόθεση του καθενός αυτή η αναμέτρηση…μου διευκρινίζει.
Κανείς
άλλος δεν μπορεί να βοηθήσει.
Μου έρχονται ξαφνικά στο νου τα λόγια
του Γιοχάνες: Δεν ξέρω κατά πόσο θα
μπορέσει αυτή τη φορά να βοηθήσει ο Τέτλεφ..μου είχε πει εκείνο το πρωί
στην καφετέρια του νοσοκομείου.
Αρχίζω να τρέμω.
Πέρασε
η ώρα....πάω να ντυθώ.. μουρμουρίζω.
Θα
έρθω και εγώ μαζί σου... μου λέει και αφήνοντας το φλιτζάνι της πάνω στο
τραπέζι βιάζεται να με ακολουθήσει.
Πότε
πρέπει να γυρίσεις στη Νυρεμβέργη; τη ρωτάω καθώς ντυνόμαστε.
Λογικά
πριν αυτός φτάσει στο σημείο να σκοτώσει από το θυμό του όλο το προσωπικό! μου απαντά
γελώντας.
Πολύ
σύντομα δηλαδή.. συμπεραίνω
καθώς ξεσπώ και εγώ σε γέλια.
=Μπαίνοντας στο
δωμάτιο του Τέτλεφ διαπιστώνω χαρούμενη ότι λείπει ο ορός από το χέρι του.
Με το που με βλέπει κάνει να
ανασηκωθεί, δεν τον βοηθούν όμως οι δυνάμεις του.
Πάω γρήγορα κοντά του και σκύβοντας
από πάνω του τον φιλώ πεταχτά στα χείλη.
Είσαι
καλύτερα…του
λέω αφήνοντας όλη μου τη χαρά να εκδηλωθεί.
Το
χρώμα στο πρόσωπό σου, τα μάτια σου, όλα δείχνουν πως είσαι καλύτερα!!
Θα ήταν βέβαια ψέμα να ισχυριστώ πως
ισχύει το ίδιο και για τον αδελφό του, του οποίου η όψη ελάχιστα έως καθόλου
δηλώνει πως συνεχίζει να είναι ζωντανός.
Ναι,
αισθάνομαι πολύ καλύτερα.. μου κάνει ο Τέτλεφ χαμογελώντας και με τη σειρά
του με φιλά και εκείνος απαλά στα χείλη.
Κάθομαι μετά στο πλάι του και καθώς η
Χέλγκα πλησιάζει κοντά του και τον καλημερίζει, διασταυρώνεται το βλέμμα μου με
το βλέμμα του Ούλριχ που κάθεται στην πολυθρόνα δίπλα από το κρεβάτι του
Τέτλεφ.
Καλημέρα
Ναταλί.. μου
λέει στραβώνοντας ελαφρά τα χείλη του σε μιαν αποτυχημένη προσπάθεια να
χαμογελάσει.
Πέφτουν ακατάστατα τα μαλλιά του πάνω
στο ωχρό του πρόσωπο, κόκκινα τα μάτια του από την αγρύπνια.
Σηκώνομαι με μιας και πάω κοντά του.
Καλημέρα..
του
κάνω δίνοντας του ένα φιλί στο στόμα.
Μια βαθιά ανακούφιση απλώνεται σε
ολόκληρο το πρόσωπό του και εγώ τότε βιάζομαι να ξαναγυρίσω στη θέση μου.
Η
Ναταλία - αρχίζει
να λέει ο Τέτλεφ απευθυνόμενος στη Χέλγκα – από
την αρχή έδειξε μιαν ιδιαίτερη αδυναμία στον μικρό...
Πραγματικά η υγεία του βελτιώθηκε
αισθητά, σκέφτομαι.
Αφού μπορεί και πάλι να σαρκάζει
σημαίνει ότι είναι ζήτημα ημερών για να βγει και από το νοσοκομείο.
Γέρνει το κεφάλι του προς τα πίσω ο
Ούλριχ και βυθίζεται ακόμα περισσότερο
μέσα στην πολυθρόνα.
Βλέπω να ζωγραφίζεται στα χείλη του ένα
χαμόγελο…χαμόγελο που δηλώνει συγκαλυμμένη οργή.
Προσπερνά η Χέλγκα τούτο το σχόλιο.
Μόλις
βγεις από δω μέσα σε περιμένω στη Νυρεμβέργη….του κάνει
χαμογελώντας του.
Αυτή
τη φορά δεν θα επιτρέψω σε κανέναν σερβιτόρο να σου προτείνει το πιάτο που θα
παραγγείλεις.
Θα σου έχω ετοιμάσει εγώ τις πιο νόστιμες
ελληνικές σπεσιαλιτέ.
Βιάσου
λοιπόν!
Γελάει εκείνος.
Το
συντομότερο δυνατόν.. της υπόσχεται και πιάνοντάς της το χέρι το σφίγγει
ελαφρά μέσα στο δικό του.
Χαίρομαι
που σε γνώρισα Χέλγκα.. της λέει απαλά.
Κι’
εγώ χαίρομαι...του
ανταποδίδει και εκείνη στον ίδιο τόνο.
=Αργά το μεσημέρι η Χέλγκα θα φύγει για
τη Νυρεμβέργη.
Τη συνοδέψω με τον Ούλριχ μέχρι το
σημείο που έχει παρκάρει το αυτοκίνητό της.
Παρατηρώ πως στη διάρκεια αυτής της
μικρής διαδρομής εκείνος μετά βίας σέρνει το βήμα του.
Οτιδήποτε
χρειαστείς, τηλεφώνησέ μου... μου λέει καθώς με αποχαιρετά σφίγγοντάς
με δυνατά μέσα στην αγκαλιά της.
Της δίνει μετά και ο Ούλριχ το χέρι
του και ψελλίζοντας της εύχεται καλό ταξίδι.
Θα
τα ξαναπούμε - του
κάνει η Χέλγκα μόλις καθίσει μπροστά στο τιμόνι
Θα
τα λέμε νομίζω συχνά όλοι μαζί και για χρόνια.
Δεν προλαβαίνει να πει κουβέντα αυτός…
Έχει ήδη βάλει μπρος τη μηχανή και
ξεκινάει.
Καθώς γυρνάμε και πάλι στο νοσοκομείο
περπατάει ή μάλλον σέρνεται, με τα χέρια χωμένα στις τσέπες του γιάκετ του και
το κεφάλι σκυμμένο.
Δεν βγαίνει ούτε μια λέξη από το στόμα
του, μέχρι που φτάνουμε στο δωμάτιο του Τέτλεφ και ανοίγοντας την πόρτα
διαπιστώνουμε πως αυτός ο χώρος έχει κατακλυστεί από επισκέπτες και λουλούδια.
Πάμε
σπίτι μας Ναταλί.. μου
ψιθυρίζει τότε κοιτάζοντας με δυο μάτια,
που μου δίνουν την εντύπωση πως είναι καμωμένα από γυαλί.
Στέκομαι για ένα δυο λεπτά
αναποφάσιστη και μετά μπαίνω στο δωμάτιο.
Με ακολουθεί και εκείνος απρόθυμα.
Εκτός από τη Ναντίν και τον Γιοχάνες
οι υπόλοιποι μου είναι άγνωστοι.
Απευθύνω ένα χλιαρό χαιρετισμό σε
όλους και πηγαίνω κοντά στον Τέτλεφ.
Η
Ναταλί... με
συστήνει αυτός στην ομήγυρη και μετά γυρνώντας προς τον Ούλριχ που στηριγμένος
με την πλάτη στον τοίχο καταβάλει προσπάθεια για να κρατηθεί όρθιος, συνεχίζει
τις συστάσεις: Ο Ούλριχ, είναι ο μικρός
μου αδελφός.
Και εκεί που ανακουφίζομαι μιας και
θεωρώ πως ξεμπερδέψαμε με τα δύσκολα, πέφτει ο κεραυνός εν αιθρία: Κρατούν και οι δυο μια πολύ ξεχωριστή θέση
στην καρδιά μου. τον ακούω να λέει σφίγγοντάς μου το χέρι.
=Στη διάρκεια της διαδρομής από το
νοσοκομείο για το σπίτι της λίμνης, προσπαθώ να οδηγώ έχοντας την προσοχή μου
προσηλωμένη στις στροφές του δρόμου και όχι στον Ούλριχ που σαν κουφάρι έχει
σωριαστεί στο διπλανό κάθισμα και με τα μάτια ορθάνοιχτα κοιτάζει ίσα μπροστά
του χωρίς στην ουσία να βλέπει, να ακούει, να αισθάνεται το παραμικρό.
Σαν φτάνουμε επιτέλους στο σπίτι δίχως
να πει κουβέντα βιάζεται να πάει στην κρεβατοκάμαρα και χωρίς καν να βγάλει το
μπουφάν του ξαπλώνει ανάσκελα στο κρεβάτι και καρφώνει τα μάτια του στην οροφή.
Γνώριμη και αρκετά παλιά πιστεύω
συνήθεια του…
Κλείσε
σε παρακαλώ το φως… μου
λέει άτονα καθώς πάω να κάτσω κι’ εγώ στο κρεβάτι.
Μίλησε!!
Είπε δυο κουβέντες, κάτι είναι και
αυτό!
Τώρα
ξάπλωσε κοντά μου.. μου
λέει μόλις γυρίσω το διακόπτη και το δωμάτιο βυθιστεί στο σκοτάδι.
Ξαπλώνω δίπλα του.
Πιο
κοντά…όσο πιο κοντά μου μπορείς...μου κάνει κι’ εγώ πάω όσο πιο κοντά
του μπορώ.
Τόσο κοντά που κολλάω πάνω του.
Και
τώρα Ναταλί άκου….
ΕΝΑΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ ΜΟΥ ΜΕ ΤΙΤΛΟ : ΜΕ ΘΕΑ ΤΗ ΛΙΜΝΗ
=Αυτός
ο φορτωμένος με παλιά έπιπλα χώρος με ενοχλεί.
=Προσπαθεί
να με πείσει ο Ρίχαρντ πως όλα πάνε καλά.
=Δεν μπορώ να διακρίνω και πολλά στον
ορίζοντα.
ΕΝΔΕΚΑΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ ΜΕ ΤΙΤΛΟ ΜΕ ΘΕΑ ΤΗ ΛΙΜΝΗ
=Αυτός
ο φορτωμένος με παλιά έπιπλα χώρος με ενοχλεί.
Ετούτη η μανία της να γεμίζει τους
τοίχους με τις κορνιζαρισμένες φωτογραφίες εκείνων, που πριν από έναν αιώνα
άφησαν το στίγμα τους σε αυτό το σπίτι, με αρρωσταίνει.
Όσο για τα ταριχευμένα κεφάλια με τα
καλογυαλισμένα κέρατα των ζώων, που στο μεγάλο σαλόνι κοσμούν τη δεξιά μεριά
του τοίχου, αυτά μου προκαλούν ναυτία.
Θα προσπαθήσω ένα πρωί σκαρφαλώνοντας
σε μια καρέκλα κάποια από αυτά να τα ρίξω στο πάτωμα.
Μου αρέσουν τα ζαρκάδια να τα βλέπω να
τρέχουν στο δάσος ή στις όχθες των ποταμών να σβήνουν τη δίψα τους.
Κρύβομαι πίσω από τα δέντρα και τα
κοιτάζω….
Όμορφα, περήφανα ζώα!
Πόσο θα ήθελα να γαντζωθώ στη ράχη
τους και κλείνοντας τα μάτια να τα αφήσω να με πάνε κατά κει που το σούρουπο
χάνονται.
Στο βάθος…εκεί μακριά στα λημέρια τους
που πάντα τα κρατάνε κρυφά.
Τρελαίνομαι κάθε φορά όταν στον τοίχο
αυτού του καταραμένου σαλονιού αντικρίζω τα ταριχευμένα τους κεφάλια.
Μου έχει πει ο Τέτλεφ με ποιον τρόπο
ταριχεύουν τα ζώα.
Μια μέρα μου εξηγούσε για κάμποση ώρα
για το πώς επιτυγχάνεται τούτη η διαδικασία.
Καθόμουν και τον άκουγα με τα μάτια
ορθάνοιχτα και το στομάχι μου να ανακατώνεται δυνατά.
Μέχρι που στο τέλος και μην αντέχοντας
άλλο, πετάχτηκα όρθιος και φράζοντας με τα χέρια το στόμα μου, έτρεξα στην
τουαλέτα.
Ε
μικρούλι τι έπαθες; με ρώτησε
ανήσυχος όταν μετά από λίγη ώρα γύρισα κοντά του κάτωχρος.
Έκανα
εμετό.. ψέλλισα
ντροπιασμένος.
Ω
Θεέ μου, εγώ φταίω…είπε
τότε αυτός ταραγμένος.
Ήταν
ανάγκη να σου μιλήσω για όλες αυτές τις αηδίες;
Με αγκάλιασε από τους ώμους και μαλακά
με τράβηξε προς την πόρτα με σκοπό να με παρασύρει έξω από το σπίτι.
Θα
τα κατεβάσω κάποια στιγμή όλα αυτά τα κεφάλια από τους τοίχους…του είπα
φουρκισμένος σαν βρεθήκαμε στον κήπο.
Και
μετά θα κρεμάσω εκεί πάνω το δικό της!!
Έτσι
για να θυμούνται όλοι τη μεγαλύτερη Δράκαινα που πέρασε τους τελευταίους αιώνες
από τούτο τον τόπο!
Να
περιμένεις να γυρίσω για να σε βοηθήσω κι’ εγώ...αστειεύτηκε
εκείνος.
Έφευγε σε μια βδομάδα ο Τέτλεφ…θα
πήγαινε στο Παρίσι.
Το τελευταίο διάστημα αναρωτιόμουν
συνέχεια για το πόσο θα έμενε εκεί.
Αυτός με παρηγορούσε λέγοντάς μου για
λίγο.
Εμένα όμως κάτι βαθιά μέσα μου με
έκανε να πιστεύω πως θα περνούσε καιρός μέχρι να τον ξαναδώ.
Μπορεί και χρόνια κι’ αυτή η προοπτική
με τρέλαινε….
=Μου αρέσουν τα ζαρκάδια να τα βλέπω
στο δάσος.
Αυτό το μακάβριο θέαμα που αντικρίζω
από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, με εξοργίζει!
Καθώς είμαι ανεβασμένος στην καρέκλα
και κάνω να ξεκρεμάσω το πρώτο από αυτή την περίφημη συλλογή κεφαλιών, θα
ακούσω τη φωνή της Δράκαινας: Μην
τολμήσεις να το αγγίξεις! Μη διανοηθείς να το κουνήσεις από τη θέση του!!
Τον
χρειάζομαι το χώρο…της
λέω αυθάδικα.
Τον
χρειάζομαι για το δικό σου κεφάλι!
Μαξ!
τσιρίζει
τότε εκείνη και με μιας εμφανίζεται η <Σκιά> της.
Κατέβασέ
τον αμέσως από την καρέκλα! προστάζει τον μεγαλόσωμο άντρα, που
λαχανιασμένος από το τρέξιμο που έριξε προκειμένου να ανταποκριθεί όσο το
δυνατόν γρηγορότερα στο κάλεσμα της, παίρνει τώρα βαθιές ανάσες.
Κατέβασέ
τον και δώσε του ένα ακόμα μάθημα μπας και βάλει μυαλό! τσιρίζει ξανά
εκείνη κι’ αυτός χωρίς να πει κουβέντα έρχεται κοντά μου και γραπώνοντάς με από
τα χέρια με κατεβάζει.
Δεν φέρνω αντίσταση μιας και γνωρίζω
πως δεν ωφελεί να τα βάλω μαζί του.
Κάνω υπομονή μέχρι να μεγαλώσω λίγο
για να του ξεπληρώσω κι’ αυτουνού τις τιμωρίες
στις οποίες με υποβάλει, κάτω από τις δικές της πάντα προσταγές.
Δέχομαι για άλλη μια φορά
αδιαμαρτύρητα τις απανωτές ξυλιές που μου ρίχνει, μέχρι που η Δράκαινα να
αποφανθεί πως για σήμερα ήταν αρκετές.
Και τότε εκείνος σταματά να με χτυπά
και με το κεφάλι σκυφτό βγαίνει αμίλητος από τη σάλα.
Είσαι
άρρωστος…μου
λέει η γριά σαν μένουμε οι δυο μας.
Πρώτη
φορά βλέπω τέτοιο μίσος στα μάτια ενός δωδεκάχρονου παιδιού!!
Πάω τότε κοντά της και όσο σάλιο
κρατούσα τόση ώρα στο στόμα μου, το φτύνω πάνω στο πρόσωπό της.
Την
ίδια αρρώστια με τη μάνα σου έχεις! τσιρίζει εκείνη και σηκώνοντας το χέρι
της με χαστουκίζει.
Θα μου σκίσει βαθιά το μάγουλο το
οικόσημο δαχτυλίδι που φορά στο δάχτυλο του δεξιού της χεριού.
Μέχρι σήμερα κάθε που κοιτάζω το
πρόσωπό μου στον καθρέφτη, νομίζω πως υπάρχει ακόμα μια ανεπαίσθητη ουλή σε
αυτό το σημείο.
=Η Δράκαινα μου είπε πως κουβαλάω την
αρρώστια της μάνας μας, γράφω δυο μέρες αργότερα στον Τέτλεφ.
Λες να είναι αλήθεια;
Λες κάποια στιγμή να βουτήξω κι’ εγώ
στα παγωμένα νερά της λίμνης και να χαθώ για πάντα στο βυθό της;
Φοβάμαι Τέτλεφ να περπατήσω στις όχθες
της….
Τρέμω μήπως και δεν μπορέσω να
αντισταθώ στο κάλεσμά της.
Μου λέει η Δράκαινα, πως έπρεπε να
ήμουν περήφανος για το όνομα και την παράδοση της οικογένειάς μας και για τα
εκτάρια της πολύτιμης γης που έχουμε στην κατοχή μας.
Θα έπρεπε λέει, να καμαρώνω για τα
τρόπαια των παππούδων και των προπάππων μου που ήταν οι πιο ξακουστοί κυνηγοί
της περιοχής.
Να δείχνω τον αρμόζοντα σεβασμό σαν
στέκομαι μπρος στις ατέλειωτες σειρές των πορτραίτων που συνθέτουν το
<γενεαλογικό> μας δέντρο.
Τέτλεφ, άκουσα χθες το βράδυ τη
Μαρία-ξέρεις ποια Μαρία εννοώ…τη μαγείρισσα που δουλεύει στο πανδοχείο- να λέει
στο Μαξ πως και κάποιοι άλλοι επίσης από το <γενεαλογικό> μας δέντρο
θέλησαν να χαθούν στο βάθος της λίμνης.
Είχα κρυφτεί πίσω από τον πάγκο με τα
σερβίτσια και τους άκουγα για αρκετή ώρα να συζητούν χαμηλόφωνα μεταξύ τους.
Το ήξερες εσύ Τέτλεφ πως ο ένας γιος
του προπάππου μας και δυο ανίψια της Δράκαινας πνίγηκαν σε αυτήν την καταραμένη
λίμνη;
Ας είναι….
Μου λέει ξέρεις κι’ άλλα η Δράκαινα.
Κάθε μεσημέρι που γυρίζω από το
σχολείο με περιμένει στα σκαλιά του πανδοχείου.
Σαν με βλέπει να έρχομαι, βιάζεται να
πάρει την τσάντα από τους ώμους μου και πιάνοντάς με από το χέρι με τραβάει για
να ανέβω μαζί της τις σκάλες.
Δεν θέλω να μπω στη σάλα του!
Είναι πάντα γεμάτη από λογής λογής
ανθρώπους που καθισμένοι στους πάγκους, τρώνε
και πίνουν ασταμάτητα.
Όλο αυτό το βουητό από τις φωνές και
τα χάχανά τους, μου τρυπάει τα αφτιά.
Όσο για τις οσμές που έρχονται από την
κουζίνα, αυτές μου φέρνουν αναγούλα.
Τέτλεφ, μπορείς να μου εξηγήσεις γιατί
επιμένει μετά το σχολείο να επισκέπτομαι αυτό το χώρο;
Κοίταξε
το!! μου
λέει.
Σε
λίγο καιρό εσύ θα είσαι ο αφέντης εδώ μέσα!
Τους
βλέπεις όλους αυτούς που μας υπηρετάνε;
Τις
προσταγές σου περιμένουν, σούζα θα κάθονται μπροστά σου!
Σε
όλους όσους είναι στη δούλεψη μας, πρέπει να μάθεις από τώρα να επιβάλλεσαι.
Μην
αφήσεις ποτέ κάποιον από αυτούς να σου πάρει τον αέρα!
Σήμερα το πρωί πριν φύγω για το
σχολείο της είπα να μη με περιμένει το μεσημέρι στα σκαλιά του πανδοχείου, γιατί
όσο σάλιο έχω στο στόμα μου θα το φτύσω πάλι στα μούτρα της!
Αγρίεψε τότε, σήκωσε το χέρι της κι’ έκανε
να με χτυπήσει.
Της το έπιασα και το έσφιξα τόσο πολύ
που της κόπηκε η ανάσα, αυτό όμως που με παραξένεψε ήταν αφού δεν τον κάλεσε, πως
εκείνος βρέθηκε ξαφνικά πίσω μου και τραβώντας με μακριά της δεν με άφησε να
ολοκληρώσω το έργο μου.
Μετέωρο έμεινε το μαχαίρι που κρατούσα
στο άλλο μου χέρι….
Ακόμα
ένα μάθημα Μαξ.. την
άκουσα τότε να του λέει
βαριανασαίνοντας.
Δώστου
ακόμα ένα μάθημα…πιο γερό, πιο δυνατό, μήπως επιτέλους συνέλθει!
Για λίγα λεπτά έμεινε εκείνος
αναποφάσιστος να κοιτάζει πότε τη Δράκαινα και πότε εμένα και μετά ακουμπώντας
ελαφρά το χέρι του πάνω στον ώμο μου ψιθύρισε αδύναμα: Κυρία…δεν είμαι πια στη δούλεψή σας. Λυπάμαι, μα θα πρέπει να ψάξετε
για αντικαταστάτη μου…
Τη γλύτωσε ο Μαξ…σαν μεγαλώσω δεν
πρόκειται να του κάνω κακό.
Αυτή όμως Τέτλεφ δεν θα τη γλυτώσει.
Στο ορκίζομαι πως δεν θα τη γλυτώσει!!
=Τέσσερεις μέρες αφότου ταχυδρόμησα
εκείνο το γράμμα, είδα τον Τέτλεφ να ξεπροβάλει στο κατώφλι του δωματίου μου
και με αργά βήματα να έρχεται κατά το κρεβάτι μου.
Τα
καλά παιδιά δεν μένουν ξύπνια μέχρι τα μεσάνυχτα.. αστειεύτηκε
μόλις κάθισε δίπλα μου.
Ποτέ δεν μπορούσα να κλείσω τα βλέφαρά
μου πριν από τα μεσάνυχτα.
Πάντα έπεφτα στο κρεβάτι γύρω στις
οχτώ –διαταγή της Δράκαινας –και ξαπλωμένος ανάσκελα καθόμουν για ώρες μέσα στο
σκοτάδι με τα μάτια καρφωμένα στο ταβάνι.
Κάπως έτσι θα νιώσω και τη στιγμή που
θα με βάλουν μέσα στο φέρετρο, σκεφτόμουν.
Τελικά δεν πρέπει να είναι και τόσο
φρικιαστικό….
Ναι, απ’ ότι φαίνεται δεν πρέπει να
είναι καθόλου φρικιαστικό!
Τα
κακά παιδιά όμως μένουν ξύπνια.. του έκανα καθώς ανασηκώθηκα από τα
στρωσίδια.
Είχε γυρίσει!
Επιτέλους είχε γυρίσει, καθόταν δίπλα
μου και χαμογελώντας μου, ανακάτωνε με τα δάχτυλά του τα τσουλούφια των μαλλιών
μου.
Έπεσα ανακουφισμένος στην αγκαλιά του
και ξεχνώντας τα όσα μου έλεγε κάθε τόσο η βρωμόγρια σχετικά με το πόσο
συγκρατημένα οφείλει να συμπεριφέρεται ένας αληθινός άντρας, ξέσπασα σε
κλάματα.
Μάλλον ξέχασε κι’ εκείνος αυτές τις
ηλίθιες κατηχήσεις της, αν κρίνω από τα δάκρυα που κυλούσαν και στο δικό του
πρόσωπο.
Τελείωσαν
τα ψέματα μικρούλι…μου
ψιθύρισε.
Δεν
πρόκειται να σε αφήσω να μείνεις άλλο εδώ μέσα.
Και τα κανόνισε, τα ρύθμισε όλα έτσι
ώστε να μη χρειαστεί να μείνω άλλο σε αυτό το καταραμένο σπίτι.
=Δεν μπορώ να ισχυριστώ πως με
ενθουσίασε και ιδιαίτερα το καινούριο μου περιβάλον.
Αλλά σε σχέση με το προηγούμενο ήταν
αναμφισβήτητα πολύ καλύτερο.
Σαν έφηβος, το να περνάς τις μέρες και
τους μήνες σου εσώκλειστος σε ένα κολλέγιο, δεν είναι και το ιδανικό.
Το συνήθισα όμως..
Απέκτησα και κανά δυο φίλους με τους
οποίους τα λέγαμε τα βράδια σαν ξαπλώναμε στα κρεβάτια μας.
Είχαν κι’ αυτοί το κακό συνήθειο να
μην κλείνουν τα μάτια τους πριν από τα μεσάνυχτα.
Με τον έναν από αυτούς, τον Ρίχαρντ, μετά
από κάμποσους μήνες και ατέλειωτες συζητήσεις καταλήξαμε στο συμπέρασμα πως η
Γερμανία μας έπεφτε πολύ μικρή και λίγη.
Μόλις ξεμπερδεύαμε με το σχολείο θα
φροντίζαμε να φύγουμε το ταχύτερο δυνατόν για την Ολλανδία.
Στο
Άμστερνταμ….μου
έκανε εκστασιασμένος.
Εκεί
θα πάμε φίλε μου…στη γη της Επαγγελίας!
Ότι
μπορείς να φανταστείς θα το βρεις σε αυτήν την πόλη.
Ότι
περνάει από το νου σου!
Δεν με ξέχασε ο Τέτλεφ το διάστημα που
χρειάστηκε να μείνω εκεί μέσα.
Πάντα τις περιόδους που τα σχολεία
έκλειναν φρόντιζε να βρίσκεται στο Μόναχο.
Με έπαιρνε και περνούσαμε παρέα τη
διάρκεια των διακοπών.
Το Baden-Baden ήταν η πόλη που ερχόταν
πρώτη στις προτιμήσεις του.
Τις περισσότερες φορές επέλεγε αυτήν
σαν τόπο της σύντομης παραμονής μας.
Μέχρι σήμερα θαρρώ περνά κάποιες μέρες το χρόνο σ’ αυτή
την πόλη…
Έχεις
καμιά γκόμενα στο Παρίσι; τον ρώτησα ένα απόγευμα.
Καθόμασταν στο εστιατόριο του
ξενοδοχείου και κοιτούσαμε την κάρτα με τα μενού.
Έχω...
μου
απάντησε προσπαθώντας να κρατηθεί για να μη γελάσει.
Το ύφος που είχα πάρει για να του θέσω
αυτή την ερώτηση παραήταν σοβαρό.
Είσαι
ερωτευμένος μαζί της; Την αγαπάς;
Ούτε
ερωτευμένος είμαι, ούτε την αγαπώ..μου απάντησε με μια φυσικότητα που με
ξένισε.
Τότε
πως μπορείς…του
έκανα απορημένος.
Στο
κρεβάτι εννοώ…πως μπορείς;
Το
κρεβάτι είναι κρεβάτι μικρέ. Μην τα μπλέκεις τα πράγματα.
Φοβάμαι-.του ομολόγησα
τότε χαμηλώνοντας τα μάτια –Φοβάμαι πως
αν δεν αγαπήσω μια γυναίκα, δεν θα μπορέσω ποτέ να ξαπλώσω μαζί της.
Σε
κανά χρόνο φιλαράκι –μου
’κανε τότε εκείνος γελώντας –να δούμε θα
λες ακόμα τα ίδια;
Σαν πέρασε ο χρόνος απέφυγα να του πω
ότι ο τρόπος σκέψης μου πάνω στο συγκεκριμένο θέμα, διαφοροποιήθηκε στο
ελάχιστο.
Απλά του ανακοίνωσα την απόφασή μου να
ασχοληθώ με την πληροφορική.
Αυτό ήθελα να σπουδάσω.
Toll ! έκανε
ενθουσιασμένος.
Το
γιορτάζουμε απόψε!!
Πιστεύεις
πως θα τα καταφέρω να κάνω κάτι στη ζωή μου; τον ρώτησα αρκετή ώρα αργότερα,
καθώς πραγματικά το γιορτάζαμε σε μια από τις μεγαλύτερες ντίσκο της πόλης.
Έπινα ήδη το δεύτερο μπουκάλι μπίρα
κι’ αυτός το πέμπτο ή έκτο ποτήρι κονιάκ.
Είμαι
σίγουρος πως θα καταφέρεις πολλά.
Τόσα
που ούτε εσύ ο ίδιος δεν μπορείς να φανταστείς! μου απάντησε
χτυπώντας με ελαφρά στην πλάτη.
=Προσπαθεί
να με πείσει ο Ρίχαρντ πως όλα πάνε καλά.
Γι’ αυτόν μπορεί….για μένα αμφιβάλω.
Γύρισε και πάλι στην πατρίδα του, γιατί
πατρίδα του είναι η Ολλανδία, η χώρα που
γεννήθηκε η μητέρα του.
Ο πατέρας του και η γενέτειρα του, του
είναι παντελώς αδιάφοροι.
Δεν θέλει λέει να ξαναγυρίσει στη
Γερμανία, αρκετά χρόνια από τη ζωή του ξόδεψε γι’ αυτήν.
Δεν επιθυμεί να την ξαναδεί στα μάτια
του, ούτε θέλει να ακούσει ξανά κάτι γι’ αυτήν.
Αυτός βολεύτηκε στο Άμστερνταμ….εγώ
πάλι όχι.
Εργάζεται στο αρχιτεκτονικό γραφείο
της μητέρας του και κερδίζει αρκετά χρήματα.
Κρατάει ένα όμορφο διαμέρισμα στο
κέντρο της πόλης και οδηγεί ένα γρήγορο σπορ αυτοκίνητο….
Με φιλοξένησε ένα καλοκαίρι πριν από
εφτά χρόνια στο διαμέρισμα της μητέρας
του, στο οποίο τότε κατοικούσε.
Μου έκανε μια γρήγορη περιήγηση σε όλα
τα αξιοθέατα της πόλης και μετά έριξε όλο του το βάρος στο να μου γνωρίσει και
τα άλλα <αξιοθέατα> που διαθέτει το Άμστερνταμ τις νυχτερινές ώρες.
Κι’ είναι τόσα πολλά…αμέτρητα!
Αυτή η ξενάγηση οφείλω να ομολογήσω
ότι μου προκάλεσε μεγαλύτερο ενδιαφέρον από τις ξεναγήσεις στο ιστορικό κέντρο
της πόλης, στις πλατείες και τα μουσεία της.
Το τελευταίο βράδυ των διακοπών μου
και καθώς ανοίγαμε το δεύτερο μπουκάλι ουίσκι σε ένα από τα πολύ
<ιδιαίτερα> μπαράκια της πόλης, μου είπε: Φιλαράκο παραδέξου πως αυτή η πόλη σου πάει!
Για
τις διακοπές μου μπορεί.. του ’κανα γελώντας.
Όχι
μόνο για τις διακοπές σου Ούλριχ.
Σταμάτα
να κοροϊδεύεις τον εαυτό σου.
Αυθεντία
είσαι στα κομπιούτερ, κάλλιστα μπορείς να βρεις μια δουλειά εδώ, που θα σου
προσφέρει την προοπτική μιας λαμπρής σταδιοδρομίας.
Θα
βοηθήσει και η μητέρα μου..
Το
ξέρεις πως έχει πολύ σημαντικές διασυνδέσεις.
Με είδε να διστάζω γι’ αυτό συνέχισε
με μεγαλύτερη θέρμη και επιμονή: Δεν
βαρέθηκες τη μούχλα; Παράτα τους όλους φίλε μου. Δεν αξίζει να σπαταλάς άλλο
από το χρόνο σου μένοντας εκεί κάτω…
Και συμφώνησα μαζί του…
Δεν
σπατάλησα περισσότερο από το
χρόνο μου εκεί κάτω…
Μια μόνιμη ομίχλη μου εμποδίζει την
ορατότητα.
Νοιώθω κουρασμένος, μια αφάνταστη
κόπωση παραλύει ολόκληρο το κορμί μου.
Δυσκολεύομαι τα πρωινά στο γραφείο, πέφτω
από το ένα λάθος στο άλλο.
Δεν θα ανεχτούν για πολύ ακόμα τις
απροσεξίες μου κι’ εγώ ξέρω πως η λαμπρή
όπως ισχυρίζονται κάποιοι σταδιοδρομία μου, κάπου εδώ τελειώνει.
Συναντιέμαι τα βράδια με τον Ρίχαρντ.
Πρέπει
να ειδοποιήσω τον αδελφό μου.. του λέω.
Πρέπει
οπωσδήποτε να ’ρθει…τον χρειάζομαι.
Ξεκόλλα….μου κάνει τότε
αυτός εκνευρισμένος.
Αν
δεν το ’χεις πάρει είδηση, έκλεισες κιόλας τα είκοσι οχτώ!
Μέχρι
πότε θα παριστάνεις το μυξιάρικο;
Μα ότι κι’ αν μου λέει, εγώ χρειάζομαι
τον Τέτλεφ.
Πρέπει να του μιλήσω, να του πω τι
ακριβώς μου συμβαίνει.
Φεύγω…ώρες ώρες φεύγω μακριά.
Ταξιδεύω σε κόσμους που κάποιες φορές
είναι μαγευτικοί και εκθαμβωτικοί κι’ άλλες φορές φρικαλέοι.
Και όταν τούτα τα ταξίδια παίρνουν
τέλος εγώ παραλυμένος και άδειος από κάθε συναίσθημα, σωριάζομαι σε μιαν άκρη
του δωματίου και μέχρι που να ξημερώσει είμαι νεκρός.
Αντιμετωπίζω κι’ ένα άλλο πρόβλημα, πρέπει
και γι’ αυτό να μιλήσω στον Τέτλεφ.
Κάθε που ξαπλώνω με μια από δαύτες
κλείνω τα μάτια μου και μηχανικά προχωρώ σε μια πράξη που στην ουσία τίποτα
άλλο δεν μου προσφέρει, πέρα από την εκτόνωση κάποιων ενστίκτων που ώρες ώρες
βασανιστικά έντονα κυριαρχούν πάνω μου.
Όταν καταφέρω αυτή την εκτόνωση να
πετύχω, τραβιέμαι μακριά τους.
Δεν θέλω να αντικρίσω το πρόσωπό τους,
ένα πρόσωπο που στα μάτια μου χυδαίο και φριχτά φκιασιδωμένο φαντάζει.
Δεν επιτρέπω σε καμιά τους να με
αγγίζει.
Στη σκέψη και μόνο πως μπορεί να
εισπράξω από κάποια ένα φευγαλέο χάδι, μου ’ρχεται να αδειάσω πάνω στα σεντόνια
ότι υπάρχει μέσα στο στομάχι μου.
Δυο τρεις φορές μπορεί και
περισσότερες…δεν θυμάμαι, έκαναν κάποιες το λάθος να με αγγίξουν όταν εγώ δεν
υπήρχε λόγος να μείνω άλλο από πάνω τους.
Θόλωσα…σήκωσα το χέρι μου και τις
χαστούκισα.
Θαρρώ πως μια από αυτές λιποθύμησε
κιόλας.
Τις μισώ, τις σιχαίνομαι, μου κάνουν
κακό.
ΔΕΚΑΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ ΜΟΥ ΜΕ ΤΙΤΛΟ ΜΕ ΘΕΑ ΤΗ ΛΙΜΝΗ.
ΔΕΚΑΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ ΜΟΥ ΜΕ ΤΙΤΛΟ ΜΕ ΘΕΑ ΤΗ ΛΙΜΝΗ.
=Κρυώνω τα βράδια, κρυώνω πολύ..
Το σκοτάδι…φοβάμαι το σκοτάδι.
Η Δράκαινα συνέχεια μπρος στα μάτια
μου.
Ζει…νομίζω πως ζει ακόμα.
Τέτλεφ
–του
λέω στο τηλέφωνο –πεθαίνω..
Το επόμενο κιόλας πρωί βρίσκεται στο Άμστερνταμ.
Γιατί
μικρούλι στράβωσε έτσι; με ρωτάει πικραμένος καθώς με βοηθά να μπω στο
αυτοκίνητο.
Μη
με πας κάτω! Να χαρείς μη με γυρίσεις πίσω..τον ικετεύω και αυτός μου το
κάνει το χατίρι.
Μένω για δέκα μήνες περίπου σε ένα
κέντρο αποτοξίνωσης λίγα χιλιόμετρα έξω από το Άμστερνταμ.
Μήνες φριχτοί που δεν πρόκειται ποτέ
να σβηστούν από τη μνήμη μου.
Το πρώτο εξάμηνο παρατάει εκείνος τα
πάντα, νοικιάζει ένα δωμάτιο σε μια πανσιόν και με επισκέπτεται κάθε φορά που
οι γιατροί του το επιτρέπουν.
Θα γυρίσει πίσω όταν εκείνοι
καταφέρουν να τον πείσουν πως τα πράγματα σιγά σιγά μπαίνουν στο σωστό δρόμο.
Και πραγματικά όλα έχουν μπει στο
σωστό δρόμο…
Ένα μήνα αφότου βγω από την
κλινική βρίσκω δουλειά σε ένα από τα
μεγαλύτερα μπαρ της πόλης.
Τελικά οι επί σειρά ετών επισκέψεις
μου στα νυχτερινά κέντρα, πραγματικά με ωφέλησαν.
Οι γνωριμίες μέσα από αυτό το χώρο
αποδείχτηκαν πολύ χρήσιμες και πιο χρήσιμη από όλες η γνωριμία μου με τον
ιδιοκτήτη ενός κέντρου, στο οποίο θα δουλέψω σαν μπάρμαν τα επόμενα χρόνια.
Είναι γύρω στα πενήντα και του αρέσω.
Λίγες μέρες αφότου άρχισα να δουλεύω
πίσω από τη μπάρα, εγκαταστάθηκα και στο διαμέρισμά του.
Δεν ζητά πολλά ..να του λέω μόνο πως
τον αγαπώ και να του κάνω τρυφερά έρωτα.
Τα καταφέρνω για ένα διάστημα, είναι
βλέπεις και το αλκοόλ που επιδρά ευεργετικά πάνω μου.
Ναι, μπορώ να του κάνω έρωτα.
Τρυφερά όχι, αλλά αυτό λίγη σημασία
πια έχει.
Μπορώ επίσης να του λέω πως τον αγαπώ.
Σε αυτό δεν αντιμετωπίζω καμιά
απολύτως δυσκολία, μηχανικά του το επαναλαμβάνω πάνω από δέκα φορές την μέρα.
Τον βλέπω να παραληρεί…
Παθιάζεται, αρρωσταίνει, δεν είναι σε
θέση να ελέγξει απολύτως τίποτα.
Το
πρόσωπό σου….μου
λέει τρέμοντας σύγκορμος.
Το
λατρεύω αυτό το πρόσωπο.. Πεθαίνω σαν το κοιτάζω.
Το
κορμί σου…άσε με γι’ άλλη μια φορά να το
ταξιδέψω με τα χέρια μου.
Δεν
το χορταίνω, ποτέ μου δεν πρόκειται να το χορτάσω.
Πίνω πολύ.
Προσπαθεί κάποιες φορές να με
συγκρατήσει, μα σαν βλέπει το βλέμμα μου να καρφώνεται απειλητικά πάνω του, μαζεύεται
και χαμογελώντας μου δειλά, μου λέει: Εντάξει
αγόρι μου, όπως εσύ νομίζεις.
Ένα βράδυ διαπιστώνω πως είμαι δυο
χρόνια μαζί του.
Γυρίζω και τον βλέπω να στέκεται στην
άκρη του μπαρ και να με κοιτάζει.
Τις τελευταίες μέρες τον απασχολεί
ιδιαίτερα η ξανθιά που κάθε βράδυ έρχεται μόνη της εδώ μέσα.
Κάθεται πάντα σε ένα από τα ψηλά
σκαμπό που βρίσκονται μπρος από τη μπάρα και αφού παραγγείλει το ποτό της
προσπαθεί να πιάσει συζήτηση μαζί μου.
Σιχαμένη είναι, με αηδιάζει.
Όλες με αηδιάζουν, δεν θέλω να με
αγγίζουν.
Με αηδιάζει κι’ αυτός και ιδιαίτερα
τούτη τη στιγμή που τα μάτια του είναι τόσο έντονα καρφωμένα πάνω μου.
Εκείνη στέκεται αντίκρυ μου και
χαμογελώντας μου προκλητικά, μου ζητάει να πιω ένα ποτό μαζί της.
Γεμίσω τότε το ποτήρι μου και αφού το
τσουγκρίσω με το δικό της, σκύβω και τη φιλάω στα χείλη.
Και λίγη ώρα αργότερα βγαίνω έξω από
τη μπάρα και κάθομαι δίπλα της και ενώ
εκείνος συνεχίζει να με κοιτάζει, εγώ γίνομαι όλο και πιο διαχυτικός μαζί της.
Μέχρι που στο τέλος την παρασέρνω στις
τουαλέτες του προσωπικού και μέσα σε μια από αυτές την παίρνω όσο πιο άγρια
μπορώ.
Όταν τελειώσω αυτή πετάγεται έξω
κλαίγοντας κι’ εγώ έρχομαι αντιμέτωπος με εκείνον, που λυσσασμένος χιμάει
καταπάνω μου.
Αλήτη!
Καθήκι του κερατά! ουρλιάζει
καθώς με χτυπά στο πρόσωπο.
Θα
σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια μπάσταρδε! Θα σε λιώσω κωλόπαιδο!!
Αρκετά με τις υστερίες του.
Νομίζω πως ήρθε η ώρα να βάλω πλέον τα
πράγματα στη θέση τους.
Με την πρώτη γροθιά που δέχεται
ματώνει η μύτη του, στη δεύτερη έχει σωριαστεί στο πάτωμα.
Στο
διάβολο! του
φωνάζω και τρέχοντας ανεβαίνω τις σκάλες.
Θέλω να φύγω όσο το δυνατόν
γρηγορότερα από αυτόν το χώρο.
=Περπατάω στους δρόμους, χάνομαι…δεν
ξέρω για πού τραβάω.
Δεν ξέρω τίποτα…
Το κεφάλι μου πονάει, χτυπάνε τα
μηνίγγια μου.
Θεέ μου δεν αντέχω τόσο πόνο…κάτι
πρέπει να κάνω!
Κι’ αυτή η ομίχλη ξανά μπροστά μου…
Ο Ρίχαρντ…πόσο καιρό έχω να τον δω;
Θαρρώ πάνω από δυο χρόνια.
Την τελευταία φορά που τον συνάντησα
μου είπε πως ξόφλησα…Ναι έτσι μου είπε.
Βρωμάω!
Ναι, αυτή η απαίσια μυρωδιά βγαίνει
από το δικό μου κορμί!
Δεν ξημερώνει…αργεί ακόμα να
ξημερώσει.
Μπορεί και να μην ξημερώσει ποτέ!
Μισώ το σκοτάδι, την ομίχλη, το κρύο!
Δεν
αντέχω άλλο ρε μαλάκες!!!φωνάζω καθώς στέκομαι στην άκρη του πεζοδρομίου.
Βιάζονται κάποιοι να απομακρυνθούν από
κοντά μου.
Βρώμικη τούτη η πόλη…μια μυρωδιά
θανάτου βγαίνει από τα σωθικά της…
ΤΕΛΟΣ!!
Βάζω τέλος, δεν γουστάρω να συνεχίσω!
Δικαίωμα μου!
Είμαι άρρωστος, έτσι κι’ αλλιώς είμαι
άρρωστος.
Από μικρός κουβαλάω την αρρώστια της
μάνας μου…
=Όταν κάποια στιγμή και ανοίγοντας τα
μάτια μου αντικρίζω τη μορφή εκείνου, η
πρώτη σκέψη που περνάει από το μυαλό μου είναι ότι με την πρώτη ευκαιρία θα
πρέπει να αγοράσω άλλο σουγιά, μιας και αυτός που πάντα είχα κρυμμένο στην
τσέπη μου, δεν με βοήθησε και ιδιαίτερα στο να ξεκοιλιαστώ.
Συγνώμη
αγάπη μου….ακούω
τον άλλο να μου λέει κλαίγοντας.
Εγώ φταίω για όλα! ΕΓΩ!!
Μου έρχεται να βάλω τα γέλια, τα
ράμματα όμως με πονάνε πολύ, έτσι το αναβάλω για αργότερα.
Δεν
πρόκειται αγόρι μου να σε στεναχωρήσω ξανά….συνεχίζει να μουρμουρίζει.
Ότι
θες, ότι μου ζητήσεις θα το έχεις!
Να
είσαι καλά μόνο μωρό μου, να είσαι καλά!
Βούλωστο!
του
κάνω αδύναμα σαν βλέπω τον Τέτλεφ στο κατώφλι του δωματίου.
Πότε πρόλαβαν κιόλας και τον
ειδοποίησαν;
Πόσες ώρες πέρασαν από τότε;
Σαρανταοχτώ, θα πληροφορηθώ λίγο αργότερα…
Πες
μου αγάπη μου τι χρειάζεσαι; εξακολουθεί αυτός να μου λέει
κρατώντας μου σφιχτά το χέρι.
Θέλω να ουρλιάξω, να του πω να
ξεκουμπιστεί από κει μέσα, μα δεν έχω τη δύναμη.
Κι’ όσο ο Τέτλεφ πλησιάζει τόσο
χάνεται το φως μπρος από τα μάτια μου.
Θα αντιληφθεί ο άλλος την παρουσία του
μόνο όταν αυτός σταθεί ακριβώς από πάνω μου και κοιτάζοντάς με ίσια στα μάτια
μου πει ψυχρά: Μην τολμήσεις να το
ξανακάνεις αυτό.
Κάνε
οτιδήποτε άλλο σου κατέβει στο κεφάλι, ποτέ όμως ξανά αυτό!
=Κι’ όμως μετά
από εφτά μήνες το επιχειρώ ξανά.
Ένα βράδυ μετά από μία ακόμα
<ερωτική σύμπτυξη> με μια σιχαμένη ύπαρξη στις τουαλέτες του μαγαζιού, νιώθω
τόσο απαίσια άδειος από κάθε συναίσθημα που
αποφασίζω να πιω με μιας όλα τα ηρεμιστικά χάπια που έχω στην τσέπη του
παντελονιού μου.
Το τελευταίο διάστημα ο ψυχίατρος που
με παρακολουθούσε, ήταν της άποψης να ακολουθήσω μια θεραπεία που θα με
βοηθούσε να ξεπεράσω τη μελαγχολία μου.
Έτσι κι’ εγώ έπινα τρεις φορές την
ημέρα και από ένα πολύχρωμο χαπάκι.
Μου άρεσε το σχήμα του, το ίδιο με τις
καραμελίτσες, που όταν ήμουν μικρός τρελαινόμουν να αγοράζω.
Αυτή τη φορά πίστεψα πως όλα θα
τέλειωναν πολύ γρήγορα.
Θα βοηθούσε στην επιτάχυνση και το
αλκοόλ που κατανάλωσα στη διάρκεια της βραδιάς.
Γελάστηκα οικτρά!!
Το διαπίστωσα όταν ξυπνώντας στο
νοσοκομείο είδα τον Τέτλεφ να κάθεται δίπλα μου, κάτωχρος και αφάνταστα
εξουθενωμένος.
Έχω
την ίδια αρρώστια με τη μάνα μου.. του ψιθυρίζω κι’ αυτός πασχίζοντας να
κρατήσει τη φωνή του σταθερή μου λέει: Μικρέ,
κόψε τις μαλακίες.
Για ένα οχτάμηνο νοσηλεύομαι σε μια
νευρολογική κλινική στο Βερολίνο.
Αυτή τη φορά δεν υποχώρησε στα
παρακάλια μου, απλά με γύρισε πίσω.
Θα με επισκέπτεται κάθε που οι γιατροί
του το επιτρέπουν, προσπαθώντας να κρύβει την βαθιά θλίψη και την έντονη
ανησυχία που τον βασανίζει.
Από εκεί και πέρα η ιστορία δεν
παρουσιάζει κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον…
Απλά επαναλαμβάνεται.
Γυρίζω στο Άμστερνταμ γιατί εκεί μου
είναι γνωστά τα λημέρια.
Δεν θέλω να αλλάξω τις συνήθειές μου
και προπαντός δεν θέλω να γυρίσω στη λίμνη.
Η Δράκαινα μπορεί να έχει πεθάνει εδώ
και χρόνια και ο Τέτλεφ να έχει ανακαινίσει το σπίτι και να έχει πια μόνιμα
εγκατασταθεί εκεί, όσο όμως κι’ αν επιμένει να κάνω κι’ εγώ το ίδιο, αρνούμαι.
Δεν ξέρω γιατί, αλλά πεισματικά
αρνούμαι.
Ίσως επειδή προτιμώ να αλητεύω στους
δρόμους μιας πόλης που χρόνια τώρα με φιλοξενεί αδιάφορα, να δουλεύω πότε στο
ένα και πότε στο άλλο μπαρ, να πίνω και να γυρνώ στο σπίτι ξημερώματα χωρίς να
μπορώ να δω μπροστά μου από το μεθύσι και να συνεχίζω να νιώθω το κορμί μου
παγωμένο, μιας και αυτή η απέραντη μοναξιά και απελπισία δεν λέει να λύσει από
γύρω μου τα δεσμά της.
Δεν ξέρω τι μου συμβαίνει..
Για να είμαι ειλικρινής βαρέθηκα και
να το ψάχνω.
Απόψε κλείνω τα τριάντα τέσσερα…
Λυπάμαι Τέτλεφ…δεν πάει παρακάτω.
Ελπίζω ο καινούριος σουγιάς που
αγόρασα να κάνει σωστά τη δουλειά του…
=Δεν θα κάνει πίσω.
Είμαι σίγουρος πως δεν είναι
διατεθειμένος να υποχωρήσει, θα φτάσει
στα άκρα.
Βάλτο
καλά μέσα στο μυαλό σου!! μου κάνει φρενιασμένος.
Αν
δεν υπογράψω δεν βγαίνεις από δω μέσα!
Αν
δεν υπογράψω εγώ δεν κάνεις τίποτα από δω και πέρα!
Ή
έρχεσαι λοιπόν μαζί μου ή μένεις κλεισμένος για πάντα σ’ αυτή την κλινική!
Εσύ
αποφασίζεις, αυτή την πολυτέλεια την έχεις…
Γυρνάμε
πίσω λοιπόν… κάνω
αδύναμα
Πονάω…θέλω να ουρλιάξω από τον πόνο, μα
συγκρατούμαι.
Τι φιάσκο κι’ αυτό…το τρίτο φιάσκο!
Ναι
μικρέ, γυρνάμε πίσω.
Πέντε μέρες αργότερα και καθώς το
αεροπλάνο απογειώνεται, εγώ αυθόρμητα
πιάνω το χέρι του Τέτλεφ και ενώ εκείνος γυρίζει να με κοιτάζει ελαφρά
σαστισμένος, εγώ χαμογελώντας του δειλά, του ομολογώ: Σ’ αγαπάω Τέτλεφ..
Κι’
εγώ σ’ αγαπάω μικρούλι..τον ακούω να μου λέει τρυφερά.
Στη διάρκεια της πτήσης συνεχίζω να
κρατάω σφιχτά το χέρι του, κλέβω θαρρώ δύναμη από τη δύναμή του για να
συνεχίσω..
=Έχεις
καμιά γκόμενα; τον ρωτάω κάποιες ώρες αργότερα, όταν έχουμε πάρει πια το
δρόμο που θα μας βγάλει στο σπίτι της λίμνης.
Έχω..
μου
κάνει συγκρατώντας τα γέλια του.
Και αυτή τη φορά το ύφος μου παραείναι
σοβαρό.
Και
είσαι ερωτευμένος μαζί της;
Την
αγαπάς;
Δύσκολα
πολύ μου βάζεις...μου
απαντάει κρατώντας σφιχτά στα χέρια του το τιμόνι.
Πώς
είναι; επιμένω
εγώ έστω κι’ αν ξέρω πως κινδυνεύω να γίνω φορτικός.
Θα
τη γνωρίσεις σε λίγο.
Μας
περιμένει στο σπίτι.
Και πάλι η λίμνη μπρος στα μάτια μου…
Το δάσος σκοτεινό, με φοβίζει.
Στο βάθος το πανδοχείο….ελπίζω πως η
Δράκαινα δεν με περιμένει στα σκαλιά του.
Να και το σπίτι.. δεν θυμίζει σε
τίποτα το μαυσωλείο εκείνων των χρόνων, συνεχίζει όμως να μου προκαλεί ένα
ρίγος.
Να τη κι’ εκείνη…μας ανοίγει την
πόρτα.
Φοβάμαι να προχωρήσω, θέλω να το βάλω
στα πόδια, θέλω να φύγω.
Κατάλαβε τάχα το πόσο πολύ φοβάμαι;
Μήπως κατάλαβε κιόλας ότι μπορώ βαθιά,
πολύ βαθιά να την αγαπήσω;
Μπορεί και να το ένιωσε όταν με
οδήγησε στο δωμάτιο των ξένων και καθώς κάθισε δίπλα μου, ακούμπησε το χέρι της
πάνω στον ώμο μου και ανήσυχη με ρώτησε αν είμαι καλά.
Θέλησα τότε να γείρω πάνω της και να
της ζητήσω να με χαϊδέψει.
Αντί όμως γι’ αυτό γύρισα και την
κοίταξα για να διαπιστώσω τότε έκπληκτος ότι δεν ένιωθα και ιδιαίτερα άσχημα
που ήμουν ζωντανός.
Το αντίθετο θα έλεγα…
=Μου το είχε
τονίσει στο νοσοκομείο ο Τέτλεφ πως δεν θα μπορούσα πλέον να κάνω
τίποτα, αν δεν έδινε αυτός πρώτα τη συγκατάθεσή του.
Τον βλέπω τώρα έξαλλο να με αρπάζει
από τους ώμους και να με ταρακουνάει φωνάζοντάς μου να σηκωθώ από το κρεβάτι.
Πώς τολμά να με ξεφτιλίζει έτσι
μπροστά της;
Δεν θα του επιτρέψω κάτι τέτοιο ξανά, δίνω
όρκο!
Δεν πρόκειται να αφήσω περιθώρια για
μια δεύτερη από μεριάς του υποβίβαση.
Τα μαζεύω και φεύγω του είπα και ήταν
εκείνες οι κουβέντες του που με πάγωσαν.
Το ξέρω …δεν μπορώ να κάνω τίποτα από
δω και πέρα αν δεν υπογράψει αυτός.
Την αγκαλιά σου Ναταλί….της ζήτησα.
Για λίγο χρειάζομαι την αγκαλιά σου.
=Τρελαίνομαι τα βράδια σαν τον ακούω
να της φωνάζει έτσι.
Ο τοίχος που χωρίζει τα διαμερίσματά μας είναι λεπτός,
τα πάντα έρχονται στα αφτιά μου.
Μήνες τώρα σχεδόν κάθε νύχτα τα ίδια, δεν
αντέχω άλλο.. θέλω να σπάσω την πόρτα και να χιμήξω μέσα στο σπίτι.
Την χτυπά!
Κάποιες φορές τολμά να σηκώσει το χέρι
του επάνω της.
Θεέ μου τι να κάνω;
Τι μπορώ να κάνω πέρα από το να περνώ
κάποιες ώρες τα απογεύματα μαζί της, προσπαθώντας πάντα να την κάνω να
αισθάνεται όμορφα, ευχάριστα.
Τι άλλο μπορώ να κάνω πέρα από το να
χτυπώ τα πρωινά την πόρτα της για να δω αν είναι καλά, αν χρειάζεται κάτι, αν
αποφάσισε επιτέλους να φύγει από εκείνον.
Δέκα μήνες τώρα…δεν υποφέρεται άλλο
αυτό το μαρτύριο.
Προτιμώ να πεθάνω παρά να συνεχίσω να
ζω έτσι!
Τη θέλω τις νύχτες στο κρεβάτι μου, τη
θέλω απελπιστικά.
Τρελαίνομαι από την επιθυμία να την
αγκαλιάσω, να τη σφίξω πάνω μου.
Να χαϊδέψω κάθε καμπύλη του κορμιού
της, να φιλήσω τα πιο απόκρυφα σημεία του και μετά να μπω αργά μέσα της και
επιτέλους να την κάνω δική μου.
Μου έρχεται να ουρλιάξω, ιδρώτας
μουσκεύει το σώμα μου.
Στριφογυρίζω στο κρεβάτι, μανιασμένος
πετάω τα μαξιλάρια στο πάτωμα, εκσφενδονίζω το πάπλωμα στον τοίχο.
Πονάω!
Θαρρείς και τα σωθικά μου σκίζονται
στα δύο.
Και ξάφνου εμφανίζεται μπροστά μου.
Μένω να την κοιτάζω για λίγα λεπτά
αποσβολωμένος και μετά απλώνω τα χέρια μου προς το μέρος της, κάνω να την
αγγίξω και με μιας εκείνη χάνεται.
Βογγάω…και νάτη πάλι!
Αυτή τη φορά ξαπλωμένη ολόγυμνη δίπλα
μου, μου δίνει να καταλάβω πόσο πολύ ανυπομονεί για το αγκάλιασμά μου.
Τρέμω σύγκορμος, δεν μπορώ να
συγκρατηθώ άλλο.
Ο λαιμός μου ξεραίνεται, το κεφάλι μου
γυρίζει, η καρδιά μου χτυπά ακατάπαυστα.
Γυρνώ προς το μέρος της και την
αγκαλιάζω.
Δεν θέλω να την πονέσω, πρέπει να
είμαι προσεχτικός, σκέφτομαι καθώς αρχίζω να κουνιέμαι ρυθμικά πάνω κάτω.
Μόνο που αντί για την απαλή βελούδινη
υφή του κορμιού της νιώθω τις σκληρές πτυχές του σεντονιού να μου γδέρνουν το
σώμα ανελέητα.
Παρόλα αυτά εγώ συνεχίζω αυτό το
παθιασμένο πάνω κάτω.
Είμαι μέσα της λέω και ξαναλέω δίχως
πια να μπορώ να ελέγξω τους τρελούς παλμούς της καρδιάς μου.
Χτυπάνε τα μηνίγγια μου, συσπώνται οι
μυς του προσώπου μου…
Ένας ίλιγγος με έχει συνεπάρει, ψάχνω
απεγνωσμένα να βρω τα χείλη της και όταν δεν το καταφέρνω τότε αρχίζω να
δαγκώνω τα δικά μου.
Αισθάνομαι να καίω ολόκληρος, είμαι
λουσμένος στον ιδρώτα…
Πάω πιο γρήγορα…..
Ακόμα πιο γρήγορα, τραντάζομαι ξέφρενα
πάνω στο κρεβάτι χωρίς να μπορώ να βάλω φρένο.
Το μόνο που μπορώ είναι να δαγκώνω με
λύσσα τα σεντόνια σε μια προσπάθεια να
πνίξω τα βογγητά μου και μανιασμένα να γυρεύω τη λύτρωση.
=Δεν μιλάω πια πολύ με τον Τέτλεφ.
Αποφεύγει κι’ αυτός με τη σειρά του να
ασχολείται ιδιαίτερα με εμένα.
Προσπαθώ πάντα να λειτουργώ με τέτοιο
τρόπο ώστε να μη μπορεί να βρει κανένα ψεγάδι, σε ότι έχει να κάνει με τις δραστηριότητές
μου σε αυτό το καταραμένο πανδοχείο.
Όσο για τις επισκέψεις μου κάθε
Δευτέρα απόγευμα στον ψυχαναλυτή μου, έστω κι’ αν τις θεωρώ πέρα για πέρα
ανούσιες και βλακώδεις, αποφεύγω να φέρνω αντιρρήσεις.
Το ότι κάθε φορά επιμένει να με
συνοδεύει στο ιατρείο υπενθυμίζοντάς μου συνεχώς ότι αυτές οι επισκέψεις είναι
μέσα στα πλαίσια της θεραπείας που ακολουθώ, με εκνευρίζει αφάνταστα.
Θέλω να του φωνάξω πως δεν χρειάζομαι
πλέον κανέναν γιατρό και πολύ περισσότερο δεν χρειάζομαι τα κωλοφάρμακα που
φροντίζει να μου δίνει κάθε πρωί πριν
φύγει για το γραφείο του.
Δεν του λέω όμως τίποτα μιας και ξέρω
πως δεν πρόκειται να με πιστέψει.
Ένα από εκείνα τα Δευτεριάτικα
απογεύματα συναντήθηκα και με την άλλη ή μπορεί και με μία από τις άλλες.
Όπως πάντα ο Τέτλεφ περίμενε στο
αυτοκίνητο όση ώρα χρειαζόταν να περάσω εγώ στο ιατρείο του μαλάκα, ο οποίος
έχοντας πάρει πολύ σοβαρά το ρόλο του, με κατέκλυζε με χίλιες δυο ερωτήσεις.
Όταν και αυτή η βασανιστική
καθιερωμένη μου επίσκεψη σε εκείνο το χώρο πήρε τέλος, βιάστηκα να πάω στο
σημείο που ο Τέτλεφ είχε παρκάρει το αυτοκίνητο.
Ανυπομονούσα να γυρίσω στο σπίτι..
Έχεις
κέφι για ένα καφέ; με
ρώτησε καθώς εγώ έμπαινα φουριόζος μέσα και στη χροιά της φωνής του διέκρινα
κάτι σαν παράκληση.
Θέλησα να αρνηθώ, μα δεν το μπόρεσα…
ΕΝΔΕΚΑΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ ΜΕ ΤΙΤΛΟ ΜΕ ΘΕΑ ΤΗ ΛΙΜΝΗ
Η
Φιόρα… μου
σύστησε τη νεαρή γυναίκα που μας περίμενε στο μπιστρό που με πήγε και εγώ
πρέπει να ομολογήσω πως για πρώτη φορά στη ζωή μου τον μίσησα.
Θέλησα να χιμήξω πάνω του και να
αρχίσω να τον χτυπάω με τις γροθιές μου μέχρι που να σωριαστεί στο πάτωμα.
Μέχρι που να χάσει τις αισθήσεις του, μέχρι
που να σταματήσει να αναπνέει!
Αντί όμως για όλα αυτά περιορίστηκα
απλά στο να κάτσω μαζί τους σε ένα τραπέζι μπρος στη μεγάλη τζαμαρία που έβλεπε
στον πεζόδρομο.
Κάρφωσα το βλέμμα μου προς τα έξω και
άρχισα να παρατηρώ επίμονα το αδιάκοπο πέρα δώθε των περαστικών, μέχρι που το
στομάχι μου άρχισε να ανακατώνεται και τα χέρια μου να ιδρώνουν.
Με ενοχλούσε και συνεχίζει να με
ενοχλεί αυτό το πήγαινε-έλα εκατοντάδων ανθρώπων στους δρόμους και τις πλατείες
των μεγαλουπόλεων.
Με αποδιοργανώνει, με πνίγει και με
τρομάζει σε τέτοιο βαθμό που κάποιες φορές μουδιάζουν όλα τα μέλη του κορμιού
μου.
Προσπάθησα να κρύψω την ταραχή μου
επικεντρώνοντας αυτή τη φορά την προσοχή μου στο σκούρο περιεχόμενο του
φλιτζανιού μου.
Και καθώς εκείνος είχε τυλίξει το χέρι
του γύρω από τη μέση της και με μιαν άνεση που δεν είχε προηγούμενο συζητούσε
μαζί της για θέματα που και οι δυο τους έβρισκαν ιδιαίτερα διασκεδαστικά, εγώ
αισθανόμουν όλο και πιο έντονα αυτό το γνώριμο κόμπο να ανεβαίνει στο στήθος
μου και χιλιάδες πλοκάμια να μου φράζουν το λαιμό.
Δεν θυμάμαι ποια ακριβώς στιγμή ένιωσα
τον ουρανίσκο μου να καίει.
Αυτό μου συμβαίνει συνήθως κάθε που
πίνω αλκοόλ.
Ναι, σωστά αυτό έκανα, διαπίστωσα
έκπληκτος σαν είδα το ποτήρι που κρατούσα στα χέρια μου.
Το πρώτο, το δεύτερο, ίσως και το
τρίτο….ποιός ξέρει;
Και εκείνοι το ίδιο έκαναν.
Πόση ώρα καθόμαστε οι τρεις μας σε
αυτό το τραπέζι;
Πόση ώρα συζητάω μαζί τους;
Γιατί συζητάω!
Βεβαίως και συζητάω!
Παίρνω μέρος σε μια συζήτηση έστω κι’ αν
το περιεχόμενό της με αφήνει παντελώς αδιάφορο.
Πέντε χρόνια μου εξηγεί εκείνη είναι
στη Γερμανία.
Δουλεύει σε ένα cafe στο Τούτσιγκ και
σήμερα έχει ρεπό.
Κάθε που έχει ρεπό περνά κάποιες
<στιγμούλες> με τον Τέτλεφ, μου εξηγεί κλείνοντάς μου πονηρά το μάτι.
Την παρατηρώ, δεν πρέπει να είναι πάνω
από τριάντα.
Τρίβεται κάθε λίγο πάνω του, του
ρίχνει πότε πότε από ένα πεταχτό φιλί στα χείλη και μετά συνεχίζει να μιλάει, να
λέει…να λέει…
Ποιος ξέρει τάχα τι λέει…τα χείλη της
μόνο βλέπω να ανεβοκατεβαίνουν και σιγά σιγά αρχίζει να με πιάνει ναυτία.
Κάποια στιγμή σηκώνεται όρθια.
Σε
δυο λεπτά θα είμαι πίσω..μας ανακοινώνει χαμογελαστή.
Και καθώς εκείνη κατευθύνεται προς την
τουαλέτα φροντίζοντας να λικνίζει τα οπίσθιά της όσο πιο προκλητικά μπορεί, εγώ
αναρωτιέμαι φευγαλέα αν είναι τόσο γελοία όσο φαντάζει στα μάτια μου.
Μένουμε οι δυο μας και είμαι ο πρώτος
που σπάω τη σιωπή: Γιατί; τον ρωτάω
άχρωμα.
Κάτι
τέτοιες παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο κρεβάτι..θα μου απαντήσει τότε εκείνος
ξερά και εγώ θα νιώσω για άλλη μια φορά το στομάχι μου να ανακατώνεται.
Δεν θα επιτρέψω στον εαυτό μου να του
δείξω πόσο πολύ με σοκάρισαν τα λόγια του.
Θα περιοριστώ απλά στο να ανάψω ένα
τσιγάρο και με μιαν ηρεμία που κι’ εμένα τον ίδιο με εκπλήττει να του πω ότι
ήρθε η ώρα να γυρίσω στο σπίτι.
Θα
ανυπομονείς άλλωστε κι’ εσύ να βρεθείς κάπου μόνος μαζί της... συμπληρώνω
καθώς σηκώνομαι και αφού φορέσω το μπουφάν μου, του εύχομαι να περάσει ένα
όμορφο βράδυ.
Ούλριχ..
τον
ακούω να μου λέει άτονα καθώς κάνω να φύγω.
Γυρίζω τότε αργά και τον κοιτάζω.. άδειο
το βλέμμα του, ανέκφραστο το πρόσωπό του.
Θεέ μου είναι νεκρός ή μου φαίνεται;
Καληνύχτα μικρέ..μου λέει
τότε αυτός σιγανά και στα χείλη του ζωγραφίζεται ένα αχνό χαμόγελο.
Κι’ είναι αυτή τη στιγμή που ξεσπάω: Αλλιώτικο τούτο το παιχνίδι Τέτλεφ κι’ εσύ
φοβάσαι το ρίσκο! Το τρέμεις!
Δεν αντιδρά κι’ εγώ θολωμένος του
γυρνώ την πλάτη και βιάζομαι να εξαφανιστώ.
Χρειάζομαι αέρα, παγωμένο αέρα!
Η κίνηση στους δρόμους έχει κοπάσει, ελάχιστους
συναντώ στη διάβα μου.
Με κάποιους από αυτούς διασταυρώνεται
το βλέμμα μου και τότε εκείνοι βιάζονται να απομακρυνθούν, λες κι’ έχω λέπρα.
Συνεχίζω να προχωρώ, επιταχύνω το
βάδισμά μου, θέλω να φτάσω όσο το δυνατόν γρηγορότερα στο σπίτι.
Και τα καταφέρνω!
Επιτέλους τα καταφέρνω και
αναβαίνοντας τρέχοντας τις σκάλες, βιάζομαι να της χτυπήσω την πόρτα.
Μου ανοίγει εκείνη και σαστισμένη μου
χαμογελάει.
Μυρίζουν τα χνώτα μου ουίσκι, κοφτή η
ανάσα μου, πυρωμένο το πρόσωπό μου.
Ούλριχ…τι
σου συμβαίνει; με
ρωτάει.
Ξέρει Ναταλί πως αξίζει το ρίσκο, θέλω
να της φωνάξω…
Μπορεί και να το κάνει…
Γρήγορα όμως, δεν έχει και πολύ χρόνο
στη διάθεση του. Δεν το έχω σκοπό να περιμένω αιώνια!
Δεν λέω όμως τίποτα..
Ούλριχ..
μου
κάνει ξανά εκείνη ανήσυχα.
Έχει έρθει κοντά μου, μου έχει πιάσει
τα χέρια και τα τρίβει μέσα στα δικά της.
Κρύα
που είναι καλέ μου.. ψιθυρίζει
και τότε εγώ την τραβάω στην αγκαλιά μου.
Δεν προσπαθεί να ξεφύγει από αυτό το
αγκάλιασμα, ίσως γιατί το έχει τόσο ανάγκη όσο κι’ εγώ.
Ακουμπά το κεφάλι τους στο στέρνο μου
και χωρίς να πει άλλη κουβέντα κλείνει τα μάτια.
Μετά από λίγη ώρα αποτραβιέται μαλακά
ο ένας από τον άλλο και αφού ανταλλάξουμε από μια σιγανή καληνύχτα,
επιστρέφουμε σιωπηλά ο καθένας στο δικό του χώρο.
Σκληρή που είναι η νύχτα…
=Θα την σπάσω την πόρτα, θα χιμήξω
μέσα και θα τον σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια.
Άλλη μια φορά αν τολμήσει να την
πονέσει, αν διανοηθεί να σηκώσει χέρι πάνω της, το ορκίζομαι πως είναι
τελειωμένος!
Πριν από δυο τρεις μέρες πετάχτηκε
έντρομη στο διάδρομο και τρέμοντας μου ζήτησε να διώξω Εκείνη.
Έρχεται
και φεύγει….μου
είπε ψελλίζοντας.
Αέρινη
φιγούρα που μήνες τώρα με φλερτάρει…
Δεν χρειάστηκε να προσπαθήσω και πολύ
για να καταλάβω σε ποιαν αναφερόταν.
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, θυμάμαι
και Εκείνην.
Μου κόβει την ανάσα το άρωμα που
αναδύει το κορμί της.
Τις νύχτες της αγρύπνιας μου, με
παγώνει το θρόισμα του ολομέταξου φουστανιού της.
Εδώ είμαι…μου ψιθυρίζει κάθε που εγώ
παλεύω με νύχια και με δόντια για να της ξεφύγω.
Την ταυτότητά μου κι’ αν άλλαξα, τον
εαυτό μου όσο φτηνά και αν ξεπούλησα προκειμένου να την κάνω να χάσει τα ίχνη
μου, δεν κατάφερα τίποτα.
Μορφή αγέρωχη που πάντα βρισκόταν
μπροστά μου και κατάφερνε να μου κρύβει τον ήλιο.
Τη μίσησα με όλη τη δύναμη της ψυχής
μου!
Την πάλεψα, ένας Θεός ξέρει πόσο την
πάλεψα, μέχρι που στο τέλος αναγκάστηκα πια να παραδεχτώ πως ηττήθηκα.
Και τότε απελπισμένος έσκυψα το κεφάλι
και με φωνή που έτρεμε της ψιθύρισα: Μελαγχολία είναι θαρρώ το όνομά σου κι’ εγώ
μπροστά σου υποκλίνομαι!!
Τώρα όμως καταλαβαίνω πως τελικά έκανα
λάθος.
Δεν ηττήθηκα, απλά συνθηκολόγησα για
λίγο μαζί της και τώρα ξαναρίχνομαι στη μάχη.
Και αυτή τη φορά παλεύω για δύο.
Σ’
αγαπώ Ναταλί, δεν μπορείς να φανταστείς πόσο…μου ψιθυρίζει.
Σ’
αγαπώ κι’ όπου με βγάλει.
Δεν μιλάω, δεν λέω τίποτα.
Απλά συνεχίζω να τον κρατάω μέσα στην
αγκαλιά μου μέχρι που κάποια στιγμή
αποκοιμιέται.
Έμπλεξες…
μου
είπε ο Γιοχάνες.
Γυρίζω και κοιτάζω τον Ούλριχ…κοιμάται βαθιά κι’ όμως
μόλις πάω να κινηθώ νιώθω το χέρι του να γαντζώνεται ακόμα πιο σφιχτά γύρω από τη μέση μου.
Παράξενο μου φαίνεται, μέσα στον ύπνο
του να καταφέρνει να κρατάει σε επιφυλακή όλες του τις αισθήσεις.
Έμπλεξα μου είπε ο Γιοχάνες, μα εγώ
εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω το γιατί…
=Ξυπνάει νωρίς το πρωί.
Ανοίγει τα μάτια του και αφού με
κοιτάξει για λίγα λεπτά σαστισμένος σηκώνεται από το κρεβάτι και πετάει
επιτέλους από πάνω του αυτό το αναθεματισμένο μπουφάν που όλη τη νύχτα αρνιώταν
να αποχωριστεί.
Μένω ξαπλωμένη στο κρεβάτι και καθώς
εκείνος αρχίζει να γδύνεται, εγώ παρακολουθώ σιωπηλή τις κινήσεις του.
Αργές, εκνευριστικά αργές θα έλεγα.
Αναρωτιέμαι φευγαλέα αν από την ημέρα
που ο Τέτλεφ βρίσκεται στο νοσοκομείο, αυτός παίρνει τα φάρμακα που του έχουν
υποδείξει οι γιατροί.
Νομίζω πως όχι, ο αδελφός του έτσι κι’
αλλιώς τα κρατούσε, εκείνος του έδινε κάθε πρωί και από ένα.
Θα
μοιραστείς μαζί μου τη μπανιέρα; με ρωτάει ανέκφραστος όταν μένει
γυμνός.
Ναι
μικρό μου, θα μοιραστώ... του κάνω απαλά και ευθύς σηκώνομαι από το κρεβάτι
και αρχίζω κι’ εγώ με τη σειρά μου να γδύνομαι.
Θα
μοιραστείς; με
ρωτάει ξανά εκείνος και εγώ βλέπω τα μάτια του να αποκτούν και πάλι μια
ζωντάνια.
Θα
μοιραστώ..είναι
η κατηγορηματική μου απάντηση.
=Βγαίνοντας λίγο αργότερα από το σπίτι
πιστεύω πως θα κατευθυνθούμε προς το γκαράζ για να πάρουμε το αυτοκίνητο και
για άλλη μια φορά να κάνουμε τη διαδρομή για το νοσοκομείο.
Ξαφνιάζομαι προς στιγμή σαν βλέπω πως
αντί να πάει προς το γκαράζ, παίρνει το δρόμο που οδηγεί στη λίμνη.
Βιάζομαι τότε να τρέξω ξοπίσω του και
μόλις φτάσω κοντά του προσπαθώ να ακολουθήσω το βήμα του.
Ένα βήμα, που με έκπληξη διαπιστώνω ότι είναι ιδιαίτερα ταχύ.
Ίσως τελικά να έχει δίκιο.. δεν του
χρειάζεται πια κανένα φάρμακο.
Σταδιακά αποκτά την ενεργητικότητα και
τη ζωντάνια του χωρίς τη βοήθεια κανενός φαρμάκου.
Κάνει
κρύο σε αυτόν τον τόπο το Μάρτη... τον ακούω να λέει.
Συνεχίζω να περπατάω στο πλευρό του
κρατώντας σφιχτά το χέρι του.
Και
αυτή η ομίχλη μόνιμο φαινόμενο… συμπληρώνει.
Μέχρι αυτή τη στιγμή δεν είχα δώσει
σημασία σε αυτό το πέπλο της καταχνιάς που έχει απλωθεί γύρω μας.
Δεν διακρίνω το δάσος, δεν μπορώ να δω
τα γαλαζοπράσινα νερά της λίμνης.
Σε απόσταση σχεδόν δυο μέτρων δεν
υπάρχει καμία ορατότητα.
Ένα πέπλο, ένα πελώριο πέπλο έχει
καλύψει τα πάντα.
Έχω την εντύπωση πως κάπου κάπου,
κάποιες από τις πτυχές του ξεφεύγουν, για να κυματίσουν για λίγο πάνω από τα
κεφάλια μας.
Μας αγγίζουν φευγαλέα και μετά
ανασηκώνονται, τις παρασέρνει ο άνεμος και πάνε πιο πέρα.
Σαν φτάσουμε στις όχθες της λίμνης,
τραβάει αυτός μαλακά το χέρι του από το δικό μου και βγάζοντας το γιάκετ του το
πετάει πάνω στα βότσαλα.
Δεν μιλάει, με κοιτάζει μόνο για ένα
δυο λεπτά ίσια στα μάτια και μετά γονατίζει και αρχίζει να λύνει τα κορδόνια
από τα αθλητικά του παπούτσια.
Βγάζω τότε και εγώ το δικό μου μπουφάν
και αφού το πετάξω πάνω στο δικό του
σκύβω και με μιας βγάζω τις μπότες μου και μετά το παντελόνι και το
πουλόβερ μου δίχως να νοιάζομαι για την ανατριχίλα που προκαλεί στο κορμί μου
το χάδι του κρύου ανέμου που φυσάει από τα δυτικά.
Μα ούτε και εκείνος νοιάζεται.
Έχει μείνει σχεδόν γυμνός κι’ όμως δεν
δίνει δεκάρα για το κρύο που διογκώνει τους πόρους του δέρματός του.
Και βουτάει τα πόδια του μέσα στο
νερό….
Ακολουθώ το παράδειγμά του.
Παγωμένο στ’ αλήθεια που είναι…
Και πάει πιο μέσα, πάω κι’ εγώ ξοπίσω
του.
Φτάνει!
Μέχρι εδώ εσύ, δεν πας παραμέσα.. τον ακούω να μου λέει βραχνά όταν το
νερό θα έχει φτάσει λίγο πιο πάνω από τη μέση μου.
Τον βλέπω σιγά σιγά να απομακρύνεται, προχωράει
πάει προς τα βαθιά.
Αρχίζω να αισθάνομαι το κορμί μου να
ξυλιάζει, τα δόντια μου χτυπάνε, δεν μπορώ να συγκρατήσω άλλο το δυνατό τους
ανεβοκατέβασμα.
Και αυτός πάει όλο και πιο
βαθιά….φοβάμαι πως σε λίγα λεπτά θα τον χάσω από τα μάτια μου.
Δεν
μένω πίσω! Θα έρθω μαζί σου! του φωνάζω και με μιας πέφτω στο νερό
και αρχίζω να κολυμπάω προς το μέρος του.
Μαζί
σου..
λέω λαχανιασμένη μόλις τον φτάσω.
Και
αν πάω ακόμα πιο μέσα; με ρωτάει τότε αυτός άγρια.
Δεν
με νοιάζει! Τράβα πιο μέσα…ουρλιάζω.
Όσο
πιο μέσα μπορείς κι’ εγώ μαζί σου!!
Τρέμω σύγκορμη, καταβάλλω μεγάλη
προσπάθεια πλέον για να συγκρατηθώ στην επιφάνεια του νερού.
Δεν υποφέρεται άλλο τούτο το κρύο, θαρρώ
πως έχω μελανιάσει.
Έλα
λοιπόν, πάμε κατά κει που θέλεις εσύ!! ουρλιάζω και πάλι.
Για κλάσματα δευτερολέπτων σαστίζει
και μετά χωρίς να πει κουβέντα τυλίγει το ένα χέρι του γύρω από τη μέση μου και
σχεδόν με τη βία αρχίζει να με παρασέρνει προς τα ρηχά.
Γιατί
με βγάζεις έξω; φωνάζω
ξανά και ξανά καθώς αυτός συνεχίζει να με τραβάει με το ζόρι όλο και πιο έξω, μέχρι
που στο τέλος πατάμε και πάλι τα πόδια μας στη στεριά.
Γιατί;
φωνάζω συνέχεια όση ώρα προσπαθεί να
μου φορέσει το παντελόνι και το πουλόβερ μου.
Παρόλη την αντίσταση που θα προβάλω,
στο τέλος θα καταφέρει να με ντύσει και αφού μου κουμπώσει μέχρι επάνω και το
φερμουάρ του μπουφάν μου, θα βιαστεί και αυτός να ντυθεί και μετά αγκαλιάζοντάς
με, θα με αναγκάσει να τον ακολουθήσω προς τα εκεί που ο δρόμος ανηφορίζει και
σε λίγα λεπτά σε βγάζει στο πανδοχείο.
Έχω ξεσπάσει τώρα σε κλάματα.
Δεν λέω να σταματήσω και αυτός σκύβει
και με φιλά ξανά και ξανά και μέχρι που φτάνουμε δεν σταματά να με κρατά σφιχτά
στην αγκαλιά του και δίχως να δίνει σημασία στα βλέμματα των περαστικών που
καρφώνονται πάνω μας, να με φιλά αδιάκοπα.
ΔΩΔΕΚΑΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΜΕ ΘΕΑ ΤΗ ΛΙΜΝΗ.
ΔΩΔΕΚΑΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΜΕ ΘΕΑ ΤΗ ΛΙΜΝΗ.
=Μπαίνουμε στο πανδοχείο και καθόμαστε σε έναν από τους πάγκους που
βρίσκεται στο βάθος της σάλας.
Πολλοί από τους θαμώνες, αν όχι όλοι, στρέφουν το βλέμμα τους προς τη μεριά
μας.
Ξέρω βέβαια πως οι περισσότεροι δεν θα αναρωτηθούν για το τι δουλειά έχω
στην αγκαλιά του.
Έτσι κι’ αλλιώς τόσους μήνες ψιθυριζόταν στο χωριό πως ήμουν η πουτάνα του
αδελφού του.
Το πολύ πολύ να πουν τώρα πως είμαι η δικιά του πουτάνα……
Βιάζεται μια από τις γκαρσόνες να έρθει κοντά μας.
Ελπίζω να μη συνέβη κάτι
δυσάρεστο..μου κάνει τρομαγμένη.
Σχετικά με την κατάσταση της
υγείας του κύριου Τέτλεφ..μου εξηγεί όταν εγώ σαστισμένη σηκώσω το βλέμμα μου και την κοιτάξω.
Έτσι που σας είδα να μπαίνετε
εδώ μέσα αναστατωμένη, φοβήθηκα μήπως….καταλαβαίνετε τι εννοώ.. δικαιολογείται χαμογελώντας μου αμήχανα.
Ο αδελφός μου είναι μια χαρά
Αγγέλικα.. της κάνει τότε ο Ούλριχ
στεγνά.
Και καθώς εκείνης η αμηχανία γίνεται όλο και πιο μεγαλύτερη προσθέτει: Την επόμενη φορά που θα θελήσεις να
πληροφορηθείς για την υγεία του Τέτλεφ, θα απευθυνθείς σ’ εμένα και μόνο σ’
εμένα.
Με συγχωρείτε... ψελλίζει τότε αυτή και χαμηλώνοντας τα μάτια κάνει να
φύγει.
Παραγγελία ξέχασες να
πάρεις... της λέει τότε αυτός παγερά.
Ξαναγυρνάει η Αγγέλικα προς τη μεριά μας και αποφεύγοντας να τον κοιτάξει
ρωτάει κομπιάζοντας: Θα θέλατε να πιείτε
κάτι;
Αν έχεις την καλοσύνη ένα
μπουκάλι κονιάκ. τον ακούω να σφυρίζει μέσα από
τα δόντια του.
Σε κλάσματα δευτερολέπτων το κονιάκ καθώς επίσης και δυο ποτήρια βρίσκονται
ήδη στο τραπέζι μας.
Εξακολουθούν κάποιοι να μας ρίχνουν κλεφτές ματιές.
Πάμε να φύγουμε..ψιθυρίζω καθώς αυτός εκείνος γεμίζει τα ποτήρια μας.
Γιατί θέλεις να κρυφτείς
Ναταλί; με ρωτάει τότε μαλακά και
χαμογελώντας ακουμπάει τα χείλη του πάνω
στα δικά μου.
Βολεύομαι καλύτερα δίπλα του και αφού πιω μια δυο γουλιές από το κονιάκ μου
γέρνω το κεφάλι μου και το ακουμπώ στον ώμο του.
=Πηγαίνοντας το απόγευμα στο νοσοκομείο βρίσκουμε τον Τέτλεφ να κάθεται
ανασηκωμένος πάνω στο κρεβάτι και να συζητά ευχάριστα με τον άντρα που έχει
έρθει να τον επισκεφτεί.
Μόλις μας δει χαμογελάει σ’ εμένα και μετά καλησπερίζει αδιάφορα τον αδελφό
του.
Ακριβώς το ίδιο κάνει και ο Γιοχάνες.
Ούτε συνεννοημένοι να ήταν, σκέφτομαι εκνευρισμένη.
Παρόλα αυτά ο Ούλριχ δεν δείχνει να ενοχλείται, πάει με άνεση προς το μέρος
του Τέτλεφ και τον φιλά απαλά στο μέτωπο.
Αφού δε του πει πως η όψη του είναι καλύτερη από κάθε άλλη φορά, στρέφεται
προς τον άλλο και χαμογελαστός του ανταποδίδει το καλησπέρισμα.
Εγώ πάλι δεν θα μπορέσω να συμπεριφερθώ με την ίδια άνεση που
συμπεριφέρθηκε ο Ούλριχ.
Πλησιάζω κοντά στον Τέτλεφ και καθώς εκείνος μου πιάνει το χέρι και με τραβάει μαλακά κοντά του, εγώ νιώθω την
καρδιά μου να χτυπά δυνατά και τα πόδια μου να τρέμουν.
Ηρέμησε μωρό μου…μου ψιθυρίζει ενώ ακουμπά τα χείλη του στα δικά μου.
Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί το κάνει αυτό, αφού τώρα πια ξέρει..
Είμαι σίγουρη πως ο Ούλριχ του έχει πει τα πάντα.
Γιατί λοιπόν συμπεριφέρεται λες και δεν συμβαίνει τίποτα;
Σηκώνεται σε λίγο ο Γιοχάνες και αφού καληνυχτίσει θερμά το φίλο του κι’
εμένα, πετάει και ένα ξερό <γεια χαρά> στον Ούλριχ και βγαίνει από το
δωμάτιο.
Θα τα πούμε αύριο.. υπόσχεται στον Τέτλεφ καθώς κλείνει την πόρτα πίσω
του.
Και τώρα τι μπορούμε να πούμε εμείς οι τρεις, αναρωτιέμαι σαν μένουμε
μόνοι.
Αυτό που με εκπλήσσει στον Ούλριχ είναι το ατάραχο ύφος του καθώς αρχίζει
να ενημερώνει τον αδελφό του, για το πλάνο που έχει βάλει σχετικά με το πώς θα
λειτουργήσει το πανδοχείο τους καλοκαιρινούς μήνες.
Τον παρακολουθεί ο άλλος χωρίς να τον διακόπτει, δείχνει να συμφωνεί
απόλυτα μαζί του.
Το ότι στη διάρκεια της συζήτησης συνεχίζει να μου κρατάει το χέρι, είναι
κάτι που ο Ούλριχ το προσπερνά αδιάφορα.
Εξακολουθεί να του μιλά και όταν πια ολοκληρώνει τα όσα είχε να του πει,
τον κοιτάζει ίσια στα μάτια και με μιαν ανεπαίσθητη πίκρα στη χροιά της φωνής
του, δίνει τον επίλογο: Παρόλα αυτά το
αντικείμενο της δουλειά μου δεν έχει σχέση με αυτό που κάνω τώρα…
Χρόνια τώρα το αντικείμενο της
δουλειάς σου δεν έχει σχέση με αυτά που κάνεις.. σχολιάζει ο Τέτλεφ ψυχρά.
Προσπερνά τούτες τις κουβέντες του, δεν δείχνει διατεθειμένος να ταραχτεί.
Μετά το καλοκαίρι θα
προσπαθήσω να επιστρέψω στο χώρο μου...δηλώνει ήρεμα.
Εύκολο θα είναι…τον ειρωνεύεται ο Τέτλεφ.
Το Μόναχο είναι γεμάτο μπαρ,
το Βερολίνο επίσης.
Άσε πια το Αμβούργο!
Του κάνει πόλεμο νεύρων, δοκιμάζει τις αντοχές του και αυτό δεν μου αρέσει.
Τραβάω απότομα το χέρι μου από το δικό του και σηκώνομαι όρθια.
Αποφάσισα να επιστρέψω στο
χώρο μου.. επαναλαμβάνει ο άλλος σταθερά.
Ναταλί…ακούω τότε τον Τέτλεφ να σαρκάζει.
Θα ταξιδέψεις κι’ εσύ μωρό μου
μαζί του για το Άμστερνταμ;
Και καθώς εγώ μένω να τον κοιτάζω αποσβολωμένη, αυτός γέρνει σιγά σιγά προς
τα πίσω και ακουμπώντας το κεφάλι του στο μαξιλάρι, ζητάει ταραγμένος συγνώμη….
=Νωρίς το πρωί της επόμενης μέρας πληροφορούμαι ότι πέρα από όλα τα άλλα,
είμαι και άνεργη, μιας και από την εταιρεία στην οποία εργαζόμουν το
τελευταίο εξάμηνο, η απουσία μου κρίθηκε αδικαιολόγητη.
Από την ημέρα που συνέβη στον Τέτλεφ το ατύχημα σταμάτησα να πηγαίνω στο
γραφείο. Δεν μπήκα καν στον κόπο να τους εξηγήσω το γιατί, τους είχα ξεχάσει…
Τώρα το πώς αυτοί με θυμήθηκαν και στέλνοντάς μου αυτήν την επιμελώς
δαχτυλογραφημένη επιστολή, μου ανακοινώνουν πως η εργασιακή μας σχέση λύεται,
αυτό είναι μια άλλη υπόθεση.
Για κάμποση ώρα μένω να διαβάζω και να ξαναδιαβάζω τούτη την κόλλα χαρτί,
μέχρι που ο Ούλριχ καταλαβαίνοντας πως μέσα στο σάστισμά μου είναι αδύνατον να
του εξηγήσω το περιεχόμενο αυτού του εγγράφου, το τραβάει μαλακά από τα χέρια
μου και αφού του ρίξει μια φευγαλέα ματιά, το τσαλακώνει και το πετά στα
σκουπίδια.
Σπουδαία τα λάχανα….καγχάζει.
Τι είχες, τι έχασες…
Για λίγα λεπτά θα προσπαθώ να εντοπίσω το τι είχα καθώς επίσης και το τι
έχασα και όταν τελικά καταλήξω του λέω: Τη
δουλειά μου είχα και την έχασα..
Θα βρεθεί άλλη...με καθησυχάζει.
Και τα λεφτά μου επίσης είχα
και τα έχασα.. κάνω σαστισμένη.
Το πορτοφόλι με τα λεφτά μας
είναι πάνω στο τραπέζι της κουζίνας μας... μου αντιγυρίζει τότε εκείνος τονίζοντας ιδιαίτερα την κάθε λέξη που βγαίνει
από τα χείλη του. Και επειδή βέβαια εμένα δεν με πείθουν τα λόγια του, του
ζητάω να μου το ξεκαθαρίσει: Είσαι
σίγουρος Ούλριχ για το που βρίσκεται το πορτοφόλι;
Τι θέλεις να πεις; με ρωτάει απορημένα.
Αφού μικρό μου ποτέ δεν
θυμάσαι που το παρατάς!
Κάθε φορά που είναι να φύγουμε
θα καθυστερήσουμε τουλάχιστον δέκα λεπτά, ψάχνοντας σε όλα τα σημεία του
σπιτιού μας μήπως και το βρούμε!!
=Τις επόμενες δέκα μέρες η κατάσταση της υγείας του Τέτλεφ παρουσιάζει
θεαματική βελτίωση.
Αρχίζει να σηκώνεται από το κρεβάτι του, να βηματίζει για λίγο στο χώρο του
δωματίου και σιγά σιγά και στους διαδρόμους μέχρι που στο τέλος να περνάει
αρκετές από τις ώρες του στην καφετέρια της κλινικής παρέα με κάμποσους άλλους
φίλους και συναδέλφους του, περιμένοντας ανυπόμονα τη στιγμή που οι γιατροί θα
του δώσουν το εξιτήριο.
Τον επισκεπτόμαστε κάθε απόγευμα και περνάμε και οι τρεις μας κάποιες ώρες
συζητώντας μεταξύ μας πάντα θέματα γενικού ενδιαφέροντος.
Και επειδή τα περισσότερα από αυτά
τα απογεύματα όλο και κάποιοι γνωστοί εμφανίζονται στον θάλαμο που νοσηλεύεται,
τα πράγματα για όλους μας θα είναι πιο εύκολα.
Καταπιανόμαστε με το να συζητάμε τις εξελίξεις στο χώρο της πολιτικής,
ασκούμε κριτική στους χειρισμούς των κομμάτων της εξουσίας καθώς και της
αντιπολίτευσης τόσο στη Γερμανία όσο και στις άλλες χώρες της Ευρώπης.
Μετά η συζήτηση κατευθύνεται στις καινούριες εκδόσεις των βιβλίων και τις κριτικές που απέσπασαν, στις
συνεντεύξεις που κάποιοι από τους συναδέλφους τους κατάφεραν να πάρουν από
σημαίνοντα πρόσωπα της επικαιρότητας και άλλα πολλά και διάφορα που μόλις βγω
έξω από το δωμάτιο τα έχω κιόλας ξεχάσει.
Συμμετέχει και ο Ούλριχ στις συζητήσεις.
Παρεμβαίνει με εύστοχες παρατηρήσεις σε διάφορα σημεία –είναι φαίνεται
χάρισμα και των δύο αδελφών – εκφέρει την άποψη του σχεδόν πάνω σε όλα τα
θέματα, διαφωνεί με ορισμένους, συμφωνεί με κάποιους άλλους και γενικά
πετυχαίνει να κερδίζει τις εντυπώσεις.
Βλέπω τον Τέτλεφ κάθε φορά που τον κοιτάζει, είναι σαν να του λέει: Έτσι
μπράβο!!
Αγνώριστος ο Ούλριχ αυτών των ημερών, των ημερών που ακολούθησαν το πρωινό
που βουτήξαμε στη λίμνη.
Δείχνει σίγουρος για τον εαυτό του, τόσο σίγουρος που ορισμένες φορές
αγγίζει τα όρια της αλαζονείας.
Τον Τέτλεφ πάντως δεν τον ξεπερνά!
Η ευφράδεια του λόγου του και οι τεκμηριωμένες του απόψεις σε οποιοδήποτε
ζήτημα είναι προσόντα που δεν διαθέτει ο καθένας.
Μια δυο φορές δε που η συζήτηση έτυχε να στραφεί προς το πεδίο της
πληροφορικής, απέδειξε περίτρανα πως οι γνώσεις του σε αυτό το αντικείμενο
είναι γεγονός αναμφισβήτητο.
Βιάστηκε τότε ο Τέτλεφ να ανακοινώσει στους παρευρισκόμενους πως ο αδελφός
του μετά την καλοκαιρινή σαιζόν θα επιστρέψει ξανά στην επιστήμη που σπούδασε.
=Ετοιμάζεται ο Ούλριχ για αυτή την περίφημη καλοκαιρινή σαιζόν.
Τον βλέπω τα πρωινά στο πανδοχείο πως φροντίζει να ρυθμίζει και την τελευταία
λεπτομέρεια προκειμένου να λειτουργήσουν όλα άψογα.
Μου πρότεινε να δουλέψω αυτούς τους μήνες στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου.
Δεν μου φάνηκε άσχημη σαν ιδέα, έτσι δέχτηκα την πρόταση του ανεπιφύλαχτα
και εκείνος έσπευσε τότε να τηλεφωνήσει στον Τέτλεφ και ενθουσιασμένος να του ανακοινώσει ότι
βρήκε το πλέον κατάλληλο άτομο για την υποδοχή.
Αυτό που ώρες ώρες με ξενίζει στον Ούλριχ είναι ο τρόπος με τον οποίο
φέρεται στα υπόλοιπα άτομα.
Στους ανθρώπους εκείνους που μπορεί να μην έχουν να κάνουν με την υποδοχή,
κρατάνε όμως πόστα που αναμφίβολα είναι πολύ σημαντικά για τη λειτουργία του
ξενοδοχείου.
Με το προσωπικό που δουλεύει στην κουζίνα, με τις σερβιτόρες, τις
καμαριέρες και τους κηπουρούς που ασχολούνται με τον μεγάλο κήπο που αγκαλιάζει
περιμετρικά το ξενοδοχείο.
Ποτέ βέβαια δεν ξεχνά τους καλούς του τρόπους.
Οφείλω να ομολογήσω πως σαν εργοδότης διαθέτει μιαν ευγένεια που δύσκολα
συναντάς.
Όταν όμως τούτη η ευγένεια συνοδεύεται
και από αυτή την παγερά απρόσιτη έκφραση στο πρόσωπό του, τότε τα
πράγματα δυσκολεύουν.
Χαμηλώνουν κάποιοι τα μάτια όταν βρεθούν αντίκρυ του, χάνουν κάποιοι άλλοι
τα λόγια τους….
=Σήμερα το απόγευμα ο Ούλριχ δεν θα
έρθει μαζί μου στην κλινική.
Είναι Δευτέρα και αυτό που μου κάνει εντύπωση είναι ότι δεν ξεχνά την
καθιερωμένη εδώ και μήνες επίσκεψή του στο γιατρό που τον παρακολουθεί.
Θα περάσω την πύλη του νοσοκομείου την ίδια ακριβώς στιγμή που θα την περνά
και ο Γιοχάνες.
Μόνη σήμερα;μου κάνει αφού με καλησπερίσει.
Μόνη.. του απαντώ και χωρίς να δώσω περισσότερες εξηγήσεις
αρχίζω να περπατώ στο πλάι του.
Βρισκόμαστε στα μισά του προαύλιου όταν τον ακούω να μου λέει: Σε δυο μέρες βγαίνει ο Τέτλεφ.
Ναι, το γνωρίζω... μουρμουρίζω επιταχύνοντας το βήμα μου.
Αυτό όμως δεν τον εμποδίζει να περπατά ακριβώς δίπλα από μένα.
Κοντά ένα μήνα εδώ μέσα…μου λέει και πάλι.
Κόντεψε να τρελαθεί…μετράει
τώρα τις ώρες και τα λεπτά, αδημονεί να έρθει η Τετάρτη.
Έχουμε φτάσει στο μεταξύ στα σκαλιά και αρχίζουμε να τα ανεβαίνουμε στα
γρήγορα.
Κάτι μου λέει πως η Παρασκευή θα γίνει αγαπημένη συνήθεια! Καλοτάξιδο!
ReplyDeleteΣ'ευχαριστώ πολύ..!!
ReplyDeleteΥπέροχο Χριστίνα μου,περιμένω πως και πως τις Παρασκευές για να διαβάσω λίγο ακόμα!!
ReplyDeleteΣ'ευχαριστώ πολύ..!!Χαίρομαι ιδιαίτερα που σου άρεσε..!!
DeleteSo beautiful..
ReplyDeleteΧαίρομαι πολύ που σου αρέσει..!!
DeletePerfect
ReplyDeleteΕυχαριστώ και ελπίζω να τα λέμε μέσα από αυτή τη σελίδα..!!
DeleteΘα περιμενω να ερθει η Παρασκευη για να διαβασω τη συνεχεια ειναι πολυ ενδιαφερον
ReplyDeleteΕυχαριστώ πολύ για τα θετικά σου σχόλια..!!Ραντεβού λοιπόν κάθε Παρασκευή εδώ..!!
ReplyDelete